
Για το βραβευμένο με Booker (1990) μυθιστόρημα της A.S. Byatt «Εμμονή» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: «Νέα γυναίκα διαβάζει ένα γράμμα μπροστά από ένα ανοιχτό παράθυρο» (1657), λάδι σε καμβά, Jan Vermeer (1632-1675).
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Η Εμμονή κυκλοφόρησε το 1990, απόσπασε το βραβείο Booker και έκτοτε έγινε αντικείμενο μελέτης προκαλώντας πλήθος κριτικών εργασιών καθώς στο ίδιο το έργο δοκιμάζονται και εφαρμόζονται ένας αριθμός από τις σύγχρονες μεταμοντέρνες θεωρίες για το μυθιστόρημα. Ο τρόπος χειρισμού του παρελθόντος αλλά και η οργανική συνύπαρξη όλων σχεδόν των λογοτεχνικών ειδών, το κατέστησαν ένα από τα πλέον καινοτομικά έργα τόσο στη μορφή όσο και στη δομή. Ένα από τα κύρια ερωτήματα που προκύπτουν από την ανάγνωσή του είναι σε ποιο βαθμό η έρευνα και τα θεωρητικά εργαλεία είναι ικανά να ξεκλειδώσουν κείμενα περασμένων εποχών. Μήπως είμαστε καταδικασμένοι να αναπαράγουμε τις δικές μας εμμονές και οι αναγνώσεις μας να καθρεφτίζουν τις δικές μας ελλείψεις; Μήπως πάρα την ενδελεχή και σχολαστική έρευνα υπάρχουν πληροφορίες που μοιραία θα μείνουν στην αφάνεια, καλυμμένες για πάντα από τη σκόνη του χρόνου;
Η αδυναμία πρόσβασης στην αλήθεια και η ανικανότητα απόκτησης της «απόλυτης γνώσης», απηχούν τις σύγχρονες θεωρίες για τη μεταμοντέρνα κατάσταση και την παραδοχή ότι το παρελθόν δεν είναι παρά μια ακόμα κατασκευή. Με εξαιρετική μαεστρία η Μπάιατ εξετάζει το παρελθόν στο ίδιο πλαίσιο με το παρόν, ενώ οι αντίστοιχοι χαρακτήρες συγχρονίζονται και σταδιακά εξελίσσονται παράλληλα: Δύο ζευγάρια, δύο διαφορετικών εποχών και με μεγάλη χρονική απόσταση, δοκιμάζονται σε δύσκολα και απρόσβατα στους άλλους πεδία, αλλά τόσο τα γεγονότα του παρελθόντος όσο και του παρόντος που αρχικά μοιάζουν αδικαιολόγητα και ανεξήγητα, κάποια στιγμή υπακούουν στους νόμους του αίτιου και αιτιατού.
Δύο ζευγάρια, δύο διαφορετικών εποχών και με μεγάλη χρονική απόσταση, δοκιμάζονται σε δύσκολα και απρόσβατα στους άλλους πεδία, αλλά τόσο τα γεγονότα του παρελθόντος όσο και του παρόντος που αρχικά μοιάζουν αδικαιολόγητα και ανεξήγητα, κάποια στιγμή υπακούουν στους νόμους του αίτιου και αιτιατού.
Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει κανένα γεγονός που να μην παίξει αργότερα τον ρόλο του στο μέλλον και να μη βρει τη θέση του στη μεγαλύτερη εικόνα. Αυτό που στην αρχή μοιάζει τυχαίο καταλήγει να είναι μέρος μιας αλυσίδας γεγονότων που λόγω της άγνοιας και των χαμένων κρίκων προβάλλει μυστηριώδες και σκοτεινό. Η αποκατάσταση και η συγκέντρωση πληροφοριών προσφέρουν μεν ερμηνείες, αλλά κάποια μυστήρια δεν πρόκειται ποτέ να έρθουν στην επιφάνεια είτε λόγω της απουσίας γραπτών μαρτυριών και της έλλειψης ντοκουμέντων είτε λόγω της προκατάληψης των μελετητών. Η Μπάιατ πίσω από την πολυδαίδαλη πλοκή του μυθιστορήματος, την επιστράτευση πλήθους θεωρητικών μεθόδων προσέγγισης, την εξαντλητική έρευνα, την ενορχήστρωση εγκιβωτισμένων μυστηρίων, τις κλοπές ντοκουμέντων και βιογραφικού υλικού, μοιάζει να ισχυρίζεται πως ποτέ δεν πρόκειται να έρθει στο φως ολόκληρη η αλήθεια, εκτός από μια εκδοχή της, ενώ το βάρος πέφτει σε αυτούς που θα αναλάβουν την έρευνα, οι οποίοι λειτουργούν και ως ντετέκτιβ.
Συνδυάζοντας έναν αριθμό λογοτεχνικών ειδών, επιστολικό μυθιστόρημα, ημερολογιακό, μυστήριο, ρομάντζο, επική ποίηση, λυρική ποίηση, κριτικό δοκίμιο, η συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει έναν αριθμό μυστηρίων και παρεξηγήσεων και να καταδείξει την αδυναμία της απόλυτης αναπαραγωγής των γεγονότων, παρά την αξιοπιστία της μεθόδου που επιστρατεύεται.
Ανεπίδοτες επιστολές
Ο Ρόλαντ Μίτσελ, κεντρικός χαρακτήρας και ερευνητής ανακαλύπτει στο αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης του Λονδίνου, δύο κρυμμένες ημιτελείς επιστολές του διάσημου βικτοριανού ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας, ο οποίος είναι και αντικείμενο των μελετών του. Ο Ρόλαντ έρχεται σε επαφή με την Μοντ Μπέιλι, μια ερευνήτρια της ποίησης της Κρισταμπέλ Λα Μοτ, μιας βικτοριανής ποιήτριας, μικρότερης εμβέλειας με την οποία έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα οι φεμινίστριες και οι ερευνήτριες των γυναικείων σπουδών. Μετά από πολλές περιπέτειες και λόγω της επιμονής και της σχολαστικής έρευνάς τους, ανακαλύπτουν την κρυμμένη αλληλογραφία των δυο ποιητών που έζησαν τον δέκατο ένατο αιώνα. Η αναζήτησή τους θα τους οδηγήσει από τη Βρετανία σε διάφορα μέρη της Γαλλίας και θα γίνουν μάρτυρες της θυελλώδους ερωτικής τους ιστορίας η οποία έμεινε κρυμμένη για αιώνες. Κατά τη διαδικασία αναζήτησης των χαμένων χειρογράφων και των επιστολών και μέσα από τον επαναπροσδιορισμό των λογοτεχνικών προγόνων τους, ο Ρόλαντ και η Μοντ βιώνουν και διάφορα στάδια στην εξέλιξη της δικής τους σχέσης.
Μετά από πολλές περιπέτειες και λόγω της επιμονής και της σχολαστικής έρευνάς τους, ανακαλύπτουν την κρυμμένη αλληλογραφία των δυο ποιητών που έζησαν τον δέκατο ένατο αιώνα.
Η κυρίως αφήγηση διακόπτεται από την ποίηση του Ας και της Λα Μοτ. Η ποίηση της γυναίκας θυμίζει ποιήματα της Ντίκινσον, εσωστρεφή και λυρικά με μια αλληγορική ποιότητα, ενώ τα επικά ποιήματα του Ας διαθέτουν κάτι από τον αέρα από Κόλεριτζ. Η γραφή του κάθε κεφαλαίου διαφοροποιείται και το ύφος προσαρμόζεται είτε πρόκειται για τις ημερολογιακές καταχωρήσεις της Ελεν, της συζύγου του Ας, είτε για τα κριτικά δοκίμια των ακαδημαϊκών που ασχολούνται με τα έργα των δύο βικτοριανών ποιητών. Κάποια από τα ποιήματα καταλαμβάνουν ιδιαίτερα μεγάλη έκταση αλλά προχωρώντας την ανάγνωση γίνεται εμφανές ότι οι παραθέσεις τους είναι απαραίτητες καθώς μέσα από τις ερμηνείες που ακολουθούν παρουσιάζονται και οι παραναγνώσεις τους. Οι κρίσεις και τα επιχειρήματα του εκάστοτε ερευνητή μοιάζουν ανάλογα της Σχολής που υπηρετεί και ενίοτε η ποίηση «τεμαχίζεται», προκειμένου να ταιριάξει με κάποια θεωρία.
Η Αντόνια Σούζαν Μπάιατ γεννήθηκε το 1936 στο Σέφιλντ της Αγγλίας. Σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Καίμπριτζ, της Πενσυλβάνιας και της Οξφόρδης. Δίδαξε στο University College London. Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, διηγήματα και κριτικά δοκίμια. Έχει τιμηθεί με τα βραβεία Erasmus (2016), Park Kyongni Literature Prize (2017) και Hans Christian Andersen Literature Award (2018). Η Εμμονή τιμήθηκε το 1990 με το βραβείο Booker, καθώς και με το Irish Times International Fiction Prize και το Commonwealth Writers’ Prize. |
Αμοιβαίες εμμονές
Οι ήρωες της Μπάιατ έχουν πολλά εμπόδια να υπερπηδήσουν, έναν αριθμό μυστήριων να επιλύσουν, πλήθος ντοκουμέντων να ξεθάψουν για να πλησιάσουν την «ενήλικη αλήθεια» – την ιστορική στιγμή που υπάρχει η απαιτούμενη ωριμότητα και το κατάλληλο πεδίο αποδοχής της. Η εμμονή των δυο σύγχρονων εραστών με το παρελθόν σβήνει το παρόν μέχρι να πάρει τη θέση που του αρμόζει και τότε να επιτρέψουν και στις δικές τους επιθυμίες να εκδηλωθούν.
Η Μπάιατ έχει αναπλάσει τον κόσμο του δεκάτου ενάτου αιώνα με το λογοτεχνικό του μεγαλείο και κατασκεύασε χαρακτήρες μεγάλου βάθους που γοητεύονται απ’ αυτόν, εμπλέκοντας επιδέξια τις δυο παράλληλες πλοκές και οδηγώντας το κάθε κεφάλαιο σε ένα κρεσέντο που προκαλείται κυρίως από το πάθος της ίδιας της συγγραφέως για τη γλώσσα και τη γραφή.
Το πάθος, η επαγρύπνηση και η εμμονή είναι κεντρικά μοτίβα του έργου. Η εμμονή εμφανίζεται με διάφορους τρόπους και είναι μια ποιότητα που όλοι διαθέτουν. Υπάρχει η εμμονή του Ρόλαντ με τα κλεμμένα γράμματα, η αμοιβαία εμμονή των νεκρών εραστών αλλά και των επιγόνων τους, των ακαδημαϊκών με το αντικείμενο της έρευνάς τους, αλλά και η εμμονή των χαρακτήρων με τη σεξουαλικότητα. Υπαινικτική και υπόγεια κατά τη βικτοριανή εποχή και με την υπερέκθεση της κατά τον εικοστό αιώνα, η σεξουαλικότητα προβάλλει ως ρυθμιστικός παράγοντας της ιστορίας. Στο μυθιστόρημα ασκείται κριτική τόσο στο βικτοριανό σύστημα όπου αποφεύγεται κάθε αναφορά καθώς και στην υπερανάλυση των ημερών μας προκειμένου να αναδειχτεί η σημασία της ίδιας της πράξης – ιδιαίτερα στο τελευταίο κεφάλαιο όπου περιγράφεται η σκηνή της ερωτικής συνεύρεσης των εραστών.
Οι βικτοριανές κατασκευές για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι περιορισμένες αλλά και οι θεωρίες του εικοστού αιώνα είναι εξίσου περιοριστικές. Οι ακαδημαϊκοί που διαβάζουν την ποίηση της Λα Μοτ ως χάρτη του γυναικείου σώματος και οι σύγχρονες φεμινίστριες που παγιδεύονται στη θεωρία, γίνονται θύματα της ερμηνευτικής οδού που επιλέγουν και συχνά αδυνατούν να δουν το προφανές. Η Μπάιατ παίρνει κριτική απόσταση από όλες τις θεωρίες, προβάλλοντας τις παγίδες που ελλοχεύουν για όσους παρακάμψουν το βίωμα και διαβάσουν την κυριολεξία ως μεταφορά, καθώς, προκειμένου να συνταιριάξουν τις ψηφίδες: μπορεί να βρεθούν με μια λανθασμένη εικόνα και ακόμα χειρότερα να μη το μάθουν ποτέ. Αυτό το επικά σύνθετο και πολυειδές έργο αποδόθηκε με έμπνευση και μεγάλη επινοητικότητα από την Κατερίνα Σχινά.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το μυθιστόρημά της «Τρικυμίες παθών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πότε πότε, υπάρχουν αναγνώσεις που κάνουν το χνούδι στον αυχένα μας, το ανύπαρκτο τρίχωμά μας, να σηκώνεται και να τρέμει, όταν κάθε λέξη καίει και αστράφτει σκληρή και διάφανη και αιώνια και ακριβής, σαν τα πετράδια της φωτιάς, σαν τις κουκίδες των άστρων στο σκοτάδι- αναγνώσεις που η γνώση ότι θα γνωρίσουμε το κείμενο διαφορετικά, καλύτερα ή πιο ικανοποιητικά προηγείται κάθε ικανότητας να πούμε τι γνωρίζουμε ή πώς. Σ’ αυτές τις αναγνώσεις, η αίσθηση ότι το κείμενο έχει εμφανιστεί ως εντελώς καινούργιο, πρωτοφανέρωτο και πρωτοείδωτο, ακολουθείται, σχεδόν αμέσως, από την αίσθηση ότι ήταν πάντα εκεί, ότι εμείς οι αναγνώστες το ξέραμε ότι ήταν πάντα εκεί και πάντα γνωρίζαμε ότι ήταν όπως ήταν, αν και τώρα για πρώτη φορά αναγνωρίζουμε και συνειδητοποιούμε πλήρως τη γνώση μας». [Σελ. 580-581]