Για τη νουβέλα της Καρολίνα Σούτι [Carolina Schutti] «Κάποτε πρέπει να περπάτησα σε τρυφερό χορτάρι» (μτφρ. Κατερίνα Λιάτζουρα, εκδ. Βακχικόν).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Μπορεί κάποιος να ζήσει χωρίς αναμνήσεις; Χωρίς να γνωρίζει την καταγωγή και τις ρίζες του; Χωρίς να έχει ακούσει οικογενειακές ιστορίες για παππούδες, ξαδέρφια και θείους, χωρίς να έχει νιώσει την ασφάλεια μιας συγγενικής ομάδας που θα λειτουργεί σαν ασπίδα προστασίας, και την οποία από μόνος του θα εγκαταλείψει όταν θα είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τη ζωή με τις δικές του δυνάμεις;
Η Μάγια ζει με τη μαμά και τη γιαγιά της στη Λευκορωσία. Σε πολύ μικρή ηλικία χάνει τη μαμά της, και μαζί χάνει τα πάντα: το σπίτι, τη χώρα, τη γλώσσα της, «τις κουβέντες του αποκοιμίσματος, τις κουβέντες της παρηγοριάς, αυτό το πέρα δώθε λίκνισμα των λέξεων». Την παίρνει ο πατέρας της, ο οποίος της είναι σχεδόν άγνωστος, και, επειδή δεν μπορεί ή επειδή δεν θέλει να αναλάβει ο ίδιος τη φροντίδα της, την αφήνει σε μια μακρινή του θεία, η οποία μένει στην Αυστρία. Όλα είναι για τη Μάγια καινούρια, άγνωστα, ξένα. Κι εκείνη νιώθει ξένη από όλους και από όλα.
Σε πολύ μικρή ηλικία χάνει τη μαμά της, και μαζί χάνει τα πάντα: το σπίτι, τη χώρα, τη γλώσσα της, «τις κουβέντες του αποκοιμίσματος, τις κουβέντες της παρηγοριάς, αυτό το πέρα δώθε λίκνισμα των λέξεων».
Στο σπίτι της θείας που τη φιλοξενεί, υπάρχει οργάνωση και τάξη, υπάρχουν κανόνες που τηρούνται με ευλάβεια. Οι επιτρεπόμενες συναναστροφές της είναι συγκεκριμένες και περιορισμένες. Η θεία την προσέχει, φροντίζει ώστε να είναι καθαρή και χορτάτη. Τα υπόλοιπα, ζεστασιά, τρυφερότητα, κατανόηση, ασφάλεια, είναι περιττά.
Ο μόνος άνθρωπος δίπλα στον οποίο η Μάγια νιώθει καλά, είναι ο Μάρεκ, ένας Πολωνός, πρώην εργάτης σε καταναγκαστικά έργα, ο οποίος δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του. Τον επισκέπτεται τα απογεύματα, της προσφέρει χυμό από βατόμουρα, της λέει ιστορίες από την πατρίδα του, της διαβάζει παραμύθια. Της ζητά να θυμάται αργότερα αυτές τις στιγμές, γιατί μέσα από τις δικές της αναμνήσεις, εκείνος θα αποκτά υπόσταση.
Η Μάγια πάει σχολείο, κάνει φίλους, μεγαλώνει, ερωτεύεται, αργότερα εγκαταλείπει το σπίτι της θείας και συγκατοικεί με το αγόρι της σε ένα σπίτι στην πόλη. Όμως, όσο κι αν είναι ερωτευμένη με τον Έριχ, όσο καλά κι αν περνάει, πάντα υπάρχει ένα κενό, κάτι που της λείπει και θέλει να ψάξει να το βρει, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει τι ακριβώς είναι αυτό. Θυμάται ελάχιστα πράγματα από το παρελθόν της, ήχους και μελωδίες, λόγια που της έλεγε η μητέρα της ή τραγούδια που της τραγουδούσε, όμως της είναι αδύνατο να ανακαλέσει τις λέξεις που άκουγε. Θυμάται μυρωδιές και χρώματα, αχνές, αποσπασματικές εικόνες της τότε ζωής της. Ρωτάει διαρκώς τη θεία της να της πει ό,τι ξέρει, όμως εκείνη θεωρεί ότι «από το παρελθόν δεν μπορείς να κόψεις κομμάτι, και ότι δεν χορταίνει κανείς από αδιάκοπα ερωτήματα». Οι ερωτήσεις έχουν νόημα μόνο όταν συνδέονται με την επιβίωση.
Η Καρολίνα Σούτι [Carolina Schutti] γεννήθηκε το 1976 στο Ίνσμπρουκ, όπου ζει ακόμα. Σπούδασε γερμανική φιλολογία, αγγλικές και αμερικανικές σπουδές, κιθάρα συναυλιών και κλασική φωνή. Μετά από αρκετά χρόνια διδασκαλίας και μετά το διδακτορικό της στον Elias Canetti, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και ακολούθησε μια θέση ως βοηθός ερευνητής στο Literaturhaus am Inn. Από το 2009-2013 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Brenner Forum στο Ίνσμπρουκ καθώς και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Brenner-Archiv. Οι δημοσιεύσεις της περιλαμβάνουν δοκίμια για λογοτεχνικές σπουδές, λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η Schutti έχει λάβει πολλά βραβεία για το λογοτεχνικό της έργο. |
Η μητρική γλώσσα ως διαρκής απουσία
Η ηρωίδα πολεμάει ενάντια στη λήθη και στην τάση απόκρυψης και μυστικοπάθειας που εισπράττει από τη θεία της. Ο βίαιος αποχωρισμός από τη μητρική αγκαλιά και η απώλεια της τότε ζωής της, την έχουν σημαδέψει. Η συγγραφέας επικεντρώνεται στην απώλεια της γλώσσας, θεωρώντας ότι η γλώσσα είναι ένα βασικό στοιχείο της ταυτότητας κάποιου, το οποίο όχι μόνο δηλώνει την καταγωγή, αλλά, ενίοτε, λειτουργεί σαν προστασία. Είναι μια λειτουργία που τοποθετεί το άτομο ως μέλος μιας ομάδας, παρέχοντάς του την επίγνωση ότι ανήκει σε αυτήν, ότι υπάρχει σχέση δούναι και λαβείν μεταξύ των μελών της, κι ότι αυτή η αλληλεπίδραση δεν περιορίζεται μόνο στα πρακτικά μέρη που αφορούν την επιβίωση, την επικοινωνία και τη συνεννόηση, αλλά συνδέεται με το συναίσθημα, αντανακλά τη λειτουργία του μυαλού και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
Ο βίαιος αποχωρισμός από τη μητρική αγκαλιά και η απώλεια της τότε ζωής της, την έχουν σημαδέψει.
Ο πολύ πρωτότυπος τίτλος δηλώνει την πεποίθηση της ηρωίδας, ότι ως παιδί, βίωσε ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές, ότι απόλαυσε την τρυφερότητα της μάνας, ότι δεν ήταν πάντα μόνη και ξένη, ότι αγαπήθηκε από κάποιους και υπήρξε γι’ αυτούς ξεχωριστή. Θέλει να βεβαιωθεί ότι διαθέτει αυτά τα απαραίτητα εφόδια για να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή της. Το κείμενο είναι ελλειπτικό και υπαινικτικό, αναθέτει στον αναγνώστη να υποθέσει, να φανταστεί, να πλάσει στο μυαλό του, όσα έχουν συμβεί στη ζωή της ηρωίδας, και τα οποία εκείνη αδυνατεί να θυμηθεί. Η αφήγηση άλλοτε είναι αντικειμενική και αποστασιοποιημένη κι άλλοτε εξομολογητική και εστιασμένη στα συναισθήματα και στις σκέψεις της Μάγιας, στη λαχτάρα της να φύγει από τις σκιές και να ξαναβρεί τις χαμένες λέξεις. Με λόγο κοφτό και στακάτο, με μια λιτότητα ποιητική, με πολλά συμβολικά στοιχεία, και με διαρκώς αιωρούμενη τη λαχτάρα για τρυφερότητα, η συγγραφέας μας χαρίζει ένα κείμενο ζωντανό, πυκνό, ενδιαφέρον και ιδιαίτερα απολαυστικό.
Μια νουβέλα για την οποία η συγγραφέας τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2015, και την οποία η Κατερίνα Λιάντζουρα μετέφρασε με τη δέουσα προσοχή και με τα καλύτερα αποτελέσματα.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στη θύμησή μου είναι τα πάντα σιωπηλά. Θυμάμαι ένα ήσυχο, κρύο σπίτι, όπου μόνο το ξύλινο πάτωμα τρίζει καθώς πηγαινοέρχεται η θεία: “Από το παρελθόν δεν μπορείς να κόψεις κομμάτι. Σώπα, σώπα. Να είσαι ευχαριστημένη με αυτά που έχεις”».