Για τη συλλογή διηγημάτων της Καταρίνα Μπέντιξεν [Katharina Bendixen] «Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι» (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Σκαρίφημα). Κεντρική εικόνα: Πίνακας της © Sasha Alexandra.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Είναι η πραγματικότητα κάποιων ανθρώπων από μόνη της τόσο παράξενη, διαφορετική και ακατανόητη, ή εκείνοι δεν διαθέτουν την ικανότητα να την κατανοήσουν και να τη διαχειριστούν; Για παράδειγμα, γίνεται να έχεις τόσα πολλά εγγόνια, τα οποία έχουν κατακλύσει κάθε δωμάτιο του σπιτιού, κάθε σημείο της αυλής, και να μην μπορείς να τα αντιμετωπίσεις ή να θεωρείς ότι κινδυνεύεις από αυτά; Μπορείς να βάλεις τη γυναίκα σου στην πρέσα σιδερώματος, όταν σου ανακοινώνει ότι περιμένει παιδί, επειδή δεν θέλεις σκοτούρες; Ή, για τον ίδιο λόγο, μπορείς να μην σηκώνεσαι από το κρεββάτι όταν σου χτυπάνε την πόρτα, αν και το σπίτι σου έχει πιάσει φωτιά; Αυτά κι άλλα πολλά συμβαίνουν στις ιστορίες της Καταρίνα Μπέντιξεν. Τα διηγήματα της συλλογής δεν είναι σαν τα διηγήματα που διαβάζουμε συνήθως, ούτε και οι ήρωές της λειτουργούν με συνηθισμένο τρόπο.
Πόνος, ενοχές, εμμονές και απωθημένα
Στο «Χορταράκι», ένα πεντάχρονο παιδί καταπλακώνεται από ένα τρακτέρ. Η ευθύνη για τον θάνατό του μοιράζεται στα τρία μέλη της οικογένειας: τους γονείς και τον μεγαλύτερο αδελφό. Για πολλά χρόνια, αρνούνται να αποδεχτούν την απώλεια και στηρίζουν ο ένας τον άλλον, κρατώντας την οικογένεια ενωμένη. Όταν αρχίζουν να αποδίδουν ευθύνες και να αλληλοκατηγορούνται, η οικογένεια διαλύεται.
Ένα ζευγάρι πάει τη γιαγιά στο γηροκομείο, όπου τη φροντίζουν καλά και είναι όλοι ευχαριστημένοι. Ή μήπως όχι; Γιατί, μετά από τρεις εβδομάδες που την επισκέπτονται, βρίσκουν κάτω από το ντουλάπι τη γάτα της ψόφια και κοκκαλωμένη; («Ένα σχέδιο που μας πάει»).
Μια μάνα περιμένει για χρόνια την κόρη της να γυρίσει από την Αφρική. Δείχνει στις γειτόνισσες καρτ ποστάλ τις οποίες υποτίθεται ότι στέλνει η κόρη, αλλά στην πραγματικότητα τις γράφει και τις στέλνει η ίδια η μητέρα. Ζει μέσα στο ψέμα, στην αναμονή μιας επίσκεψης που δεν πραγματοποιείται ποτέ. («Η Αφρική των καρτ-ποστάλ»).
Μια μάνα αρνείται να μιλήσει με τα παιδιά της στο τηλέφωνο, προσποιούμενη ότι είναι απασχολημένη. Φοβάται ότι θα ακούσει από αυτά πως δεν έχουν χρόνο για κουβέντες, και δεν αντέχει αυτή την απόρριψη.
Ένα άτεκνο ζευγάρι νοικιάζει και περιποιείται τον κήπο αρ. 170, στο σωματείο μικρών κήπων «Η Ν. Βραζιλία». Φτιάχνουν τον κήπο με τον τρόπο που θα άρεσε στα παιδιά που δεν απέκτησαν ποτέ, για να παίζουν εκεί, σε μια χώρα στην οποία θα ταξιδέψουν μόνο μέσα από τις σελίδες ενός ταξιδιωτικού οδηγού. («Ο κήπος με τις λίμνες βρόχινου νερού»).
Στο «Ιστορία της πόλης, ιστορία του χωριού», μια μάνα αρνείται να μιλήσει με τα παιδιά της στο τηλέφωνο, προσποιούμενη ότι είναι απασχολημένη. Φοβάται ότι θα ακούσει από αυτά πως δεν έχουν χρόνο για κουβέντες, και δεν αντέχει αυτή την απόρριψη.
Στο διήγημα που φέρει τον ίδιο τίτλο με τη συλλογή, βλέπουμε ένα παράξενο δέντρο, να μεγαλώνει στον κήπο μιας οικογένειας. Ένα δέντρο φτιαγμένο με μπουκάλια από ουίσκι. Οι δύο γονείς δεν έχουν καμιά επικοινωνία μεταξύ τους, ο πατέρας αλκοολικός, ένα παιδί που κακοποιείται. Το παιδί αυτό, ίσως και να γίνεται η αιτία να μεγαλώνει το δέντρο, καθώς πάει κρυφά και, με κάποιο τρόπο, το ποτίζει.
Το λογικό και το παράλογο και η πραγματική απόσταση μεταξύ τους
Οι ήρωες των διηγημάτων είναι άνθρωποι μόνοι, που δεν μπορούν να διαχειριστούν τη μοναξιά τους. Αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα της ζωής τους με έναν δικό τους τρόπο, δίνουν στα γεγονότα εξωπραγματικές διαστάσεις, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τον πόνο, την απώλεια, κάθε μικρή και μεγάλη δυσκολία της ζωής τους. Ζουν –μέσα στο μυαλό τους– νοσηρές και παράλογες καταστάσεις, αγκιστρωμένοι σε εμμονές και απωθημένα. Είναι γονείς που εγκαταλείπονται από τα παιδιά τους, είναι ζευγάρια σε σχέσεις καταστροφικές και αδιέξοδες, άνθρωποι με άνοια, που δεν αναγνωρίζουν τα ίδια τους τα παιδιά, ή άτομα που πεθαίνουν εν ώρα εργασίας, και κανείς δεν αντιλαμβάνεται τον θάνατό τους. Άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ μια ουσιαστική επικοινωνία με τους γύρω τους, και φέρουν, αρκετές φορές, ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την τωρινή τους κατάσταση. Άνθρωποι που ζουν σε προβληματικές οικογένειες, με κακοποίηση, φτώχεια, πόνο, αδιέξοδα.
Τα συναισθήματα δεν απουσιάζουν, όμως δεν ορίζονται, δεν δηλώνονται. Ίσως είναι τόσο δυνατά, που δεν μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίσει, να τα πολεμήσει, να τα εξηγήσει. Γι’ αυτό τα αγνοεί και κάνει σαν να είναι όλα φυσιολογικά.
Οι ήρωες της Μπέντιξεν δεν έχουν ονόματα, παρά μόνο ιδιότητες: μάνα, πατέρας, γιος, κόρη, σύζυγος. Είναι άνθρωποι άγνωστοι, ανώνυμοι, που κανείς δεν θα μνημονεύσει το πέρασμά τους από αυτή τη ζωή. Άνθρωποι των οποίων η ζωή μεταβάλλεται οριστικά και αμετάκλητα, και η μεταβολή αυτή οδηγεί στη συντριβή τους. Μπορεί να είμαι εγώ, μπορεί να είσαι εσύ, μπορεί να είναι ο καθένας, ανεξάρτητα από τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο που ζει.
Στα είκοσι ένα διηγήματα της συλλογής παρατηρούμε την προσπάθεια των ηρώων να ξεφύγουν από μια κατάσταση δύσκολη, που συχνά τους ξεπερνά, από μια ζωή-φυλακή, από την οποία αδυνατούν να δραπετεύσουν. Δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα, καθώς, γι’ αυτούς, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας δεν είναι πάντα διακριτά. Τα συναισθήματα δεν απουσιάζουν, όμως δεν ορίζονται, δεν δηλώνονται. Ίσως είναι τόσο δυνατά, που δεν μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίσει, να τα πολεμήσει, να τα εξηγήσει. Γι’ αυτό τα αγνοεί και κάνει σαν να είναι όλα φυσιολογικά. Όταν ένα πρόβλημα δεν ονομάζεται, δεν γίνεται αποδεκτό, άρα, μπορεί και να μην υπάρχει. Μπορεί –και θα ήθελαν– να είναι της φαντασίας τους. Ιστορίες ανατριχιαστικές που λέγονται με τον πιο απλό τρόπο, αλλά και καταστάσεις παράλογες που θεωρούνται φυσικές ή και το αντίστροφο.
Η Καταρίνα Μπέντιξεν γεννήθηκε το 1981 στη Λειψία, όπου ζει σήµερα. Σπούδασε βιβλιολογία στη Λειψία και ισπανική φιλολογία στο Αλικάντε. Είναι υπεύθυνη σύνταξης του λογοτεχνικού περιοδικού poetin, µεταφράζει βιβλία για παιδιά και εφήβους από τα αγγλικά και αρθρογραφεί σε διάφορα έντυπα, µεταξύ των οποίων και στην ανεξάρτητη, µαρξιστική καθηµερινή εφηµερίδα “die junge Welt”. Είναι αντιπρόεδρος του Λογοτεχνικού Συµβουλίου Σαξονίας και µέλος του Κέντρου PEN Γερµανίας. Το δέντρο µε τα µπουκάλια του ουίσκι είναι το πρώτο της βιβλίο (2009). Ακολούθησαν μια συλλογή διηγηµάτων και ένα µυθιστόρηµα. Έχει εκδώσει επίσης τρία παιδικά βιβλία. |
Λόγος λιτός, στεγνός, κοφτός, χωρίς στολίδια, με επαναλήψεις φράσεων που δίνουν ένταση και τόνο στο κείμενο. Όλα λέγονται απλά και φυσικά, σαν να είναι καθημερινά και αναμενόμενα, με μια αλήθεια που τσακίζει κόκαλα. Ρεαλισμός και σουρεαλισμός σε ίσες δόσεις. Η συγγραφέας στέκεται απέναντι, παρατηρεί τους παγιδευμένους στην καθημερινότητα ήρωές της, παρατηρεί τις αλλαγές στη ζωή τους, την προσπάθειά τους να ξεφύγουν από αυτό που τους συμβαίνει, βλέπει την τελική συντριβή τους, και κάνει μια δημοσιογραφική καταγραφή αυτών των εικόνων.
Οι ήρωες της Μπέντιξεν δεν έχουν μέτρο, ανεξάρτητα από το πόσο σοβαρό είναι αυτό που τους συμβαίνει. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι πράξεις τους είναι στα άκρα, είναι της υπερβολής, προς κάθε κατεύθυνση. Βουτούν σε ψευδαισθήσεις, πνίγονται σε μια δυστυχία απέραντη σαν τη θάλασσα, σκοτεινή και χαώδης. Η συγγραφέας, ιχνηλατώντας τα κρυφά μονοπάτια ψυχισμών που βρίσκονται υπό κατάρρευση, τονίζει σε συνέντευξή της, ότι, μέσω του σοκ, προσπαθεί να αποδώσει πράγματα, τα οποία δεν είναι ορατά με μια πρώτη ματιά. Επίσης σημειώνει ότι στις μέρες μας υπάρχει μια γενικότερη τάση προς τον ατομικισμό, την ώρα που ένας άνθρωπος ο οποίος ανήκει σε μια κοινότητα, σε μια ομάδα, μπορεί να τα καταφέρει πολύ καλύτερα σε καταστάσεις σαν αυτές που αντιμετωπίζουν οι ήρωές της.
Η μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη αποδίδει την κοφτερή, ειλικρινή γλώσσα του κειμένου και το κλίμα της εφιαλτικής καθημερινότητας των πρωταγωνιστών του βιβλίου.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όταν ο αδελφός μου ήτανε πέντε χρονών, τον πάτησε ένα τρακτέρ, και ενώ το τρακτέρ το οδηγούσε ο πατέρας μου, δεν έφταιγε μόνο εκείνος για τον θάνατο του αδελφού μου, αλλά το φταίξιμο το είχαμε τρία άτομα. Η μάνα μου ήτανε στην κουζίνα και πρόσεχε απ’ το παράθυρο τον αδελφό μου, που έπαιζε στον ήλιο δίπλα στο σπίτι. Για μια στιγμή όμως, αντί να κοιτάζει έξω, κοίταξε τον πουρέ με τις πατάτες, που έκανε μεγάλες φουσκάλες μέσα στην κατσαρόλα. Με δυνατές κινήσεις ανακάτευε τον πουρέ, αντί να ‘χει τα μάτια της στον αδελφό μου. Εγώ έπρεπε να κάνω σήματα στον πατέρα μου για να παρκάρει στο κενό ανάμεσα στον σφένδαμο και την αποθήκη. Ο αδελφός μου καθότανε ανακούρκουδα στον τοίχο της αποθήκης, περιεργαζότανε κάτι χορταράκια, τα έκοβε σε στενές λωρίδες και τα σήκωνε και τα κοίταζε στον ήλιο».