Για το αφήγημα της Μέλι Κίγιακ (Mely Kiyak) «Το να είσαι γυναίκα» (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Κριτική). Κεντρική εικόνα © David de las Heras.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Τι είναι αυτό που καθορίζει τη ζωή και τις επιλογές ενός ανθρώπου; Η καταγωγή, η θρησκεία, το φύλο, η οικονομική κατάσταση, ή οι βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες του; Ποιες συμπεριφορές συνεπάγεται το να είσαι γυναίκα; Η ιδιότητα αυτή έχει διαφορετική σημασία και συνδέεται κάθε φορά με τους αντίστοιχους χωροχρονικούς, κοινωνικούς και θρησκευτικούς παράγοντες. Είναι εντελώς διαφορετικό να είσαι γυναίκα σε ένα αυστηρό ισλαμικό κράτος, ή σε κάποιο κράτος της αφρικανικής ηπείρου και άλλο το να είσαι γυναίκα σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Όμως δεν είναι αυτό το κεντρικό θέμα του βιβλίου.
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα η συγγραφέας θα αφηγηθεί την ιστορία μιας γυναίκας που πάσχει από μια ασθένεια των ματιών, και επειδή την αγνόησε πολύ καιρό, τώρα κινδυνεύει να τυφλωθεί. Θα χρειαστεί φάρμακα και επεμβάσεις για να μπορέσει να εξισορροπήσει κάπως την κατάσταση. Όμως ούτε και αυτό είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Το κεντρικό θέμα είναι η ιστορία μιας νέας κοπέλας που ψάχνει να βρει τον εαυτό της και τον ρόλο της μέσα στον κόσμο.
Η νέα γυναίκα είναι κόρη Κούρδων μεταναστών στη Γερμανία. Η μητέρα της είναι καθαρίστρια και ο πατέρας της εργάτης σε εργοστάσιο. Ως μετανάστρια, δεν έχει τις ίδιες ευκαιρίες με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της, και μεγαλώνει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς:
«Με έμαθαν να συμμορφώνομαι. Να σιωπώ, να μην διαμαρτύρομαι. Να μη δημιουργώ προβλήματα. Να μην τραβάω την προσοχή των γύρω με τις ευαισθησίες μου, αλλά με τις επιδόσεις μου. […] Στον κόσμο απ’ όπου προερχόμουν θεωρούσαμε αυτομάτως ότι οι υποσχέσεις της ζωής προορίζονται για τους άλλους. Η ματαίωση ήταν ο κανόνας».
Όταν είσαι ξένος σε μια χώρα, διατηρείς χαμηλούς τόνους, δεν προκαλείς, δεν θέτεις όρους, ακολουθείς τους ήδη υπάρχοντες κανόνες, για να μπορέσεις να ενσωματωθείς, στο μέτρο του δυνατού.
Όταν είσαι ξένος σε μια χώρα, διατηρείς χαμηλούς τόνους, δεν προκαλείς, δεν θέτεις όρους, ακολουθείς τους ήδη υπάρχοντες κανόνες, για να μπορέσεις να ενσωματωθείς, στο μέτρο του δυνατού.
Μεγαλώνει λοιπόν σε μια οικογένεια, η οποία καλλιεργεί όνειρα και έχει προσδοκίες από εκείνη. Οι γονείς της, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στα στερεότυπα της καταγωγής τους, προσπαθούν να της προσφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερες ευκαιρίες για να έχει εκείνη μια καλύτερη ζωή σε σχέση με τη δική τους. Δεν θέλουν να τη δουν καθαρίστρια ή εργάτρια. Της τονίζουν ότι είναι δυνατή και μπορεί να πετύχει τα πάντα. Εκείνη, αρχικά ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους. Είναι άριστη μαθήτρια, άλλωστε είναι από τα πρώτα παιδιά εργατών που φοιτά σε ένα κανονικό γερμανικό σχολείο, είναι η πρώτη που σπουδάζει από την οικογένειά της. Την ωθούν στις σπουδές γιατί «ο άνθρωπος που κερδίζει τα προς το ζην με το μολύβι του δεν παραμερίζεται. Δεν τον αγνοούν. Τον σέβονται».
«Είναι εύκολο να λες ότι πρέπει να πραγματοποιείς τα όνειρά σου. Είναι όμως δύσκολο να κάνεις όνειρα αφηρημένα».
Καθοριστικό ρόλο στη ζωή της παίζουν οι ξαδέλφες της, οι οποίες της προσφέρουν τις γνώσεις τους σε σχέση με το πέρασμα από την κοριτσίστικη φάση στη γυναικεία, και τις εμπειρίες τους για τη σεξουαλική επαφή. Εκείνη δεν έχει αναρωτηθεί ποτέ για το σώμα της και τις λειτουργίες του, δεν έχει πειραματιστεί σε τίποτε. Δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να παρατηρήσει τον εαυτό της και να ακούσει τις ανάγκες του. Υπακούει στους γονείς, υπομένει και εφαρμόζει τις επιθυμίες των άλλων μέχρι που φτάνει σε ένα σημείο κι αναρωτιέται τι είδους γυναικεία ζωή θα ήθελε κατά βάθος να έχει.
«Στην ειλικρινή ερώτηση που θέτω στον εαυτό μου, με τι είμαι πιο ευτυχισμένη και γαλήνια, η απάντηση είναι η εξής: μ’ εμένα. Απλώς και μόνο μ’ εμένα».
Και τότε αποφασίζει να δραπετεύσει. Όχι από τις συνθήκες, αλλά από τις προσδοκίες των άλλων και από τα στερεότυπα των σχέσεων. Για εκείνη, βρίσκεται σε πρώτο πλάνο η ανάγνωση και η γραφή, και όλα τα άλλα ακολουθούν. Ποθεί να είναι αυτόνομη κι ελεύθερη χωρίς κανέναν περιορισμό. Ελεύθερη ως συγγραφέας, ως γυναίκα, ως άνθρωπος. Δεν θέλει να κάνει λίγο απ’ όλα και να γράφει. Θέλει μόνο να γράφει. Όμως, πόσο εύκολο είναι να αποχαιρετήσει τους γονείς, να αποκοπεί από τον κύκλο της, να φύγει από μια σχέση; «Πώς εγκαταλείπεις κάποιον δίχως εύλογη αιτία; Μπορείς να επικαλεστείς έναν ασαφή λόγο», όπως το να θες απλά την ελευθερία σου; Καταφέρνει να κάνει το άλμα της στη ζωή, και τώρα πλέον διαθέτει το θάρρος να σταθεί απέναντι στον εαυτό της και στα θέλω της, να τα ορίσει και να τα διεκδικήσει. Κι εκείνο που θέλει πάνω απ’ όλα, είναι να είναι μόνη και να αφιερωθεί στη γραφή, γιατί για εκείνη «το γράψιμο είναι προσπάθεια σύνδεσης με τον κόσμο», όσες αντοχές κι αν απαιτεί αυτό, όσες δυσκολίες κι αν παρουσιάζει.
H Μέλι Κίγιακ (Mely Kiyak) γεννήθηκε το 1976 στη Γερμανία από Κούρδους μετανάστες. Είναι συγγραφέας και μαχητική δημοσιογράφος. Αρθρογραφεί και σχολιάζει στις εφημερίδες «Frankfurter Allgemeine Zeitung», «Frankfurter Rundschau» και «Die Zeit». Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Το 2021 διακρίθηκε με τα λογοτεχνικά βραβεία Kurt Tucholsky και Bücher Frauen για το βιβλίο Το να είσαι γυναίκα, το πρώτο έργο της που κυκλοφορεί στα ελληνικά. |
Οι σχέσεις με το άλλο φύλο
Το βιβλίο δεν μπαίνει στην υπηρεσία φεμινιστικών καταγγελιών. Η ηρωίδα δεν είναι θύμα του φύλου των ανδρών. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στη θέση του θύματος για ξυλοδαρμό, από κάποιον άγνωστο σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, και μόνο μια γυναίκα βρίσκεται να την βοηθήσει, δεν θεωρεί ότι οι άνδρες βρίσκονται σε αντίπαλο στρατόπεδο. Ίσα ίσα, τονίζει ότι έχει δεχτεί από αυτούς τρία σημαντικά δώρα: από τον πατέρα της, την ανατροφή που της έδωσε, από τον πρώτο της έρωτα, τη μύηση στη σεξουαλική ζωή, και από τον έρωτα της ζωής της, το ότι της χάρισε την ελευθερία της. Κι αν επικεντρώνεται στην επίτευξη των προσωπικών στόχων από την πλευρά μιας γυναίκας, είναι γιατί για τους άνδρες ήταν δεδομένη η επιτυχία, σε όποιον τομέα κι αν επιθυμούσαν εκείνοι να κατευθυνθούν. Κάτι που δεν ίσχυε βέβαια για τις γυναίκες.
Η συγγραφέας Μέλι Κίγιακ διαθέτει το χάρισμα να λέει μια ιστορία με τρόπο που να εξασφαλίζει την προσοχή του αναγνώστη. Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, εξομολόγηση με λόγο ζωντανό και παραστατικό, με μια καθαρότητα στη γλώσσα εκπληκτική. Ταχύτητα στην εξέλιξη της πλοκής χωρίς περιττά στοιχεία, όπου τονίζεται μόνο την ουσία. Η συγγραφέας περιπλέκει με μεγάλη δεξιοτεχνία μυθοπλαστικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Ο λόγος της γίνεται ιδιαίτερα ποιητικός στα σημεία που με τα λόγια της ξαδέλφης της, περιγράφεται η ερωτική πράξη, με πλούσιες μεταφορές και παρομοιώσεις.
Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, εξομολόγηση με λόγο ζωντανό και παραστατικό, με μια καθαρότητα στη γλώσσα εκπληκτική. Ταχύτητα στην εξέλιξη της πλοκής χωρίς περιττά στοιχεία, όπου τονίζεται μόνο την ουσία.
Στις σελίδες του βιβλίου βλέπουμε τη γυναίκα που την αγνοούν, την ξεχνάνε, τη χτυπούν, την εκμεταλλεύονται, την αγαπούν, τη βοηθούν, τη θαυμάζουν, τη χρειάζονται. Η ηρωίδα του βιβλίου παλεύει να γίνει κυρίαρχος της ζωής της και να ζήσει πέρα από τις συμβάσεις και τους καθιερωμένους κανόνες, να ζει απολύτως ελεύθερα. Ο αγώνας της αυτός παρατίθεται αναλυτικά και διεξοδικά στο κείμενο. Αφηγούμενη την προσωπική της ιστορία, καταφέρνει να της δώσει χαρακτηριστικά που αφορούν έναν μεγάλο αριθμό γυναικών. Στοχεύει σε κάθε άτομο που θέλει να ζει με ελευθερία, αξιοπρέπεια και με συνέπεια προς τις επιθυμίες του.
Για να το πετύχει κανείς αυτό είναι απαραίτητο να γνωρίζει τον εαυτό του και τις ανάγκες του, να έχει άποψη, να ξέρει τη δύναμή του, να αναλαμβάνει ρόλους που του ταιριάζουν, να σπάει τα στερεότυπα που δεν τον εκφράζουν, να αφαιρεί τις ταμπέλες, να υποστηρίζει τις επιλογές του και να είναι περήφανος γι’ αυτές, να τολμά, να μπορεί να ορίζει τον εαυτό του, να αγαπά, να προσφέρει, να απολαμβάνει, να δημιουργεί, να αφήνει το στίγμα του, να ψάχνει εμπειρίες άγνωστες και συναρπαστικές, και, κυρίως, να διεκδικεί τον σεβασμό.
Ένα βιβλίο για την επανάκτηση του γυναικείου εαυτού και του εαυτού γενικότερα, για την κοινωνική, σωματική, συναισθηματική μορφή της γυναικείας φύσης, για τη φιλία μεταξύ γυναικών, για την αγάπη προς τον πατέρα, για τον αγώνα των μεταναστών, αλλά και ένα βιβλίο για τη γραφή, για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ευδοκιμεί, για τη μοναξιά, που συνήθως είναι προαπαιτούμενο αυτής της ενασχόλησης. Ένα βιβλίο για την ιδιαίτερη γραμμή που έχει την ικανότητα να χαράξει ο καθένας, ακολουθώντας τα θέλω του, για τη δύναμη, την επιμονή και τη γενναιότητα που πρέπει να διαθέτει κάποιος ο οποίος κοπιάζει για την ανεξαρτησία του.
Η μετάφραση του Απόστολου Στραγαληνού μεταφέρει τη δύναμη του κειμένου και την εσωτερική δύναμη της ηρωίδας, που προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό της και τον δρόμο της.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Άρχισα να αναρωτιέμαι τι είδους γυναικεία ζωή ήθελα κατά βάθος να έχω. Κοίταξα πάλι τις γυναίκες του περιβάλλοντός μου. Γυναίκες που είχαν πετύχει. Αυτό που είδα, το βρήκα ανησυχητικό.
Θλιμμένες γυναίκες παντού. Γυναίκες καλυμμένες από θλίψη, γυναίκες που ταξιδεύουν με τους άντρες τους εδώ κι εκεί, φορτωμένες με έγνοιες, γυναίκες που το μόνο χαρακτηριστικό της συντροφικότητάς τους με τους άντρες τους είναι ότι μοιράζονται μαζί τους μια κατοικία, ένα αυτοκίνητο, έναν τραπεζικό λογαριασμό, την ανατροφή των παιδιών τους και το κύπελλο με τις οδοντόβουρτσες. Γυναίκες με τη θλίψη χαραγμένη στην ψυχή και στο πρόσωπο. Αυτές οι γυναίκες ξέρουν ότι αυτό δεν θα διορθωθεί ποτέ πια, ούτε με διακοπές ούτε με αγορές. Γυναίκες που υπομένουν τη θλίψη τους, επειδή τους είναι οικεία από τις μητέρες τους. Επειδή τα ανεκπλήρωτα όνειρα μεταφέρονται στην επόμενη γενιά».