Για το μυθιστόρημα της Χάνε Έρσταβικ (Hanne Orstavik) «Αγάπη» (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτη, εκδ. Καστανιώτη).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Οι άνθρωποι οι οποίοι διαμένουν σε ένα σπίτι, βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση, τουλάχιστον όσον αφορά το σώμα τους. Συχνά όμως, ο καθένας από αυτούς, ζει σε μια πραγματικότητα προσωπική, χτίζει έναν δικό του, εντελώς ξεχωριστό κόσμο. Η απόσταση ανάμεσα στους κόσμους των ανθρώπων που ζουν κάτω από την ίδια στέγη είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερη από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, και οι συνέπειες που απορρέουν από αυτή την απόσταση, ενίοτε, μπορεί να γίνουν ολέθριες. Μόνο η αγάπη έχει την ικανότητα να γεφυρώνει τέτοιες αποστάσεις. Πόσο εύκολο όμως είναι να διακρίνει κανείς πού σταματάει η αγάπη και πού αρχίζει η αδιαφορία; Και ποια είναι η σχέση της αγάπης με τη δέσμευση και την ελευθερία;
Η Βίμπεκε, μια νέα κι όμορφη γυναίκα, μετακομίζει σε ένα χωριό κάπου στα βόρεια της Νορβηγίας, μαζί με τον Γιον, τον οκτάχρονο γιο της. Εκείνη έχει προσληφθεί στην Κοινότητα, στο τμήμα Πολιτισμού, και είναι πολύ ευχαριστημένη από τη νέα της δουλειά. Είναι επίσης ευχαριστημένη από τον εαυτό της, από την εικόνα της γυναίκας που βλέπει στον καθρέφτη της. Κι ενώ της αρέσει να απομονώνεται, αγκαλιά με ένα καλό βιβλίο, δεν θέλει να χάνει και τις απολαύσεις που μπορεί να της χαρίσει η ηλικία και η καλή της εμφάνιση.
Κι ενώ της αρέσει να απομονώνεται, αγκαλιά με ένα καλό βιβλίο, δεν θέλει να χάνει και τις απολαύσεις που μπορεί να της χαρίσει η ηλικία και η καλή της εμφάνιση.
Ο οκτάχρονος Γιον, μετά το σχολείο, είναι μόνος στο σπίτι και περιμένει να ακούσει τον θόρυβο του αυτοκινήτου και την ήχο των βημάτων της μητέρας του. Από το παράθυρό του παρατηρεί το πεσμένο στο δρόμο χιόνι και υπολογίζει τις χιλιάδες νιφάδες από τις οποίες αποτελείται μια χιονόμπαλα, φαντάζεται το μοναδικό σχήμα της κάθε μιας από αυτές. Ονειρεύεται ότι «οδηγεί ένα τρένο που πηγαίνει στην Κίνα, φτάνει στο Σινικό Τείχος, ανεβοκατεβαίνει, έχει θέα τα λευκοντυμένα βουνά κι ένα ποτάμι πέρα μακριά».
Βίοι παράλληλοι
Η Βίμπεκε και ο Γιον ζουν στο ίδιο σπίτι, όμως ο καθένας έχει το πρόγραμμά του, τις ασχολίες του, και συναντιούνται κυρίως την ώρα του φαγητού. Τις υπόλοιπες ώρες απομονώνονται εκείνος στο δωμάτιό του κι εκείνη στο δικό της. Δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ενημερώσουν ο ένας τον άλλον, όταν αποφασίζουν να βγουν από το σπίτι.
Εκείνο το βράδυ, βρίσκοντας τη βιβλιοθήκη του χωριού κλειστή, η Βίμπεκε περνάει από το περιοδεύον λούνα παρκ, όπου γνωρίζει τον Τομ. Τον ακολουθεί στο τροχόσπιτό του και στη συνέχεια πηγαίνουν για ποτό. Την ίδια ώρα ο Γιον, ο οποίος την άλλη μέρα θα γίνει εννιά χρονών, αποφασίζει να βγει μια βόλτα για να μην είναι μέσα στα πόδια της μητέρας του, όσο εκείνη κάνει τις υποτιθέμενες ετοιμασίες για τα γενέθλιά του. Την ώρα που η Βίμπεκε και ο Τομ ψάχνουν κάποιο μπαρ για να πιούν το ποτό τους, ο Γιον μπαίνει σε ένα αμάξι, το οποίο οδηγεί μια άγνωστη γυναίκα. Δεν του έχει πει κανείς να μην μπαίνει σε σπίτια ή σε αυτοκίνητα αγνώστων. Η μητέρα του, πιστεύει ότι όλοι οι άνθρωποι κατά βάθος είναι καλοί.
Την ώρα που η Βίμπεκε και ο Τομ ψάχνουν κάποιο μπαρ για να πιούν το ποτό τους, ο Γιον μπαίνει σε ένα αμάξι, το οποίο οδηγεί μια άγνωστη γυναίκα.
Όταν η Βίμπεκε γυρίζει στο σπίτι και πάει για ύπνο, χωρίς να ελέγξει αν ο Γιον είναι στο κρεβάτι του, εκείνος επιστρέφει διασχίζοντας με τα πόδια μια σκοτεινή πλαγιά. Βλέποντας ότι το αυτοκίνητο της μητέρας του δεν βρίσκεται έξω από το σπίτι, και μην έχοντας τα κλειδιά του, δεν χτυπάει καν το κουδούνι. Αποφασίζει να ξαπλώσει στην είσοδο και να την περιμένει εκεί. Είναι έτοιμος να τον πάρει ο ύπνος μέσα στην παγωνιά.
Η δράση των δύο προσώπων γίνεται παράλληλα, χωρίς να υπάρχει καμία σύγκλιση. Δεν μιλούν μεταξύ τους, κινούνται ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, δεν επικοινωνούν, δεν έχουν καμία επαφή. Η αφήγηση μετατοπίζεται από τον γιο στη μάνα και αντιστρόφως, με απίστευτη δεξιότητα, κι αυτή η εναλλαγή εστίασης γίνεται ανά πολύ μικρά, τακτά χρονικά διαστήματα. Ο αναγνώστης ξέρει ανά πάσα στιγμή, πού βρίσκεται ο ένας ήρωας και πού ο άλλος. Κι ενώ ο Γιον όλη την ώρα σκέφτεται πού μπορεί να είναι η μητέρα του, φοβάται μην έχει τρακάρει και ανησυχεί για εκείνη, από το μυαλό της Βίμπεκε δεν περνάει σχεδόν καθόλου η σκέψη του γιου της.
Τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά
Η Βίμπεκε εγκατέλειψε πριν από καιρό τη μεγάλη πόλη και παράλληλα μια σχέση ή ίσως κι έναν γάμο με τον πατέρα του Γιον. «Έπρεπε να φύγει, γιατί ήταν πολύ νέα για να δεσμευτεί». Την απασχολεί πολύ η εμφάνισή της. Θέλει να εκμεταλλευτεί όλες τις πιθανότητες που έχει για να απολαύσει τα νιάτα και την ομορφιά της. Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να αδιαφορεί για τον γιο της. Κι εκείνος, θεωρεί φυσιολογικό το χωρισμό των γονιών του και δεν νιώθει παραμελημένος. Η μητέρα του τού καλύπτει τις βασικές του ανάγκες. Όμως, ο αναγνώστης βλέπει ότι, ακόμα κι όταν εκείνη απλώνει το χέρι της να του χαϊδέψει τα μαλλιά, παρατηρεί τις φλέβες της, την απασχολεί η ξηρότητα του δέρματός της και το πόσο περιποιημένα είναι τα νύχια της. Κάθε ενέργειά της έχει στην ουσία τελικό αποδέκτη την ίδια.
Η Χάνε Έρσταβικ γεννήθηκε το 1969 στην περιοχή της Τάνα, στον απώτατο βορρά της Νορβηγίας. Σε ηλικία 16 ετών μετέβη στο Όσλο, την πρωτεύουσα της χώρας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1994 με το βιβλίο της Hakk. Η καταξίωσή της δεν άργησε, ήρθε τρία χρόνια αργότερα, όταν εκδόθηκε η Αγάπη (Kjærlighet, 1997) και προκάλεσε αίσθηση. Έκτοτε η συγγραφέας δεν έπαψε να δημοσιεύει μυθοπλασία, να λαμβάνει ενθουσιώδεις κριτικές και να αποσπά τιμητικές διακρίσεις, όπως το Βραβείο Brage 2004 για το μυθιστόρημά της Ο πάστορας (Presten). Το 2006, σε έναν υψηλού κύρους διαγωνισμό της εφημερίδας «Dagbladet», η Αγάπη ψηφίστηκε τότε ως το έκτο καλύτερο βιβλίο των τελευταίων είκοσι πέντε χρόνων στη Νορβηγία. Το 2018 η αγγλική μετάφραση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος διεκδίκησε από τη βραχεία λίστα το Eθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ στην κατηγορία της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, συμβάλλοντας έτσι στην ευρύτερη, διεθνή αναγνώριση του έργου της. |
Τριτοπρόσωπη αφήγηση, σε χρόνο ενεστώτα. Όλα γίνονται σήμερα, την παραμονή των γενεθλίων του Γιον. Ο παντογνώστης αφηγητής, και στη συνέχεια ο αναγνώστης, ξέρει τα πάντα, πολύ περισσότερα από όσα γνωρίζει ο κάθε ήρωας. Αφηγήσεις σε παράλληλες γραμμές, που δεν συναντιούνται ποτέ. Κρύο, χιόνι, μοναξιά: αυτό που βιώνουν οι ήρωες. Ένταση, ανησυχία και φόβος: αυτά που διαπερνούν τον αναγνώστη. Οι κίνδυνοι, είναι εκεί, οι ήρωες όμως δεν τους βλέπουν. Η ιστορία εξελίσσεται με έναν ήρεμο, αργό ρυθμό, εισάγοντας τον αναγνώστη σε μια κατάσταση αγωνίας για το τι θα γίνει στη συνέχεια. Λόγος απλός, κοφτός, με ρεαλιστικές περιγραφές, οι οποίες διακόπτονται από τα όνειρα των ηρώων, όπου εκφράζονται οι βαθύτερες επιθυμίες τους.
Εκείνη προτάσσει τον ναρκισσισμό της, την ανάγκη της για ελευθερία, την απαλλαγή από κάθε δέσμευση, χάνεται στις σκέψεις της, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την ασφάλεια του παιδιού της.
Μάνα και γιος, ζουν σε ξεχωριστούς, σφραγισμένους, παράξενους κόσμους. Και οι δύο σκέφτονται, φαντάζονται, ονειρεύονται, περιμένουν, ό,τι επιθυμούν και ό,τι έχουν οι ίδιοι ανάγκη. Νομίζουν ότι όλα γυρίζουν γύρω από αυτούς. Κι όσο κι αν αυτό είναι φυσιολογικό για ένα παιδί, ισχύει ακριβώς το ίδιο για μια μητέρα; Εκείνη προτάσσει τον ναρκισσισμό της, την ανάγκη της για ελευθερία, την απαλλαγή από κάθε δέσμευση, χάνεται στις σκέψεις της, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την ασφάλεια του παιδιού της. Σίγουρα δεν έχει την πρόθεση να τον βλάψει. Πιστεύει ότι αγαπά τον γιο της, όμως, δεν τον προετοιμάζει αρκετά για τους κινδύνους τους οποίους ενδεχομένως θα συναντήσει, ίσως επειδή και η ίδια δεν νιώθει να απειλείται από κάτι.
Η αγάπη δεν απουσιάζει εντελώς, όμως δεν είναι αρκετή, γιατί λείπει η εφαρμογή της στην πράξη. Όσο κι αν είναι κάπως ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα τουλάχιστον, το να μην ξέρει για πολλές ώρες μια μητέρα πού βρίσκεται το οκτάχρονο παιδί της, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο το να μην γνωρίζει κανείς τι γίνεται στην ψυχή του. Δεν είναι ασυνήθιστο το να μην ξέρει τι πραγματικά το απασχολεί. Ο τόνος του βιβλίου δεν είναι επικριτικός. Είναι απλά μια καταγραφή της σύγχρονης πραγματικότητας.
Το βιβλίο διερευνά το θέμα της γονεϊκής αγάπης και το κατά πόσο μπορεί αυτή να συνυπάρχει με την ελευθερία και την έλλειψη δέσμευσης. Πόσο ελεύθερος όμως μπορεί να είναι και να νιώθει κανείς από τη στιγμή που γίνεται γονιός; Η απόκτηση ενός παιδιού δεν είναι από μόνη της μια -συνήθως- ηθελημένη δέσμευση; Και πόσο εύκολο είναι να προσεγγίσει ο ένας τον κόσμο του άλλου, να βγει από το περίβλημα της ατομικότητας και να διεισδύσει σε μια πραγματικότητα που ούτε καν τη φαντάζεται; Πόσο απόθεμα αγάπης χρειάζεται για να τα καταφέρει;
Το βιβλίο διερευνά το θέμα της γονεϊκής αγάπης και το κατά πόσο μπορεί αυτή να συνυπάρχει με την ελευθερία και την έλλειψη δέσμευσης. Πόσο ελεύθερος όμως μπορεί να είναι και να νιώθει κανείς από τη στιγμή που γίνεται γονιός;
Η μετάφραση του Σωτήρη Σουλιώτη μεταφέρει με επιτυχία το κλίμα των δύο χωριστών παράλληλων κόσμων των ηρώων του βιβλίου και την απόσταση ανάμεσά τους.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
«Η μουσική ακούγεται σαν ινδική ή κινέζικη, ο Γιον δεν είναι σίγουρος. Ακουμπάει με την πλάτη στον τοίχο και κλείνει τα μάτια του. Οδηγεί ένα τρένο που πηγαίνει στην Κίνα, το τρένο φτάνει στο Σινικό Τείχος, ανεβοκατεβαίνει, πάνω κάτω και ξανά πάνω κάτω, έχει θέα τα λευκοντυμένα βουνά κι ένα ποτάμι πέρα μακριά. Όταν ξανανοίγει τα μάτια νιώθει πόσο κουρασμένος είναι.
Εκείνη φαίνεται σαν να κοιμάται. Εκείνος σκέφτεται ότι θυμίζει Ασιάτισσα. Κάτι στα μάτια της, το τσιτωμένο δέρμα γύρω απ’ τα χείλη της, το στόμα της που γίνεται ένα με το πρόσωπο. Ή το πρόσωπο με το στόμα, σκέφτεται, το στόμα της που χάνεται στη σχισμή των στενών χειλιών της».