Για το μυθιστόρημα του Ματέο Γκαρσία Ελισόντο [Mateo García Elizondo] «Ραντεβού με τη Λαίδη» (μτφρ. Αγγελική Αλεξοπούλου, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του © Tomas Harker.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Μπορεί κάποιος να έχει πεθάνει και να μην το ξέρει; Ή να βρίσκεται εν ζωή και η μόνη του επιθυμία να είναι η μετάβαση στον άλλο κόσμο; Ένας άντρας αγνώστων στοιχείων φτάνει στο Σαποτάλ, ένα χωριό στις εσχατιές της γης, εκεί που τελειώνουν οι άνθρωποι, περιμένοντας να πεθάνει επιτέλους, κάνοντας χρήση και λαμβάνοντας παραπανίσια δόση ηρωίνης. Με τα τελευταία του χρήματα νοικιάζει για μικρό διάστημα ένα δωμάτιο, σίγουρος ότι θα είναι το τελευταίο μέρος που θα κατοικήσει. Έχει μαζί του ένα τενεκεδάκι με τα σύνεργα της χρήσης, κι ένα τετράδιο, όπου καταγράφει την καθημερινότητά του, για να μην νιώθει μόνος.
Το βασίλειό του για ένα ραντεβού μαζί της
Οι άνθρωποι του χωριού τον αποφεύγουν, και τον φωνάζουν Μουερτίτο, υποκοριστικό του νεκρού, κάποιοι ούτε καν τον βλέπουν. Σέρνεται σκελετωμένος κι αδύναμος στους σκονισμένους δρόμους, αναζητώντας κάτι που θα τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Όταν δεν βρίσκει τίποτα, μαζεύει το δηλητήριο από τους σκορπιούς που αφθονούν στην περιοχή και το ρίχνει στις φλέβες του. Τρώει ελάχιστα, καπνίζει όπιο και βυθίζεται σε λήθαργο. Παραπαίει ανάμεσα στα όνειρα και στην πραγματικότητα, αδυνατώντας να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ τους. Ένας ζωντανός νεκρός, που ψάχνει διαρκώς τη δόση του, ελπίζοντας ότι θα τον βγάλει, έστω για λίγο, από τη μιζέρια και θα του χαρίσει γαλήνη κι ευτυχία.
Τρώει ελάχιστα, καπνίζει όπιο και βυθίζεται σε λήθαργο. Παραπαίει ανάμεσα στα όνειρα και στην πραγματικότητα, αδυνατώντας να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ τους.
Στις στιγμές της διαύγειάς του αναγνωρίζει ότι τα ναρκωτικά τον καταστρέφουν, ότι κάνουν τον εγκέφαλό του αλοιφή και ότι δεν μπορεί πια να εμπιστεύεται αυτά που βλέπει κι αυτά που ακούει. Στο παρελθόν είχε κάνει προσπάθειες απεξάρτησης, αλλά δεν απέδωσαν. Και του φαίνεται γελοία και ανυπόστατη η γνωμάτευση των ψυχολόγων ότι «έκανε χρήση για να τραβήξει την προσοχή του πατέρα του, γιατί αποζητούσε την αγάπη, γιατί του έλειπε η μαμά του», η οποία πέθανε στη γέννα και δεν τη γνώρισε ποτέ. Εκείνος ξέρει ότι νιώθει απροστάτευτος, ότι φοβάται. Μόνο η Λαίδη –έτσι ονομάζει την ηρωίνη– τον βοηθάει να αφεθεί, τον αποκοιμίζει. «Όταν κάνει χρήση ηρωίνης, είναι πανευτυχής, νιώθει πανίσχυρος, αισθάνεται ότι είναι ικανός για τα πάντα κι ότι μπορεί να τα καταφέρει». Η ηρωίνη και η απόκτησή της καταλαμβάνει τον χώρο όλων των πραγμάτων, και γίνεται αυτοσκοπός η συνάντηση μαζί της, όποιο κι αν είναι το τίμημα κάθε φορά.
Ο Ματέο Γκαρσία Ελισόντο γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού το 1987. Είναι εγγονός δύο εκλιπόντων επιφανών λογοτεχνών, του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (από την πλευρά του πατέρα του) και του Σαλβαδόρ Ελισόντο (από την πλευρά της μητέρας του). Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Γουέστμινστερ. Στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Λονδίνου έκανε το μεταπτυχιακό του. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε μέσα όπως το National Geographic Traveler Mexico και το PijamaSurf. Έχει γράψει το σενάριο της ταινίας Desierto (2015), στην οποία απονεμήθηκε το Ειδικό Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο Φεστιβάλ του Τορόντο, καθώς και σενάρια για μικρού μήκους ταινίες. Έχει δημοσιεύσει κείμενα μυθοπλασίας σε διάφορα έντυπα (Epoka Magazine, Revista Alba). Ως κομίστας έχει συνεργαστεί με ποικίλους αντίστοιχους εκδότες (WP Comics Ltd, Premier Comics, Swampline Comics) και περιοδικά (Entropy). Το πρώτο του μυθιστόρημα Ραντεβού με τη Λαίδη απέσπασε το λογοτεχνικό Βραβείο της Πόλης της Βαρκελώνης για το έτος 2019. |
Μοναξιά, σκοτάδι και θάνατος παντού
Όλες του οι σκοτούρες έχουν υποταχτεί στην αναζήτηση της Λαίδης. Βρίσκεται σε ένα χωριό-φάντασμα, όπου κυριαρχεί η ερήμωση, η εγκατάλειψη και η μοναξιά, κι όπου ο θάνατος παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Τα σπίτια του χωριού φαίνονται ακατοίκητα, τα παράθυρα είναι μισοφωτισμένα, αλλά κανείς δεν ανοίγει όταν εκείνος χτυπάει την πόρτα. Κάποιες στιγμές νομίζει ότι βλέπει ανθρώπους να περνούν, ακούει τις φωνές τους, αλλά την επόμενη στιγμή δεν υπάρχει κανείς εκεί. Καθώς περιπλανιέται στο χωριό ψάχνοντας τη δόση του, χάνει την αίσθηση του χρόνου, αποκοιμιέται όπου βρεθεί, κι όταν ξυπνάει, δεν ξέρει αν ήταν εκεί για ώρες ή για μέρες. Βασανίζεται από παραισθήσεις, βλέπει τα αντικείμενα να μεταμορφώνονται, βλέπει παντού τους παλιούς του φίλους, άλλοτε να έχουν γίνει αγάλματα κι άλλοτε να του μιλούν, ξαναζεί τις ευτυχισμένες στιγμές μαζί τους, όπως και με την αγαπημένη του, που πέθανε πριν από αυτόν, βλέπει τον πατέρα του, που ποτέ δεν τον αγκάλιασε όπως η Λαίδη. Όσο μειώνεται η επαφή του με την πραγματικότητα, τόσο περισσότερο ζει με τις αναμνήσεις και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Τους έχει χάσει όλους, ακόμα και το σκυλί του, και αυτή η μοναξιά τον τρομάζει, γι’ αυτό βιάζεται να πάει να τους βρει.
Τους έχει χάσει όλους, ακόμα και το σκυλί του, και αυτή η μοναξιά τον τρομάζει, γι’ αυτό βιάζεται να πάει να τους βρει.
Δεν είναι σίγουρος αν ζει ή αν πέθανε, κι αυτή του η αμφιβολία επιτείνεται από το γεγονός ότι έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τους πεθαμένους, κι όχι μόνο με εκείνους που είχε γνωρίσει όσο ζούσαν. Άγνωστοι νεκροί έρχονται και τον βρίσκουν, ζητώντας τη βοήθειά του. Του ζητούν να μεταφέρει μηνύματα στους δικούς τους, να τακτοποιήσει θέματα που εκείνοι άφησαν στη μέση πεθαίνοντας. Αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες τους, και το παράλογο του πράγματος τον φέρνει στα όρια της τρέλας. Αυτοσαρκάζεται διαρκώς, γνωρίζοντας πως μόνο ο θάνατος μπορεί να τον γλιτώσει από αυτό το μαρτύριο.
Το μυθιστόρημα, ακολουθώντας την παράδοση της μεξικάνικης λογοτεχνίας, μάς παρουσιάζει έναν ήρωα για τον οποίο η ζωή έχει μικρή σημασία, ο αυτοαφανισμός αποτελεί μια συνειδητή επιλογή, κι ο θάνατος είναι η φυσική του κατάσταση, ο στόχος και η ελπίδα του. Με λόγο που ρέει αβίαστα, διατηρώντας τον παλμό και τη ζωντάνια του από την αρχή ως το τέλος της ανάγνωσης, με ποιητική διάθεση και με ελαφρά ειρωνικό τόνο, ο συγγραφέας περιγράφει με γλαφυρότητα το πώς νιώθει και πώς συμπεριφέρεται ένας χρήστης, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι ίσως να βρέθηκε κάποια στιγμή και ο ίδιος σε αυτή την κατάσταση. Οι περιγραφές των παραισθήσεων του εθισμένου ήρωα είναι άκρως ρεαλιστικές, και εκείνες στις οποίες καταλαμβάνεται από το στερητικό σύνδρομο, προκαλούν ανατριχίλα. Ο συγγραφέας επιχειρεί και τα καταφέρνει να συνοδέψει τον αναγνώστη σε μια καταβύθιση στην κόλαση, εκεί όπου το σύνορο ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς, είναι δυσδιάκριτο. Κι ο αναγνώστης παρασύρεται σε αυτή τη σκοτεινή δίνη, μακαρίζοντας τον εαυτό του που δεν βρίσκεται στη θέση του ήρωα.
Η μετάφραση της Αγγελικής Αλεξοπούλου αποδίδει επαρκώς το κλίμα που επικρατεί στα ερεβώδη μονοπάτια του εθισμού, καθώς επίσης την απαισιοδοξία και την μοναξιά του ήρωα, που ζει περιμένοντας να πεθάνει.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Εγώ το ξέρω πως εδώ και καιρό ο εγκέφαλός μου έχει γίνει αλοιφή από τα ναρκωτικά, ότι δεν μπορώ να εμπιστευτώ το τι βλέπω και το τι ακούω. Ξέρω ότι είμαι ανίκανος να ξεχωρίσω τα όνειρα του οπίου από τη καθημερινή μου ζωή, και είναι παράλογο να πιστεύω ότι μπορώ να ακούω τους νεκρούς, αλλά όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο βγάζει νόημα. Είμαι τόσο κοντά στο να είμαι ένας από αυτούς, ώστε το σύνορο που μας χωρίζει έχει γίνει εξαιρετικά αδιόρατο, ίσως προς στιγμήν μάλιστα παύει να υπάρχει. Πάει καιρός που μου συμβαίνει, μόνο που δυσκολεύομαι να το θυμάμαι όταν είμαι ξύπνιος. Λες και είμαι ήδη ένας από αυτούς, ένα πνεύμα που αγκιστρώνεται με πείσμα στο πτώμα που κουβαλάει».