
Για το μυθιστόρημα του Mahi Binebine «Ο τρελός του βασιλιά» (μτφρ. Έλγκα Καββαδία, εκδ. Άγρα).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Υπάρχει περίπτωση μια δουλεία να είναι συναινετική ή ένα βασιλικό παλάτι, να είναι τρομακτικό και ταυτόχρονα μαγευτικό; Υπάρχει σημείο σύγκλισης ανάμεσα στο σοβαρό και στο αστείο, ανάμεσα στην αγάπη για την οικογένεια και στο επαγγελματικό καθήκον; Και τι γίνεται όταν αυτά τα δύο τελευταία αντικρούονται μεταξύ τους;
Ο Μοχάμεντ μπεν Μοχάμεντ είναι για τριάντα πέντε χρόνια «ο αφοσιωμένος υπηρέτης, ο διασκεδαστής με την ανεξάντλητη φαντασία, ο επίσημος θεολόγος, ο λογοτεχνικός σύμβουλος» του Σίντι, του βασιλιά του Μαρακές. Μένει κι εκείνος στο παλάτι, κοντά στον αφέντη του, φροντίζει για τη διασκέδαση του βασιλιά, του φτιάχνει το κέφι με πρωτότυπες ιστορίες, τον νανουρίζει με παραμύθια. Είναι ο εκλεκτός, ο άνθρωπος που έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τις αποφάσεις του μονάρχη και να ευνοήσει ή να καταβαραθρώσει την τύχη κάποιων συμπολιτών του. Αυτός όμως ο διανοούμενος παρατηρητής, ο εξοπλισμένος με την εξαιρετική ικανότητα να λέει φαινομενικά ατελείωτα ποιήματα χωρίς παύση ή δισταγμό, αυτός που χαίρει της εμπιστοσύνης του βασιλιά, που με τη δεξιοτεχνία και το ταλέντο του έχει βοηθήσει πολύ κόσμο, αυτός ο άνθρωπος, όταν ο γιος του φυλακίζεται, δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τον βοηθήσει.
Μια ζωή σαν παραμύθι
Αυτή είναι η ιστορία του Μοχάμεντ, και η ιστορία του πατέρα του συγγραφέα, ο οποίος υπηρέτησε για τριάντα πέντε χρόνια ως ένα είδος γελωτοποιού της αυλής και ως έμπιστος σύντροφος του βασιλιά Χασάν Β΄, ο οποίος βασίλεψε από το 1961 έως το 1999. Είναι επίσης η ιστορία του αδερφού του συγγραφέα, ενός νεαρού στρατιωτικού, ο οποίος συμμετείχε στο πραξικόπημα του 1971, που είχε ως στόχο την ανατροπή του βασιλιά, και ο οποίος συνελήφθη και έμεινε για είκοσι χρόνια φυλακισμένος σε μια φυλακή του Νότου, κάτω από συνθήκες απίστευτης βαρβαρότητας.
Η ιστορία του αδερφού του συγγραφέα, ενός νεαρού στρατιωτικού, ο οποίος συμμετείχε στο πραξικόπημα του 1971, που είχε ως στόχο την ανατροπή του βασιλιά, και ο οποίος συνελήφθη και έμεινε για είκοσι χρόνια φυλακισμένος σε μια φυλακή του Νότου, κάτω από συνθήκες απίστευτης βαρβαρότητας.
Η αφήγηση ξεκινά από τις παραμονές του θανάτου του βασιλιά, όπου όλοι είναι ανάστατοι γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί στον αφέντη τους και για τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό στη δική τους μοίρα. Σε πρώτο πρόσωπο και με διαρκείς αναδρομές στο παρελθόν, ο Μοχάμεντ μας διηγείται το πώς βρέθηκε στο παλάτι και πώς κατάφερε να γίνει ο εκλεκτός.
Ο συγγραφέας αφήνει τον πατέρα του να πει «τη δική του καταπληκτική ιστορία, την οποία δεν τη διάλεξε, δεν την αρνήθηκε, την άφησε να εξελιχθεί, όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι». Ο δικός του πατέρας είναι κουρέας στη βασιλική αυλή και για τον λόγο αυτό, ο νεαρός τότε Μοχάμεντ, έχει μια εικόνα του παλατιού εκ των έσω, και επίσης έχει πρόσβαση στην αυλή. Όταν λοιπόν ο βασιλιάς μαθαίνει τις ιδιαίτερες ικανότητές του στην αφήγηση ιστοριών και ποιημάτων, αλλά κυρίως όταν διαπιστώνει ιδίοις όμμασι την πίστη και την αφοσίωση του Μοχάμεντ σε πρόσωπα που τον έχουν ευεργετήσει, αποφασίζει να τον κάνει έμπιστο ακόλουθο και σύμβουλό του.
Στο παλάτι ο νεαρός ευνοούμενος συναναστρέφεται με έναν μεγάλο αριθμό ατόμων, που το καθένα έχει μια δική του αρμοδιότητα την οποία και παλεύει να διατηρήσει, αντιμετωπίζοντας ζήλειες και ίντριγκες, αλλά και σχέσεις εμπιστοσύνης. Μεταξύ αυτών είναι ο μουσικός, ο γιατρός, ο νάνος, ο βοτανολόγος, ο μάντης, ο καθένας με τον ρόλο του σε αυτή την αυλή των θαυμάτων. Πλούτος και δύναμη, κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που βιώνουν οι κοινοί θνητοί της περιοχής. Διαμονή στο παλάτι, πλουσιοπάροχα γεύματα, απολαύσεις που όλοι ονειρεύονται αλλά ελάχιστοι απολαμβάνουν.
Όταν κάποιος μπαίνει στο παλάτι και αποδέχεται το ρόλο που του προσφέρουν, παίρνει μια απόφαση ζωής και δεν έχει δικαίωμα υπαναχώρησης.
Ο Μοχάμεντ ζει μια ζωή που ο καθένας θα τη ζήλευε, μια ζωή παραμυθένια, αλλά ταυτόχρονα μια ζωή μοναχική, χωρίς προσωπικές ελευθερίες. Βλέπει ελάχιστα τη γυναίκα και τα παιδιά του και δεν έχει κανένα περιθώριο να το αλλάξει αυτό. Όταν κάποιος μπαίνει στο παλάτι και αποδέχεται το ρόλο που του προσφέρουν, παίρνει μια απόφαση ζωής και δεν έχει δικαίωμα υπαναχώρησης. Ο λόγος του βασιλιά είναι νόμος και η διάθεσή του επίσης, είναι πάνω από το γενικό συμφέρον. Με την εξυπνάδα του και με τη στοργική σχέση αγάπης κι αφοσίωσης προς τον βασιλιά, ο οποίος έχει αδυναμία στους ανθρώπους με καλλιτεχνική φύση, ο Μοχάμεντ καταφέρνει να διατηρήσει την προνομιούχα θέση του στο παλάτι για μια ζωή. Πληρώνεται για να δίνει χαρά και για να λέει στον βασιλιά αυτό που θέλει να ακούσει.
![]() |
Ο Μαχί Μπινμπίν, ζωγράφος, γλύπτης και μυθιστοριογράφος, γεννήθηκε το 1959 στο Μαρακές, όπου και ζει. Αρχικά σπούδασε μαθηματικά στο Παρίσι. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Οι πίνακές του ανήκουν στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη. Το 2010 το βιβλίο του Τα αστέρια του Σιντί Μουμέν πήρε το βραβείο του καλύτερου αραβικού μυθιστορήματος. Έχει διακριθεί στη χώρα του, το Μαρόκο ως πρόσωπο που συμβάλλει με το έργο του στην ανάδειξη της χώρας διεθνώς. Φωτογραφία: Laurent Moulager - Own work, CC BY-SA 4.0 |
Ένας τρόπος συμφιλίωσης
Ο συγγραφέας, προσπαθεί να μπει στη θέση του πατέρα του, να φανταστεί τη ζωή του δίπλα στο βασιλιά, τις σχέσεις του με τους υπόλοιπους ανθρώπους του παλατιού. Κυρίως όμως, προσπαθεί να περιγράψει τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε, όταν έπρεπε να διαλέξει στρατόπεδο. Αν τασσόταν φανερά υπέρ του γιου του, κινδύνευε τόσο ο ίδιος όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Τάχθηκε λοιπόν με το μέρος του βασιλιά, με τον οποίο τον έδενε και μια βαθύτερη σχέση πίστης και αφοσίωσης, και με τον τρόπο αυτό είχε τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Σύγκρουση οικογενειακή, αλλά, κυρίως, προσωπική και πολύ επώδυνη. Ο Μοχάμεντ βασανίζεται χωρίς να το δείχνει και τα πράγματα γι’ αυτόν είναι πιο περίπλοκα απ’ ό,τι φαίνονται.
Ο συγγραφέας, οξυδερκής παρατηρητής της πολιτικής πραγματικότητας της χώρας του, με φόρμα παραμυθιού, ρίχνει μια πολύ προσεκτική ματιά σε ό,τι έχει σχέση με την απουσία του πατέρα από τη ζωή του και με το οικογενειακό τραύμα της εικοσαετούς φυλάκισης του αδερφού του, διερευνά τους μηχανισμούς για τη λήψη αποφάσεων του γεννήτορά του και αναζητά απαντήσεις. Περιγράφει το πώς μπορεί κάποιος να κάνει κάτι σαν μια συμφωνία με τον διάβολο, να ενταχθεί σε κάτι που μοιάζει με αίρεση, να είναι αδρανής, ενώ δίπλα του κάποιοι υποφέρουν. Με το βιβλίο αυτό δίνει την ευκαιρία στον πατέρα του να πει τη δική του εκδοχή της ιστορίας και να εκφράσει τα περίπλοκα συναισθήματά του ως πατέρα αλλά ταυτόχρονα και ως πιστού αυλικού. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένας τρόπος συμφιλίωσης με τον άνθρωπο στον οποίο οφείλει την ύπαρξή του και από τον οποίο νοιώθει εγκαταλελειμμένος.
Ο Μαχί Μπινμπίν, διάσημος και εκτός της πατρίδας του για τα πολιτιστικά κέντρα που έχει δημιουργήσει, για τον τρόπο του να διδάσκει την κουλτούρα της ζωής, με το βιβλίο αυτό τονίζει τις βαθιές διαιρέσεις που χαρακτηρίζουν τη μαροκινή κοινωνία. Μια κοινωνία όπου τα δίπολα αγάπη-μίσος, ειρήνη-βία, ελπίδα-απόγνωση είναι σε ημερήσια διάταξη, όπου κάθε πολιτική απόφαση εξαρτάται από τη βούληση του μονάρχη κι όπου οι οικογενειακές αντιπαραθέσεις οδηγούν σε τραύματα ανεπούλωτα.
Όλα αυτά μας τα προσφέρει μέσα από μια ιστορία που «έχει τη φαντασία ενός παραμυθιού του παλιού καιρού και την τραγικότητα ενός ανθρώπινου δράματος», αναζητώντας απαντήσεις στα πολλά «γιατί» της ζωής του.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μπαίνεις στο παλάτι σαν να εισχωρείς σε μια σέκτα: Η ένταξη είναι ολοκληρωτική, μη ανατρέψιμη. Αν γίνεις μέλος, δεν υπάρχει τρόπος επιστροφής. Αν θελήσεις να φύγεις, θα φύγεις γονατιστός, ή με τα πόδια μπροστά. Είναι μια συμφωνία που έχει υπογραφεί με τον διάολο. Καμιά απομάκρυνση δεν είναι αποδεκτή έξω από τον παντοτινό δεσμό, άνευ όρων. Συμβάλλουμε στη διακόσμηση με τον ίδιο τρόπο όπως τα έπιπλα, τα δέντρα του κήπου ή η αποικία των σκλάβων που κατακλύζουν τον χώρο».