Για το μυθιστόρημα του Colm Tóibín Νόρα Γουέμπστερ (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Ίκαρος).
Της Αργυρώς Μαντόγλου
«Νόρα Γουέμπστερ» είναι το όνομα της κεντρικής ηρωίδας του όγδοου μυθιστορήματος του Ιρλανδού Κολμ Τομπίν όπου όσα συμβαίνουν και καταγράφονται, γεγονότα της εποχής, σκέψεις, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, διάφοροι χαρακτήρες και οι αντιδράσεις τους, όλα περνούν και αποδίδονται μέσα από τη συνείδηση της Νόρα. Όμως, στην Ιρλανδία, το όνομα « Νόρα» συνδέεται με τη σύζυγο και μούσα του Τζέιμς Τζόις –τη Νόρα Μπάρνακλ–, συνεπώς είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς τον συσχετισμό με την επίδραση που ο Τζόις εξακολουθεί να ασκεί στους σύγχρονους Ιρλανδούς συγγραφείς.
Το Νόρα Γουέμπστερ αρχίζει ως μια διεισδυτική μελέτη της χηρείας και του πένθους για να εξελιχτεί σε μια ιστορία αφύπνισης και μεταμόρφωσης καθώς η Νόρα αναγκάζεται εκ των συνθηκών να ζήσει χωρίς το προστατευτικό δίχτυ που της προσέφερε ο γάμος.
Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία της ωρίμανσης και χειραφέτησης της ηρωίδας μετά από μια επώδυνη περίοδο πένθους. Η Νόρα που ζει σε μια Ιρλανδική κωμόπολη έχει χάσει τον άντρα της και έχει μείνει μόνη με τέσσερα παιδιά, οπότε είναι αναγκασμένη να αναλάβει τα οικογενειακά βάρη αλλά και την ευθύνη του εαυτού της. Ο Τομπίν χειρίζεται την ηρωίδα με διακριτικότητα, χτίζει τον χαρακτήρα της βήμα βήμα, δεν επιδίδεται σε λεπτομερείς περιγραφές ούτε δραματικές σκηνές και αυτά που μαθαίνουμε για την Νόρα είναι μέσα από την επίδραση που έχει η κάθε φράση της, η κάθε κίνησή της ή ακόμα και η σιωπή της στον περίγυρο. Οι αναταραχές και τα επεισόδια που ακολούθησαν τη Ματωμένη Κυριακή, περιγράφονται σαν ένας μακρινός απόηχος, και παρότι επηρεάζουν ένα από τα μέλη της οικογένειας, εκείνη είναι απασχολημένη με την επιβίωση και τα προβλήματα της καθημερινότητας για να προβληματιστεί με τις πολιτικές εξελίξεις.
Το Νόρα Γουέμπστερ αρχίζει ως μια διεισδυτική μελέτη της χηρείας και του πένθους για να εξελιχτεί σε μια ιστορία αφύπνισης και μεταμόρφωσης καθώς η Νόρα αναγκάζεται εκ των συνθηκών να ζήσει χωρίς το προστατευτικό δίχτυ που της προσέφερε ο γάμος με τον Μόρις Γουέμπστερ, διευθυντή του σχολείου και αγαπητού σε όλους μέλος της μικρής κοινότητας. Η υποτυπώδης πλοκή τοποθετείται στο Ένισκορθι, μια κωμόπολη στα νοτιανατολικά της Ιρλανδίας (τόπος καταγωγής του συγγραφέα) στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα. Το μυθιστόρημα ξεκινά λίγο μετά το θάνατο του Μόρις που υπήρξε σύζυγός της Νόρα για είκοσι ένα χρόνια. Οι μεγαλύτερες κόρες της έχουν ήδη φύγει από το σπίτι για σπουδές και η Νόρα βρίσκεται με τους δυο μικρότερους γιους της. Δεν έχει οικονομίες, το μοναδικό εισόδημά της είναι μια μικρή σύνταξη και η επαρχιακή πόλη όπου ζει δεν της αφήνει περιθώρια για πολλές κινήσεις, καθώς όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν παύουν να παρατηρούν και να σχολιάζουν ανελέητα τους άλλους.
Ο θάνατος του συζύγου την κινητοποιεί. Πρέπει να αντλήσει από μέσα της τη δύναμη να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της ζωής αλλά και να διαχειριστεί τις πλευρές του εαυτού της που έρχονται στην επιφάνεια τώρα που έχει το χρόνο να τις δει.
Στο Νόρα Γουέμπστερ ο Τομπίν παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο, δοκιμάζοντας να αποδώσει έναν χαρακτήρα και μάλιστα πρωταγωνιστικό με έναν απόλυτα αντισυμβατικό τρόπο. Αποφεύγει να μας δώσει πληροφορίες για την εξωτερική εμφάνιση της Νόρα και μας αποκρύπτει τις σκέψεις της. Επίσης, δεν μας αποκαλύπτει τις κρυφές παρορμήσεις της, τα μυστικά και τις επιθυμίες της, με άλλα λόγια μας εμποδίζει να διεισδύσουμε στην ψυχολογία της ηρωίδας του και να παρασυρθούμε από την προσωπικότητά της. Το πώς αισθάνεται η Νόρα θα πρέπει να το υποθέσουμε και να το συνάγουμε από μικρά αποσπάσματα διαλόγων, μετέωρες κινήσεις ή από τις αντιδράσεις των άλλων.
Ο Colm Tóibín
|
Η οδύσσεια της αυτογνωσίας
Η συναισθηματική απόσταση ανάμεσα σε αναγνώστη και πρωταγωνίστρια είναι τόσο μεγάλη, σε σημείο που ο τίτλος να μοιάζει σχεδόν ειρωνικός. Εν τούτοις, ο συγγραφέας κατορθώνει με την αυστηρή χαλιναγώγηση του συναισθήματος να μετατρέψει μια απλή ιστορία πένθους και απώλειας σε μια σχεδόν μεταφυσική οδύσσεια αυτογνωσίας. Σ’ αυτό το άκρως ελλειπτικό μυθιστόρημα, η καθημερινή ζωή, η θέση των επίπλων, ένα παράθυρο ανοιχτό, ένας περίπατος ή μια βόλτα στην παραλία με το αυτοκίνητο περιγράφονται ως μυστηριακή εξερεύνηση. Κάθε τι το πεζό αποκτά και μια σχεδόν υπερβατική διάσταση μέσα από τη βαρύτητα που αποκτά σε σχέση με άλλες, ανάλογες στιγμές στο χρόνο και συνειρμικούς συσχετισμούς με το παρελθόν.
Ο Τομπίν –όπως και σε άλλα μυθιστορήματά του– κατορθώνει, μέσα από μια φαινομενικά απλή ιστορία να εξερευνήσει το μυστήριο της ύπαρξης αλλά και της συνύπαρξης, τις αλλαγές που υφίσταται ένας άνθρωπος όταν οι συνθήκες αλλάζουν.
Ολόκληρη η πόλη γνωρίζει την ιστορία της Νόρα, κι αυτό την περιορίζει. Η χηρεία της την αφήνει εκτεθειμένη στον οίκτο του κόσμου, σε εικασίες και σε πρόχειρα συμπεράσματα. Ο σύζυγός της υπήρξε δημοφιλής και αγαπητός σε όλους, ακόμα και η μητέρα και οι αδελφές της προτιμούσαν τη συντροφιά του από τη δική της. Τώρα, μετά το θάνατό του, τη βρίσκουμε να παρκάρει το αυτοκίνητο σε κάποια ερημιά για να μείνει μόνη και να συγκεντρώσει τις σκέψεις της ή για να πάρει έναν υπνάκο. Ο Τομπίν –όπως και σε άλλα μυθιστορήματά του– κατορθώνει, μέσα από μια φαινομενικά απλή ιστορία να εξερευνήσει το μυστήριο της ύπαρξης αλλά και της συνύπαρξης, τις αλλαγές που υφίσταται ένας άνθρωπος όταν οι συνθήκες αλλάζουν. Εδώ καταφέρνει να μεταφέρει, με φλασμπάκ σύντομης διάρκειας, την ευτυχισμένη και ουσιαστική συμβίωση της Νόρα και του Μόρις. Για την Νόρα ο γάμος της είχε δώσει την ευκαιρία να ζήσει ελεύθερα. Η ζωή της υπήρξε χαλαρή καθώς δεν αναγκάστηκε να κάνει μεγάλες υποχωρήσεις και τώρα αισθάνεται τρόμο στην προοπτική να επιστρέψει στην παλιά της εργασία, στο ίδιο λογιστικό γραφείο της εταιρείας όπου εργαζόταν πριν τον γάμο της και να συναναστραφεί και πάλι τους ανθρώπους που γνώριζε από την εποχή που ήταν κοριτσάκι.
Σε διάφορα σημεία το μυθιστόρημα εστιάζεται σε κάποια κρίση που κάνει την εμφάνισή της στη ζωή της ηρωίδας, όπως για παράδειγμα η δυσκολία της επιστροφής στη δουλειά μετά από χρόνια, το τραύλισμα που αναπτύσσει ο ένας της γιος μετά το θάνατο του πατέρα του, η βιαστική απόφαση της Νόρα να γραφτεί στο σωματείο των εργαζομένων, η εξαφάνιση της κόρης της στο Δουβλίνο, στις διαδηλώσεις μετά την Ματωμένη Κυριακή, όμως κάθε κρίση, μικρότερη ή μεγαλύτερη, μοιάζει να εξανεμίζεται και να τη διαδέχεται κάποια άλλη, όπως συμβαίνει στην πραγματική ζωή και όχι όπως στα μυθιστορήματα, όπου οι κρίσεις συνήθως λειτουργούν ως προάγγελοι μιας κάποιας ανατροπής ή δραματικής κορύφωσης. Στον Τομπίν οι κορυφώσεις συμπίπτουν με τις «επιφάνειες», τις στιγμές αποκάλυψης ή ακόμα υπερβατικές εμπειρίες όπου, σύμφωνα με τον Τζέιμς Τζόις, κάνει την εμφάνισή της η βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Οι επιφάνειες στο Νόρα Γουέμπστερ έρχονται αιφνίδια σε στιγμές χαλάρωσης: η αναπάντεχη απόλαυση που βιώνει η Νόρα όταν ακούει την αδελφή της να συζητάει με τον γαμπρό της, ή όταν ακούει μουσική, ή ακόμα και όταν περπατάει στη φύση.
Η απουσία μελοδραματικότητας αφήνει αυτές τις στιγμές να κυλήσουν και να τις διαδεχτούν άλλες, δημιουργώντας την αίσθηση πως ο Τομπίν επιχειρεί να αποδώσει το ρυθμό που ανάλογα γεγονότα εμφανίζονται στην πραγματική ζωή, αποφεύγοντας να τα «εκμεταλλευτεί» προκειμένου να δημιουργήσει ένταση ή σασπένς.
«Όλοι μας μπορούμε, αν θέλουμε, να ζήσουμε πολλές ζωές, υπάρχουν όμως και όρια. Μόνο που είναι αδύνατον να ξέρεις ποια είναι».
Το πιο σημαντικό γεγονός στο μυθιστόρημα είναι η συνάντηση της Νόρα με τη δασκάλα μουσικής, μια ηλικιωμένη, πρώην καλόγρια, η οποία ξυπνάει μέσα της την αγάπη για τη μουσική και κάποιες ξεχασμένες φιλοδοξίες. Αλλά ακόμα και τότε, ο Τομπίν δεν μας αφήνει περιθώρια για φαντασιώσεις, η Νόρα δεν πρόκειται να γίνει ποτέ τραγουδίστρια, αν και μυστικά αρχίζει να το λαχταράει. «Όλοι μας μπορούμε, αν θέλουμε, να ζήσουμε πολλές ζωές, υπάρχουν όμως και όρια. Μόνο που είναι αδύνατον να ξέρεις ποια είναι», θα της πει η δασκάλα και σε ολόκληρο το μυθιστόρημα η Νόρα μοιάζει να ανιχνεύει αυτά τα όρια, να αναζητά το είδος της ζωής που θα μπορούσε να δημιουργήσει στις παρούσες συνθήκες για τον εαυτό της και τα παιδιά της.
Παρά τον αργό ρυθμό αφήγησης και τη μουντή ατμόσφαιρα το μυθιστόρημα είναι αισιόδοξο: μέσα από τη δοκιμασία του πένθους και της απώλειας προκύπτει η ανεξαρτησία και η δική της εκπλήρωση. Όταν η Νόρα αποφασίζει να κόψει τα μαλλιά της, να βάψει το σπίτι και να αλλάξει τη διακόσμηση ή να τραγουδήσει, το κάνει με μια σχεδόν ερωτική ταραχή, μια εσωτερική αναστάτωση και προσμονή που αιτιολογείται, ίσως, από τη συνάντηση με τον νέο της, κρυμμένο εαυτό.
Η μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου αποδίδει την ατμόσφαιρα και τις νοηματικές διαστρωματώσεις αυτού του απαιτητικού μυθιστορήματος, καθώς και τις πολλαπλές «αποχρώσεις της σιωπής», αναδεικνύοντας την κρυφή δυναμική του.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Σώμα στη βιτρίνα» (εκδ. Μεταίχμιο).
Νόρα Γουέμπστερ
Colm Tóibín
Μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου
Ίκαρος 2015
Σελ. 448, τιμή εκδότη €16,50