Για το μυθιστόρημα της Μαρέντε ντε Μόορ [Marente de Moor] «Η Ολλανδή παρθένος» (μτφρ. Γιάννης Ιωαννίδης), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Το μυθιστόρημα έχει βραβευτεί στην Ολλανδία με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Πόσο άμοιρος ευθυνών μπορεί να θεωρηθεί κάποιος που παρακολουθεί μια διένεξη, η οποία έχει άσχημες συνέπειες για τους εμπλεκόμενους και αποφεύγει να πάρει θέση; Πόσο αθώος είναι κάποιος που δεν τάσσεται με το μέρος κανενός σε έναν πόλεμο καταστροφικό και άδικο;
Το καλοκαίρι του 1936, η δεκαοκτάχρονη Γιάννα, κόρη γιατρού, ταξιδεύει από το Μάαστριχτ της Ολλανδίας για να βρεθεί στο Ράρεν, ένα αγρόκτημα στην περιοχή του Άαχεν. Το αγρόκτημα ανήκει στον μετρ Έγκον φον Μπέττιχερ, Γερμανό αριστοκράτη, παλιό φίλο του πατέρα της. Σκοπός του ταξιδιού της είναι να τελειοποιήσει τις γνώσεις της στην ξιφασκία και να διδαχθεί τα μυστικά του αθλήματος από τον μετρ.
Στο ίδιο αγρόκτημα έρχονται για μάθημα ξιφασκίας και οι δίδυμοι γιοι της Γιούλια, μιας εντυπωσιακής γυναίκας που σχετίζεται με τον Φον Μπέττιχερ.
Στο ίδιο αγρόκτημα έρχονται για μάθημα ξιφασκίας και οι δίδυμοι γιοι της Γιούλια, μιας εντυπωσιακής γυναίκας που σχετίζεται με τον Φον Μπέττιχερ. Τα δύο αγόρια, λίγο μικρότερα από τη Γιάννα, διαθέτουν εντυπωσιακή εμφάνιση και έχουν μια ιδιότυπη σχέση μεταξύ τους αλλά και το καθένα με τον εαυτό του. Φιλάρεσκοι και μάλλον ανώριμοι, διεκδικούν τη Γιάννα, ο καθένας με τον τρόπο του, και απολαμβάνουν τις χαρές της ηλικίας τους χωρίς να βιάζονται να ενηλικιωθούν.
Η Γιάννα, αν και δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητη από την ομορφιά τους, αφιερώνει όλη της την προσοχή στον μετρ, ο οποίος ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία πάνω της. Ερωτεύεται αυτόν τον Ουσάρο ο οποίος λατρεύει το αριστοκρατικό του άλογο, τον απρόσιτο, αινιγματικό και μυστηριώδη άνδρα, που έχει την ηλικία του πατέρα της. Προσπαθεί να εξιχνιάσει τα κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος του και να βρει απαντήσεις στο γιατί καταστράφηκε η σχέση των δύο ανδρών.
Ανεπίδοτη αλληλογραφία
«Γιατί γράφουμε γράμματα; Για να δικαιώσουμε το παρελθόν ή το μέλλον;» Το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με μια επιστολή. Η Γιάννα ανακαλύπτει ότι υπάρχουν πολλές επιστολές του πατέρα της προς τον Φον Μπέττιχερ, τις οποίες εκείνος κρατά φυλαγμένες στο συρτάρι του, όπως επίσης και πολλές επιστολές από κείνον, με παραλήπτη τον πατέρα της, τις οποίες ο μετρ δεν έστειλε ποτέ. Η ύπαρξη πλούσιας αλληλογραφίας μεταξύ των δύο ανδρών από την εποχή του πολέμου ακόμα, εξάπτει την περιέργειά της και την οδηγεί να παραβιάσει τα συρτάρια του γραφείου του.
Μέσα από την ανάγνωση των επιστολών, η Γιάννα μαθαίνει για τον τραυματισμό του Φον Μπέττιχερ στον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, για τη μεταφορά του από τον πατέρα της στο Βέλγιο και στη συνέχεια σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ολλανδία, γεγονός που του έσωσε τη ζωή, αλλά του στέρησε τον τίτλο του ήρωα, και τον φόρτωσε με αισθήματα ντροπής και ενοχής, επειδή εκείνος έμενε άπραγος, την ώρα που οι σύντροφοί του έχαναν τη ζωή τους, γεγονός για το οποίο δεν συγχώρησε ποτέ ούτε τον εαυτό του ούτε και τον φίλο του.
Πρωταγωνίστρια η ξιφασκία
Η συγγραφέας υπήρξε αθλήτρια της ξιφασκίας, την οποία θεωρεί όχι απλώς ένα άθλημα, αλλά μια τέχνη που έχει να κάνει με τα όρια και την υπέρβασή τους, με τα ρίσκα που πρέπει να πάρεις την ώρα του αγώνα. Οι γνώσεις που διαθέτει πάνω στο θέμα είναι εμφανείς σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του μυθιστορήματος. Στις σελίδες του βιβλίου παρατίθενται περιγραφές αγώνων, λεπτομερείς αναφορές στη στάση των αθλητών, στους κανόνες του αθλήματος, το είδος των όπλων, την ιδιαίτερη προετοιμασία πριν τον αγώνα. Η συγγραφέας επικεντρώνεται στην ισορροπία, τη συμμετρία, την υπομονή και την ταχύτητα, ως κύρια χαρακτηριστικά του καλού ξιφομάχου, τον υπολογισμό των προβλεπόμενων κινήσεων του αντιπάλου, ως προϋπόθεση της νίκης.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον Girard Thibault, τον μεγάλο δάσκαλο της ξιφασκίας και στην -προχωρημένη για τον δέκατο έβδομο αιώνα- εκπαιδευτική του μέθοδο. Ο Thibault είναι συγγραφέας ενός εγχειριδίου, του Academie de l’ Espee, στο οποίο υποστηρίζει έναν τρόπο ξιφομαχίας εντελώς ασυνήθιστο για τα δεδομένα της εποχής όσον αφορά στη στάση του σώματος των αθλητών και στον τρόπο που κινούνται στον αγωνιστικό χώρο, και όπου τονίζει ότι ένας ξιφομάχος πρέπει να χρησιμοποιεί τη λογική και τη γεωμετρία για να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. «Η γεωμετρία είναι η καλύτερη επιστήμη δια την τέχνην της ξιφασκίας. Μαθαίνει εις τον ξιφομάχο να σκέφτεται λογικά και μεθοδικά, χωρίς να τον παρεμποδίζουν τα συναισθήματα. Ένας καλός ξιφομάχος διατηρεί την ψυχραιμία του, απελευθερωμένος εκ των συναισθημάτων εκδίκησης, σταθμίζει τον αντίπαλό του εξ αποστάσεως». Μόνο έτσι μπορεί να γίνει κανείς άτρωτος, που είναι και το μεγάλο ζητούμενο.
Ο Thibault είναι συγγραφέας ενός εγχειριδίου στο οποίο υποστηρίζει έναν τρόπο ξιφομαχίας εντελώς ασυνήθιστο για τα δεδομένα της εποχής όσον αφορά στη στάση του σώματος των αθλητών και στον τρόπο που κινούνται στον αγωνιστικό χώρο, και όπου τονίζει ότι ένας ξιφομάχος πρέπει να χρησιμοποιεί τη λογική και τη γεωμετρία για να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Στο αγρόκτημα του Φον Μπέττιχερ, εκτός από τα μαθήματα, διοργανώνονται και Μενσούρ, δηλαδή αγώνες, στους οποίους οι αθλητές είναι διατεθειμένοι να υποστούν αληθινά τραύματα, έτσι ώστε να φαίνεται ότι αγωνίστηκαν, ότι έχουν εμπειρία, ότι η ζωή άφησε τα σημάδια της πάνω τους. Θέλουν να αποδείξουν την αξία και τις ικανότητές τους, την απουσία του φόβου και το περίσσιο θάρρος τους. Η Γιάννα γίνεται μάρτυρας τέτοιων αγώνων, και νιώθει άσχημα που δεν μπορεί να εμποδίσει τους άνευ λόγου τραυματισμούς των αθλητών.
Παράλληλα, μεταξύ εκείνων που παρακολουθούν τους αγώνες, αλλά και των κάθε λογής επισκεπτών του αγροκτήματος, γίνονται πολλές συζητήσεις σχετικά με το άθλημα και τη σωστή εξάσκησή του, για τους κώδικες τιμής, για τον ηρωισμό και τη γενναιότητα. Επίσης, για το τι συμβαίνει στη χώρα, η οποία μετά τον πόλεμο γνώρισε την παρακμή και τη διάλυση, καθώς ο θάνατος έδιωξε τη λογική και την ευπρέπεια. Οι άνθρωποι προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους. Η συγγραφέας προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση για τους λόγους για τους οποίους πολλοί Γερμανοί συμπαθούν τον Χίτλερ, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, υπόσχεται την αναστήλωση της χώρας. Το τι επακολούθησε, είναι σε όλους γνωστό.
Η Μαρέντε ντε Μόορ (Marente de Moor) γεννήθηκε στη Χάγη το 1972. Τη δεκαετία του ’90 έζησε στη Ρωσία, όπου σπούδασε θέατρο. Επιστρέφοντας στην Ολλανδία, εργάστηκε ως συντάκτρια στα περιοδικά Elsevier και HP/De Tijd. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα, μια νουβέλα, μια συλλογή διηγημάτων και έναν τόμο με άρθρα της από την περίοδο που ζούσε στη Ρωσία και έγραφε για το ολλανδικό περιοδικό De Groene Amsterdammer. Το 2010 εκδίδεται το μυθιστόρημά της De Nederlandse maagd (Η Ολλανδή παρθένος), το οποίο έγινε δεκτό με διθυραμβικές κριτικές και απέσπασε το AKO Literature Prize το 2011 και στη συνέχεια το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2014. Έχει μεταφραστεί ήδη σε 16 γλώσσες. |
Ουδετερότητα: παρθενία ή συνενοχή;
Το διάστημα που ο Φον Μπέττιχερ ήταν στο στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ολλανδία, μπορούσε να στέλνει γράμματα δύο φορές το μήνα. Τα γραμματόσημα που τους έδιναν στο στρατόπεδο εικόνιζαν την Ολλανδή παρθένο, η οποία κρατούσε στα χέρια της ένα δόρυ. «Έδειχνε αρρενωπή, με έναν στιβαρό θώρακα και φρυγικό σκούφο στο κεφάλι.» Η Παρθένος ήταν το σύμβολο της κεκτημένης ελευθερίας. Η επιλογή του τίτλου σαφώς αναφέρεται στην ουδετερότητα την οποία κράτησε η Ολλανδία κατά τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, και για την οποία ήταν υπερήφανη. Επεδίωξε να μείνει ουδέτερη κι αμόλυντη από συνέπειες και καταστροφές, διατηρώντας την αγνότητα της παρθένου, και κρατώντας ίσες αποστάσεις και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
Η συγγραφέας μας δίνει μια εικόνα της γερμανικής κοινωνίας τον καιρό του μεσοπολέμου. Στον απόηχο του α’ παγκοσμίου πολέμου, του οποίου οι ολέθριες συνέπειες είναι ορατές, συναντάμε νέους ανθρώπους, όπως είναι τα δίδυμα αδέλφια, οι οποίοι σχεδόν δεν έχουν καταλάβει τι έχει συμβεί, ούτε και έχουν τη διάθεση να μπουν στη διαδικασία να καταλάβουν. Δεν ενδιαφέρονται για την κατάσταση που επικρατεί, δεν προβληματίζονται για το τι θα γίνει στη συνέχεια, και αυτό που θέλουν είναι να βιώσουν αυτά που επιτάσσει η ηλικία και οι ανάγκες τους. Συναντάμε όμως κι ένα κορίτσι το οποίο πριν χανόταν σε ρεμβασμούς και ονειροπολήσεις, και τώρα ενηλικιώνεται, γνωρίζει τον έρωτα, και αρχίζει να μυείται στα θέματα που απασχολούν τους ενήλικες σχετικά με το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο. Φεύγοντας από εκεί, θα είναι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.
Θα δούμε ανθρώπους που έζησαν πείνα και φτώχεια και δεν θέλουν με τίποτα να το ξαναζήσουν. Προσπαθούν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους και είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα γι’ αυτό. Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που πιστεύουν στις ιδέες τους, τις υποστηρίζουν και δεν φοβούνται να υποστούν τις συνέπειες. Έχουμε ανθρώπους που υποτάσσονται στην εκδικητική τους μανία, και άλλους που αγωνίζονται να την σταματήσουν. Έχουμε και ανθρώπους οι οποίοι καθοδηγούμενοι από τη δύναμη της φιλίας παρακάμπτουν την ουδετερότητα της χώρας τους και θεωρούν χρέος τους να ρισκάρουν.
Με την αμεσότητα της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, με την ορμητικότητα της ηλικίας της νεαρής ξιφομάχου και με τη σταδιακή παράθεση των πληροφοριών για τα γεγονότα του παρελθόντος, στα οποία με δυσκολία αναφέρονται οι δύο εμπλεκόμενοι, η συγγραφέας κλιμακώνει την αγωνία του αναγνώστη και χτίζει μια ιστορία με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, εκείνη που επικρατεί στην Ευρώπη τον καιρό του μεσοπολέμου, όπου διαμορφώνεται το εθνικιστικό πνεύμα και εξαπλώνεται ταχύτατα, με αποτέλεσμα να επηρεάσει καθοριστικά την έκβαση των γεγονότων για ολόκληρο τον κόσμο. Ένα πολύ ενδιαφέρον σκηνικό, στο οποίο η νεαρή ηρωίδα, ωθούμενη από τη νεανική της έξαψη και την περιέργεια για το άγνωστο και το απαγορευμένο, ολοκληρώνει το ταξίδι της και φτάνει στην ενηλικίωση.
Η μετάφραση του Γιάννη Ιωαννίδη υπηρετεί ικανοποιητικά τους στόχους της συγγραφέως, και μεταφέρει με επιτυχία το κλίμα έντασης, αστάθειας και αβεβαιότητας που υπήρχε πριν από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι ξιφομάχοι έχουν μια σχέση έρωτα-μίσους με τη μάσκα τους. Προστατεύει τα μάτια τους, αλλά εμποδίζει την ορατότητά τους. Κρύβει την ανασφάλειά τους, αλλά και το βλέμμα του αντιπάλου, το οποίο μπορεί να σκοτώνει. Κάθε ξιφομάχος, στο τελευταίο δευτερόλεπτο μιας επίθεσης, έχει διακρίνει κάποτε ένα ειρωνικό γελάκι στο λεπτό πλέγμα απέναντί του, κι έχει νιώσει τη λαβή του να χαλαρώνει. (…)
Όταν συνειδητοποιήσεις ότι ο εχθρός δεν διαφέρει στην πραγματικότητα και πολύ από σένα, θα καταφέρεις με έναν απλό υπολογισμό να προβλέψεις την έκταση των κινήσεών του. Γιατί θα πρέπει να πέσεις λοιπόν σαν άγριο ζώο πάνω στο θύμα σου; Μόνον μέσω της λογικής, ο άνθρωπος παραμένει άτρωτος. Όχι κυματίζοντας σημαίες, υψώνοντας φτερά και ουρλιάζοντας στο δάσος».