Για το μυθιστόρημα του Evelyn Waugh «Μια χούφτα σκόνη» (μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: Η Kristin Scott Thomas και ο Rupert Graves στην ομότιτλη ταινία του 1988, σε σκηνοθεσία του Charles B. G. Sturridge.
Του Διονύση Μαρίνου
Κρυμμένος πίσω από ευκλεείς συγγραφείς όπως ο Ντάρελ, ο Μομ, ο Μπέρτζες, σαφώς τη Γουλφ, ακόμη και ο Ίσεργουντ, ο Ίβλιν Γουό (σ.σ.: αν διαβάσεις το όνομά του στα αγγλικά, σου μοιάζει με γυναικείο όνομα), δείχνει να είναι ένα μεσαίο συγγραφικό μέγεθος της μεσοπολεμικής αγγλικής λογοτεχνίας. Δείχνει, αλλά δεν είναι.
Θα έλεγε κανείς πως ο Γουό είχε περισσότερο θάρρος από κάμποσους άλλους συγκαιρινούς του. Κατά τον Γκράχαμ Γκριν ήταν «ο καλύτερος της γενιάς του». Εγκώμιο που δεν το προσπερνάς αβασάνιστα καθόσον προέρχεται από το στόμα ενός, τωόντι, σπουδαίου γραφιά. Ναι, σαφώς, μην περιμένετε ο Γουό να έχει το υψιπετές πνεύμα του Τζόυς. Ποτέ δεν επέδειξε ανάλογη σχολαστική διάθεση σαν κι αυτή του Ιρλανδού μύστη που χρειάστηκε χρόνια και χρόνια για να δομήσει τη δική του σύγχρονη Οδύσσεια. Ο Γουό ήταν ικανός, όπως λένε όσοι τον γνώρισαν, να γράψει –μονοκοπανιά– τρεις χιλιάδες λέξεις την ημέρα. Ήταν η ρουτίνα του, ένα καθημερινό άχθος που το έβγαζε με ευκολία. Λένε πως ήταν ικανός να γράψει ένα ταξιδιωτικό βιβλίο μέσα σε ένα μήνα!
Η ευκολία δεν τον κάνει προχειρογράφο, αλλά, σίγουρα, όχι και συγγραφέα που αρέσκεται σε ερμητικές ή κρυπτικές αναφορές στα βιβλία του. Έχει μια μπαλζακική ρίζα ο Γουό, καθώς το υλικό του ήταν η καθημερινότητα. Από εκεί άρδευε ιδέες, τις οποίες καρύκευε με χιούμορ και σάτιρα που μπορούσε να τσακίσει κόκαλα. Όχι, δεν είναι εύκολος ο Γουό διότι είναι ένας συγγραφέας που δεν φοβάται να μιλήσει για τις υπόγειες βαναυσότητες των σχέσεων ή τις αδικίες που υφίσταται το άτομο από το σύνολο. Υπάρχει κάτι ψυχρά αντικειμενικό στον τρόπο που βλέπει τα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα και μια ελαφρότητα που μεταμορφώνει τα δράματα σε ένα κοινό ανθρώπινο κτήμα.
Έχει μια μπαλζακική ρίζα ο Γουό, καθώς το υλικό του ήταν η καθημερινότητα. Από εκεί άρδευε ιδέες, τις οποίες καρύκευε με χιούμορ και σάτιρα που μπορούσε να τσακίσει κόκαλα.
Η άλλη πηγή έμπνευσής του ήταν ο ίδιος ο εαυτός του. Είναι μια περίπτωση Λάρκιν και Γουλφ, ο Γουό. Με ακούραστο τρόπο ξεφλουδίζει το κρεμμύδι του και αποκαλύπτει πολλές από τις εμπειρίες του στα βιβλία του. Δεν είναι τυχαίο ότι το Μια χούφτα σκόνη που κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Παλμύρας Ισμυρίδου προέρχεται από το προσωπικό του βίωμα. Στην ουσία είναι μια πράξη εκδίκησης του Γουό προς τη γυναίκα του, Έβελιν Γκάρντερ, που τον παράτησε σύξυλο ρημάζοντας τη ζωή του. Μπορεί ο τίτλος που επέλεξε να ακούγεται επιτηδευμένος (εράνισμα από στίχο της Έρημης Χώρας του Τ.Σ. Έλιοτ), εντούτοις «εντός» των γραμμών κόβει και ράβει αναλόγως και αδιαλείπτως.
Οι χαρακτήρες σε τούτο το βιβλίο είναι αξιοζήλευτα (sic) μέλη μιας γενιάς και μιας κοινωνικής τάξης που έζησε επί ματαίω. Ο Τόνι Λαστ και η Μπρέντα, οι δύο κεντρικοί ήρωες, είναι παντρεμένοι εδώ και επτά χρόνια και, ναι, η φαγούρα του γάμου τους έχει ήδη εμφανιστεί στη ψυχή και τα σώματά τους. Ο μύθος της αγάπης έχει παρέλθει για να δώσει τη θέση του σε μια καθημερινή τελετουργία που οδηγείται πλησίστια προς το κενό. Προσέχουν –με το ανάλογο τακτ, βεβαίως– να μην πληγώνει ο ένας τον άλλον και ταυτόχρονα να σνομπάρουν επιδεικτικά την πραγματικότητα που τους περιζώνει. Θα έλεγε κανείς πως ακόμη κι αν τους συνέβαινε κάτι τραγικό (τους συνέβη) δεν θα άλλαζε τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα πάθη της ζωής.
Αυτή η απογαλακτισμένη γενιά ζει για το χρήμα και τους τύπους, γνωρίζοντας πως αν δεν έχει τίποτα από αυτά, τότε θα αναγκαστεί να δείξει την κενότητά της. Ζει μια χρηματοδοτημένη-νοικιασμένη ζωή έως τη στιγμή που θα πρέπει να πληρωθεί ο λογαριασμός. Ο Τόνι και η Μπρέντα μοιάζουν με αντίκες στις προθήκες ενός καταστήματος που πιστεύουν πως αξίζουν πολλά, ενώ στην πραγματικότητα ουδείς ενδιαφέρεται να τους αγοράσει.
Καρπός του γάμου τους είναι ο Τζον Άντριους που τον μεγαλώνει η νταντά του. Ενα πονηρό μουτράκι που κακόπεσε σε δύο γονείς που μοιάζουν με την επιφάνεια ενός πολυκαιρισμένου χυλού. Ζουν σε μια γοτθική έπαυλη που κάποτε μπορεί να είχε κλέος, αλλά τώρα τους κοστίζει ακριβά για τη συντήρησή της και, επιπλέον, με εξαίρεση τον Τόνι που τη λατρεύει, στέκει πάνω από το κεφάλι τους σαν βαρύς ίσκιος.
Ζουν σε μια γοτθική έπαυλη που κάποτε μπορεί να είχε κλέος, αλλά τώρα τους κοστίζει ακριβά για τη συντήρησή της και, επιπλέον, με εξαίρεση τον Τόνι που τη λατρεύει, στέκει πάνω από το κεφάλι τους σαν βαρύς ίσκιος.
Μέσα σ’ αυτή την ανιαρή κατάσταση, η εμφάνιση του κατ’ άλλα αδιάφορου νεαρού Τζον Μπίβερ λειτουργεί καταλυτικά. Η Μπρέντα έλκεται από την παρουσία του, αλλά, όχι, δεν τον ερωτεύεται. Ούτε γι’ αυτό δεν είναι ικανή. Για χάρη του πιάνει ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο (με πρόσχημα κάποιες σπουδές Οικονομικών που θέλει να ακολουθήσει) και αφήνει πίσω της τον Τόνι και τον Τζον να τα βγάλουν πέρα. Δεν τα βγάζουν.
Το τραγικό θα έρθει να τους χτυπήσει την πόρτα. Σε ένα παραδοσιακό κυνήγι αλεπούς, ο Τζον θα πεθάνει καθώς τον χτυπάει ένα άλογο. Μια δραματική σκηνή; Ο Γουό δεν αφήνεται σε τέτοια πάθη. Καταφέρνει ακόμη και σ’ αυτή την καθοριστική σκηνή να στάξει μια στάλα ειρωνείας και χιούμορ. Ο θάνατος του παιδιού θα προχωρήσει το συζυγικό σχήμα σε ρήγμα. Η Μπρέντα φεύγει οριστικά από το σπίτι, ρίχνεται στην αγκαλιά του Μπίβερ που, φυσικά, είναι ανάξιος να την κρατήσει για πάντα.
Άγεται και φέρεται από την τετραπέρατη μητέρα του, η οποία διόλου ασχολείται με ποταπά (sic) ζητήματα όπως ο έρωτας. Στο μεταξύ, το διαζύγιο μόνο συναινετικό δεν είναι. Η Μπρέντα ζητάει γη και ύδωρ, ο Τόνι ανθίσταται και θέλοντας να απελευθερωθεί από αυτή τη μέγγενη αποφασίζει να κάνει ένα υπερατλαντικό ταξίδι που θα τον φέρει στα βάθη της Βραζιλίας να αναζητεί την Πολιτεία, μια απάτητη περιοχή που ζουν ιθαγενείς.
Κι εκεί, όμως, στράφι θα του πάνε τα πράγματα. «Φυλακισμένος» ήταν στη χώρα του, φυλακισμένος θα βρεθεί και στο νέο τόπο του. Έπειτα από πολλές περιπέτειες σε άγνωστα εδάφη, καταλήγει να είναι δούλος (κατ’ ουσίαν) του πατριαρχικού κυρίου Τοντ. Ο αγράμματος Τοντ πείθει τον Τόνι να του διαβάζει τα βιβλία του αγαπημένου του Ντίκενς έως τη στιγμή που θα αναλάβει τις δυνάμεις του και θα επιστρέψει στην πατρίδα του. Φρούδες ελπίδες! Οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια περνούν και ο Τόνι συνεχίζει να διαβάζει τα ίδια και τα ίδια βιβλία. Όντως, έτσι συνέβη;
Ο Evelyn Waugh (1903-1966) γεννήθηκε στο Λονδίνο και σπούδασε στην Οξφόρδη. Το πρώτο του μυθιστόρημα Decline and fall κυκλοφόρησε το 1928 και γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία καθιερώνοντάς τον στο λογοτεχνικό είδος όπου έμελλε να διαπρέψει: την κοινωνική σάτιρα και την καυστική κωμωδία με επίκεντρο τη Χρυσή Νεολαία του Μεσοπολέμου και τις απεγνωσμένες προσπάθειές της να ξεφύγει από το προνομιούχο αλλά ασφυκτικό της περιβάλλον. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Πρόστυχα κορμιά, Black mischief, Μια χούφτα σκόνη, Scoop, Brideshead revisited κ.ά. Αξίζει ακόμη να μνημονευθεί η τριλογία των πολεμικών του αναμνήσεων με τον γενικό τίτλο The sword of honour, καθώς και τα αποκαλυπτικά ημερολόγιά του. |
Ο Γουό κρύβει μια έκπληξη στους αναγνώστες του, καθώς τους «προσφέρει» όχι ένα τέλος, αλλά δύο. Αυτό, βέβαια, έγινε για πρακτικούς λόγους. Το τελευταίο μέρος είχε δημοσιευτεί το 1933 σε ένα περιοδικό ως αυτόνομο διήγημα. Στη συνέχεια, ο Γουό το ενέταξε στο μυθιστόρημα, το οποίο δημοσίευε σε συνέχειες στο Harper’s Bazaar. Για να μην μπλέξει με τα συγγραφικά δικαιώματα αναγκάστηκε να αλλάξει την κατάληξη του βιβλίου του. Πάντως, στην ελληνική έκδοση υπάρχουν και οι δύο εκδοχές.
Τι καταφέρνει μ’ αυτή την συζυγική περιπέτεια ο Γουό; Σίγουρα όχι ένα φτηνό μπουλβάρ, αλλά ένα ισχυρό χαστούκι στον καθωσπρεπισμό της καλής κοινωνίας. Τα μέλη της επιθυμούν σφόδρα να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Φευ, τα πράγματα ποτέ δεν μένουν ως έχουν. Ακολουθεί πάντα το χάος που δεν είναι καθόλου ευγενές μαζί τους.
Αυτό που μένει στο τέλος είναι η πλήρης ασυμμετρία σκοπών και αποτελεσμάτων. Τίποτα δεν μένει όρθιο και τίποτα δεν μπορεί να διορθώσει το συναισθηματικό κενό. Προσοχή: δεν το βιώνουν μόνο αυτοί οι δύο τούτο το τέλμα. Μια πλειάδα άλλων ηρώων που βρίσκονται σ’ αυτό το βιβλίο (είτε είναι μέλη κλειστών ανδρικών κλαμπ είτε τυχοκυνηγοί) άλλο δεν κάνουν από το να επιτείνουν το άσκοπο και άδηλο της ύπαρξής τους. Ολότελα κούφιοι άνθρωποι! Ναι, ο Γουό είναι καυστικός. Η αποστασιοποίησή του τον βοηθάει να μην είναι (και) ανελέητος. Ίσως να μην χρειάζεται, το κάνουν γι’ αυτόν οι ήρωές του.
Αυτό το βιβλίο είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τον Γουό ως συγγραφέα. Μια ιδιαίτερα περίεργη περίπτωση ανθρώπου που λέγεται πως έζησε ως πρόωρα γερασμένος. Στα 50 του και στα 60 του λαχταρούσε να πεθάνει. Τελικά στα 62 του έφυγε από τη ζωή από καρδιακή προσβολή. Το φοβερότερο όλων: σύμφωνα με δημοσιευμένες βιογραφίες του, η κόρη του, Χάριετ, προσευχήθηκε να μην αναστηθεί ποτέ ο πατέρας της.
Η μετάφραση του μυθιστορήματος ανήκει στην Παλμύρα Ισμυρίδου που καταφέρνει να αποδώσει στρωτά τον Γουό. Αλλά είναι ένας συγγραφέας στρωτής γραφής ο Γουό; Να ένα ερώτημα προς διερεύνηση.
ΥΓ: Το μυθιστόρημα γνώρισε μια δεύτερη και τρίτη ζωή, καθώς μεταφέρθηκε στο ραδιόφωνο του BBC, εν συνεχεία το 1982 ανέβηκε ως θεατρικό έργο και το 1988 έγινε ταινία σε σκηνοθεσία του Charles B. G. Sturridge.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Μπρέντα ξύπνησε με τη χειρότερη δυνατή διάθεση. Το προηγούμενο βράδυ είχε πάει μόνη της στον κινηματογράφο. Μετά είχε πεινάσει –εκείνη τη μέρα δεν είχε φάει κανονικά–, αλλά επειδή δεν είχε το κουράγιο να δειπνήσει μόνη της σε κάποιο, εστιατόριο, αγόρασε μια κρεατόπιτα από μια υπαίθρια καντίνα και την πήρε μαζί της στο σπίτι. Φαινόταν λαχταριστή, μα όταν ήρθε η ώρα να την φάει, διαπίστωσε ότι της είχε κοπεί η όρεξη. Όταν ξύπνησε, αντίκρισε τα υπολείμματα της πίτας πάνω στην τουαλέτα της.
Ήταν Αύγουστος και ήταν ολομόναχη. Εκείνη τη μέρα ο Μπίβερ αποβιβαζόταν στη Νέα Υόρκη. (Της είχε τηλεγραφήσει, όταν διέπλεε τον ωκεανό, ότι είχε ένα θαυμάσιο ταξίδι). Για την Μπρέντα, η ιστορία της με τον Μπίβερ είχε τελειώσει».