
Για το μυθιστόρημα του Alan Burns «Η Ευρώπη μετά τη βροχή» (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg). Στην κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια από τον πίνακα του Μαξ Ερνστ με τον ίδιο τίτλο.
Της Χριστίνας Μουκούλη
«Η Ευρώπη μετά τη βροχή ΙΙ» είναι ο τίτλος ενός πίνακα του Μαξ Ερνστ, τον οποίο ζωγράφισε ο Ερνστ το 1941, ενώ ο πόλεμος μαινόταν. Παρουσιάζει την Ευρώπη σε πλήρη ερήμωση, όπου δεν μπορεί κανείς να διακρίνει το φυσικό από το ζωικό και όπου η βροχή γίνεται εφιάλτης. Από αυτόν τον πίνακα εμπνεύστηκε ο Άλαν Μπερνς τον τίτλο του μυθιστορήματος, στο οποίο παρουσιάζει την εικόνα της Ευρώπης έπειτα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το βιβλίο γράφτηκε το 1965, και για τη συγγραφή του, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του Μπερνς, είχαν καθοριστική σημασία δύο έγγραφα, τα οποία ο συγγραφέας βρήκε σε παλαιοπωλεία: το «Αναφορά ενός δημοσιογράφου για τη ζωή στην Πολωνία μετά τον πόλεμο» και τα πρακτικά της δίκης της Νυρεμβέργης.
Μυθιστόρημα χωρίς πλοκή
Ένας αφηγητής χωρίς όνομα περιπλανιέται στα ερείπια μιας ανώνυμης κατεστραμμένης χώρας. Στην πορεία του συναντά ανθρώπους, οι οποίοι επίσης δεν έχουν ονόματα, παρά μόνο ιδιότητες: διοικητής, στρατιώτης, γιος, πατέρας, κόρη. Ο αφηγητής ανεβαίνει σκάλες, κατεβαίνει πλαγιές, φτάνει σε ποτάμια, διασχίζει γέφυρες, μπαίνει σε κτήρια, συναντά ανθρώπους. Ψάχνει μια κοπέλα, τη βρίσκει και τη χάνει διαρκώς, συναντά τον πατέρα και τον αδελφό της, όμως δεν ξέρουμε αν είναι οι ίδιοι άνθρωποι που εμφανίζονται, αν είναι η ίδια πόλη, ακόμα κι αν είναι ο ίδιος αφηγητής. Δεν ξέρουμε αν πάει εκεί από μόνος του ή αν τον έχουν στείλει κάποιοι άλλοι, δεν ξέρουμε ποια είναι η δουλειά του, δεν ξέρουμε σε ποια πλευρά ανήκει.
Παρ’ όλα αυτά, όλοι παρουσιάζουν μια απόκοσμη ηρεμία, προσπαθούν να διατηρήσουν έστω για λίγο, κάτι από την προηγούμενη ζωής τους, να πείσουν τον εαυτό τους ότι η ζωή ακολουθεί τον φυσιολογικό της ρυθμό.
Λένε ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει, όμως η βία, οι λεηλασίες, οι πυροβολισμοί και οι καταστροφές συνεχίζονται, άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα, άλλοι βασανίζονται, ακόμη υπάρχουν παντού στρατιώτες. Σπίτια καίγονται, κτήρια ανατινάζονται, πλήθος ανθρώπων ψάχνει τρόπο διαφυγής, όλοι θέλουν να ζήσουν, αλλά η επιβίωσή τους, κάθε άλλο παρά εγγυημένη είναι. Η μετακίνηση από πόλη σε πόλη είναι πολύ επικίνδυνη, παντού υπάρχουν ληστές, όλοι είναι αναγκασμένοι να εργάζονται σε εξαντλητικό βαθμό, ζουν στριμωγμένοι σε δωμάτια με τρύπες αντί για παράθυρα, αρρωσταίνουν και μένουν αβοήθητοι, γονείς ψάχνουν τα παιδιά και παιδιά ψάχνουν τους γονείς τους, ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονται, παντού υπάρχουν δοσίλογοι και καταδότες, παντού πόνος και αίμα, παντού θάνατος. Παρ’ όλα αυτά, όλοι παρουσιάζουν μια απόκοσμη ηρεμία, προσπαθούν να διατηρήσουν έστω για λίγο, κάτι από την προηγούμενη ζωής τους, να πείσουν τον εαυτό τους ότι η ζωή ακολουθεί τον φυσιολογικό της ρυθμό. Κι όλα αυτά συμβαίνουν με φόντο τη βροχή. Είναι μια καταρρακτώδης βροχή που τους ακολουθεί παντού και η συνοδεία της οποίας δίνει μια εφιαλτική χροιά στα πράγματα.
Αν και ο συγγραφέας δεν αναφέρεται ευθέως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στον αφανισμό των Εβραίων, στο βιβλίο παραθέτει άπειρες εικόνες, στις οποίες άνθρωποι ταλαιπωρούνται, πεινάνε και διψάνε, βασανίζονται, κατακρεουργούνται, διαμελίζονται. Υπάρχει η περιγραφή της αίθουσας όπου ήταν συγκεντρωμένα τα παιδιά πριν θανατωθούν, υπάρχει αναφορά στους φούρνους και στους θαλάμους αερίων, στη σκύλευση των νεκρών για τη συγκέντρωση χρυσού, στους εξευτελισμούς στους οποίους υποβάλλονται οι αιχμάλωτοι, μέχρι να χάσουν τη ζωή τους. Μερικοί από τους βασανιστές σκοτώνουν απλώς για να διασκεδάσουν και σαδιστικά απολαμβάνουν τον φόβο και την ταλαιπωρία των θυμάτων τους, κι άλλοι που ονειρεύονται να τους σκοτώσουν όλους, ώστε να μην υπάρχει κανένας, ώστε να ολοκληρωθεί ο οριστικός αφανισμός των αντιπάλων τους, που ανήκουν σε μια κατώτερη τάξη ανθρώπινων όντων. Και υπάρχουν και άλλοι που πανηγυρίζουν για την υποτιθέμενη ειρήνη, αλλά δεν συνειδητοποιούν ότι τα χαρακτηριστικά της μοιάζουν τόσο με του πολέμου.
Ο Άλαν Μπερνς γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1929 στο Λονδίνο. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε αρχικά σε έναν μεγάλο δημοσιογραφικό οργανισμό. Στη συνέχεια δίδαξε δημιουργική γραφή σε διάφορα πανεπιστήμια, ενώ είναι ένας από τους πρώτους δασκάλους δημιουργικής γραφής στη Βρετανία σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Για τον Ίαν Μακ Γιούαν, ο οποίος υπήρξε και μαθητής του, είναι ο καλύτερος πειραματικός συγγραφέας. Ανήκει στην ομάδα των Βρετανών συγγραφέων, οι οποίοι κατά τη δεκαετία του ’60, πειραματίστηκαν με πρωτοποριακές τεχνικές, θέλοντας να δώσουν νέα πνοή στη λογοτεχνία. Έγραψε οκτώ μυθιστορήματα, ένα θεατρικό και αρκετά σύντομα κείμενα. Πέθανε το 2013. Η αξία του έργου του δεν εκτιμήθηκε αρκετά όσο ήταν εν ζωή. |
Δοκιμάζοντας νέους τρόπους γραφής
Ο συγγραφέας πειραματίζεται χρησιμοποιώντας νέες, πρωτοποριακές για την εποχή τεχνικές και γράφει ένα μυθιστόρημα χωρίς πλοκή με τη συμβατική έννοια του όρου. Συχνά οι ομιλητές εναλλάσσονται στην ίδια παράγραφο, χωρίς να υποδεικνύεται με κάποιο τρόπο αυτή η εναλλαγή. Γραφή ελλειπτική, παραληρηματική, που ακολουθεί τη λογική των ονείρων, όπου υπάρχουν μεμονωμένες σκηνές, ασύνδετες μεταξύ τους. Λόγος κοφτός, μικρές φράσεις, απλές και λιτές περιγραφές, χωρίς συναίσθημα, με μια ουδετερότητα που κάνει πιο αιχμηρή την αφήγηση, και πιο ωμή την πραγματικότητα. Ο συγγραφέας παραθέτει αποσπάσματα δράσης, κομμάτια από τις ζωές των ηρώων του, δίνοντας πρωτεύοντα ρόλο στις εικόνες και στη δύναμη που εκείνες διαθέτουν. Εικόνες ερήμωσης και διάλυσης, εικόνες σουρεαλιστικές, τρομακτικές κι απόκοσμες, εικόνες της αποκάλυψης. Με ένα κράμα ρεαλισμού και ονείρου, περιγράφει σε όλη της την έκταση τον πόνο και τη βία, την κτηνωδία, τη φρίκη και την παράνοια του πολέμου.
Οι πόλεις δεν έχουν όνομα, γιατί «θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη, από οποιαδήποτε από τις δυο πλευρές…». Οι ανώνυμοι χαρακτήρες που δρουν στο βιβλίο, αποκτούν οικουμενικότητα και καθολικότητα. Οι χαρακτήρες αυτοί, δεν είναι μόνο τα θύματα του Ολοκαυτώματος, δεν είναι μόνο εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους από τη δολοφονική μανία των ναζί. Το βιβλίο γράφτηκε όταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει. Όμως, πάντα γίνεται κάπου πόλεμος. Και στον πόλεμο εκείνο, όπως και σε κάθε πόλεμο, οι συνέπειες είναι ολέθριες και για τους νικητές και για τους ηττημένους. Ένα βιβλίο εξόχως διαχρονικό, το οποίο τονίζει τις αντιπολεμικές απόψεις του συγγραφέα και το οποίο, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις διεθνώς, είναι δυστυχώς πιο επίκαιρο από ποτέ.
Σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου έχουμε την εικόνα μιας αφίσας κι από κάτω τα σκισμένα απομεινάρια μιας παλιάς διακήρυξης, για το «απαραβίαστο ατόμου και κατοικίας, απεριόριστη ελευθερία θρησκεύματος, λόγου, Τύπου, συγκέντρωσης, απεργίας και συνδικάτων, ελευθερία κινήσεων και ασχολίας, εκλογή από το λαό των αξιωματικών του στρατού», απομεινάρια τα οποία χλευάζουν την παταγώδη αποτυχία του υποτιθέμενου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η μετάφραση της Ρένας Χατχούτ αποδίδει στην εντέλεια την ιδιαίτερη γραφή του Μπερνς, σεβόμενη όπως αναφέρει στο εκτενές και πολύ κατατοπιστικό εισαγωγικό της σημείωμα την επιθυμία του συγγραφέα να «διαφοροποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από την παραδοσιακή λογοτεχνία τηρώντας τη μέθοδο του τυχαίου».
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Προσχώρησα και πάλι στα τακτικά στρατεύματα. Μιλούσαν για ληστές και μαζικές σφαγές, αλλά ήξερα ότι επρόκειτο για αυταπάτη – ήταν ο νέος ανθρώπινος τρόπος σκέψης. Είδα σημάδια πρόσφατων μαχών· τα πρόσεξα ιδιαίτερα.
Ο ουρανός ήταν συνήθως γκρίζος, ωστόσο έβλεπα τον δρόμο χιλιόμετρα ολόκληρα μπροστά μου· το κάθε αντικείμενο ξεχώριζε: σωροί, πέτρες, χαλίκια, ένας οδοστρωτήρας, τσεκούρια σε χρήση, κούτσουρα, μικρές γέφυρες. Οδηγούσαμε σε κόκκινους δρόμους, ανάμεσα σε δέντρα βουλιαγμένα στα μουσκεμένα χωράφια. Φτάσαμε στο δάσος, και από κει και πέρα ποτέ δεν πάψαμε να το βλέπουμε, ακόμα κι από τα προάστια της πόλης, το ένα σπίτι μετά το άλλο – κόσμος που περπατούσε, κουβαλούσε· κουβαριασμένα ανθρώπινα όντα. Έκανε κρύο· χάσαμε τον δρόμο έβρεχε, ενώ θα έπρεπε να είχε καλό καιρό».