Για το μυθιστόρημα της Nadia Terranova «Αντίο φαντάσματα» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Μεταίχμιο).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Η τριανταεξάχρονη Ίντα Λακουιντάρα, ζει στη Ρώμη με τον σύζυγό της, και αποφασίζει, μετά από πιέσεις της μητέρας της, να επιστρέψει για λίγο στο πατρικό της στη Μεσσίνη της Σικελίας, με σκοπό να κάνει μια εκκαθάριση στα πράγματα που έχει αφήσει εκεί και να επιβλέψει κάποιες επισκευές, γιατί το σπίτι ενδεχομένως να πουληθεί. Επιστρέφοντας, η Ίντα έρχεται αντιμέτωπη με τα φαντάσματα του παρελθόντος, αυτά που προσπαθεί να αποφύγει με το να μην επισκέπτεται για χρόνια τον τόπο που γεννήθηκε.
Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, μαθαίνουμε ότι πριν από είκοσι τρία χρόνια, ένα πρωί ξαφνικά, αν και όχι εντελώς απρόσμενα, ο πατέρας της εξαφανίζεται. Εγκαταλείπει την οικογένειά του χωρίς να πει τίποτα και χωρίς να βρεθεί ποτέ νεκρός. Η σύζυγός του μαζί με την δεκατριάχρονη τότε Ίντα, προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια. Απομονωμένες από τον μικρό και κλειστό κύκλο της τοπικής κοινωνίας, έχουν να αντιμετωπίσουν τον οίκτο, την ντροπή και την ενοχή εκτός, βέβαια, από τον πόνο. Τον πόνο που δεν εκτονώνεται με την κηδεία και την ταφή αφού δεν υπάρχει νεκρό σώμα για να θάψουν.
Απομονωμένες από τον μικρό και κλειστό κύκλο της τοπικής κοινωνίας, έχουν να αντιμετωπίσουν τον οίκτο, την ντροπή και την ενοχή εκτός, βέβαια, από τον πόνο.
Η Ίντα και η μητέρα της αποκρύπτουν τον πόνο τους και ζουν σε μια επίπλαστη ηρεμία. Εξασκούνται στην τέχνη της σιωπής, και γίνονται παρατηρητές της ευτυχίας των άλλων. Καμουφλάρουν την απουσία του πατέρα και εκτονώνουν τα συναισθήματά τους με τσακωμούς και εντάσεις μεταξύ τους. Κι ενώ το σώμα του πατέρα απουσιάζει, εκείνος βρίσκεται πάντα στη σκέψη τους –κυρίως στις σκέψεις της κόρης του– και ελέγχει, επικροτεί ή αποδοκιμάζει τις πράξεις τους.
Η Ίντα αργότερα πηγαίνει να ζήσει στη Ρώμη για να απελευθερωθεί από το παρελθόν, για να πάψει να περνά τη ζωή της λες και δεν είναι η δική της ζωή. Εκεί γράφει ιστορίες για το ραδιόφωνο και βάζει σε αυτές τον πόνο που δεν μπορεί να εξωτερικεύσει αλλού. Γράφοντας ξεγελιέται πως είναι αυτεξούσια. Έχει εξασκηθεί στο να προσποιείται ότι δεν τρέχει τίποτα. Ο χρόνος όμως, έχει σταματήσει γι’ αυτήν σε εκείνο το πρωινό που ο πατέρας της άνοιξε την πόρτα και δεν άφησε τίποτα πίσω του.
Εμμονές δυνάστες και όνειρα καταφύγια
Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε τρία μέρη: «Το όνομα», «Το σώμα», «Η φωνή». Είναι τα τρία στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ατόμου. Όμως το όνομα του πατέρα δεν αναφέρεται ξανά μέσα στο σπίτι από την ημέρα της φυγής του, και το σώμα του δεν έχει αφήσει κανένα σημάδι ότι πλέον υπάρχει ζωντανό ή νεκρό. Όσο για τη φωνή… Μόνο η Ίντα προσπαθεί να διατηρήσει αυτά τα στοιχεία στο μυαλό της. Αναζητά αποδείξεις ότι ο άνθρωπος αυτός υπήρξε, ότι εξαιτίας εκείνου υπάρχει και η ίδια, ότι αγαπήθηκε από εκείνον. Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι ένα παιδί για να είναι ισορροπημένο και ψυχικά υγιές, έχει ανάγκη από τη γονική παρουσία, με την οποία νιώθει ασφαλές και δυνατό. Πρέπει να βιώσει την αγάπη, για να μπορέσει κι εκείνο με τη σειρά του να αγαπήσει τον εαυτό του και να συνάψει αργότερα σχέσεις δοτικές και ουσιαστικές. Η Ίντα έζησε κάποιες τέτοιες στιγμές σε μικρή ηλικία, όμως αυτές σταματούν στην αρχή της εφηβείας της, σε μια φάση που από μόνη της είναι δύσκολη και παράξενη. Στη νέα κατάσταση που δημιουργείται μετά την εξαφάνιση του πατέρα, έχουν χρέος τόσο εκείνη όσο και η μητέρα της, να δείχνουν δυνατές για να μην επιβαρύνει η μία την άλλη. Φαύλος κύκλος. Και τα λόγια που πρέπει να ειπωθούν μεταξύ τους, δεν αποκτούν ποτέ ήχο και υπόσταση.
«Το όνομα», «Το σώμα», «Η φωνή». Είναι τα τρία στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ατόμου. Όμως το όνομα του πατέρα δεν αναφέρεται ξανά μέσα στο σπίτι από την ημέρα της φυγής του, και το σώμα του δεν έχει αφήσει κανένα σημάδι ότι πλέον υπάρχει ζωντανό ή νεκρό. Όσο για τη φωνή…
Πολλά χαμένα χρόνια για την Ίντα, η οποία συνεχίζει να είναι δέσμια της απουσίας του πατέρα, απασχολημένη να συντηρεί τις εμμονές της και να μην μπορεί να απαγκιστρωθεί από την εικόνα του γεννήτορά της. Αναζητά την επιβεβαίωση του εαυτού της μέσα από το βλέμμα του ανθρώπου που την εγκατέλειψε. Δυσκολεύεται να πει αντίο σε αυτή την εικόνα, σε αυτή την παρουσία-απουσία, έτσι η ενηλικίωσή της μένει ανολοκλήρωτη. Ψάχνει ταυτότητα. Ψάχνει έναν τρόπο ώστε η ατελής λύπη της να ολοκληρωθεί και να εκτονωθεί. Ζητά βοήθεια από παλιές φιλίες οι οποίες ξεθώριασαν εξαιτίας της αδυναμία της να δει πέρα από τα δικά της, να νοιαστεί για το τι συμβαίνει στους γύρω της. Ένα μεγάλο γιατί, μένει διαρκώς αναπάντητο, κρατώντας την καθηλωμένη στο τότε, στην απώλεια, στην απόρριψη και στην εγκατάλειψη. Και επιστρέφοντας τώρα στο πατρικό της, νιώθει εγκλωβισμένη στο παρελθόν περισσότερο παρά ποτέ.
Η Νάντια Τερανόβα γεννήθηκε το 1978 στη Μεσσίνη και ζει στη Ρώμη. Συνεργάζεται ως αρθρογράφος με τις εφημερίδες La Republica, Il Foglio και La Stampa. Έχει γράψει μυθιστορήματα καθώς και βιβλία για παιδιά. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Gli anni al contrario” (2015) τιμήθηκε μεταξύ άλλων με το Βραβείο Brancati, το The Bridge Book Award και το Βραβείο Bagutta πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Το Αντίο, φαντάσματα (2018), που είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της, κέρδισε τα βραβεία Martolio, Subiaco, Alassio Centolibri, Mario La Cava 2019 και έφτασε στη βραχεία λίστα του Βραβείου Strega, της υψηλότερης λογοτεχνικής διάκρισης της Ιταλίας. |
Μόνο στα όνειρα λυτρώνεται, ξανασυναντά τον πατέρα της, παίρνει τις απαντήσεις που χρειάζεται, επινοεί το τέλος της ιστορίας με διαφορετική κάθε φορά εκδοχή. Μόνο στα όνειρα νιώθει να αποκτά υπόσταση, αισθάνεται ασφαλής και προστατευμένη. Αλλεπάλληλα, συχνά, σχεδόν καθημερινά, τα όνειρά της συνδέουν εικόνες της πραγματικότητας με την παρουσία –πάντα– του πατέρα: ο πατέρας καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, ο πατέρας απέναντι από το σχολείο, ο πατέρας επιστρέφοντας από μια ξένη χώρα, ο πατέρας να πέφτει στη θάλασσα, ο πατέρας να επιστρέφει μετανιωμένος, ο πατέρας παντού. Κι εκείνη να μην μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα από τη δική του ύπαρξη.
«Η ζωή είναι ένα πετάρισμα των βλεφάρων»
Η ρήση αυτή επανέρχεται ξανά και ξανά στο κείμενο, είναι μια φράση την οποία η Ίντα είχε ακούσει στο μάθημα των γερμανικών, και η οποία δηλώνει την υποσυνείδητη ανάγκη της να πείσει τον εαυτό της να βγει από την τελματώδη κατάσταση στην οποία βρίσκεται εδώ και χρόνια και να αρχίσει και πάλι να ζει, να κερδίσει όσο μπορεί από τον χαμένο χρόνο. Θα καταφέρει άραγε η ηρωίδα να νικήσει τη μνήμη με την αμείλικτη υπομονή και να απολαύσει αυτά που η ζωή μπορεί να της προσφέρει; Θα μπορέσει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση με το σύζυγό της, η οποία σχέση ναι μεν έχει καλές βάσεις αλλά αντιμετωπίζει δυσκολίες; Θα καταφέρει να δώσει ένα τέλος στις εμμονές, να διώξει τα φαντάσματα και να επαναδιεκδικήσει τη ζωή της; Θα καταφέρει να αποχαιρετήσει την έφηβη που βίωσε την εγκατάλειψη και να καλωσορίσει τη γυναίκα που έχει διάθεση για ζωή; Είναι πλέον ικανή να ασχοληθεί και με τον πόνο κάποιου άλλου πέρα από τον δικό της;
Η συγγραφέας σκιαγραφεί με πολύ γλαφυρό τρόπο το σκοτάδι και την ερημιά της ηρωίδας, τον πόνο και την απόγνωση, το πένθος που δεν ολοκληρώνεται και γι’ αυτό δεν αφήνει την πληγή να επουλωθεί. Λόγος ζωντανός, συχνά αιχμηρός, με ειλικρίνεια και αμεσότητα. Πρωτοπρόσωπη αφήγηση που δεν σκοπεύει να συγκινήσει απλώς τον αναγνώστη αλλά να καταθέσει αλήθειες, να δώσει φωνή στο καταπιεσμένο συναίσθημα. Και το καταφέρνει στο έπακρο. Δυνατές μεταφορές που απεικονίζουν το βάθος του πόνου που προκαλεί η απώλεια, τα σημάδια που αυτή αφήνει στο πέρασμά της και την απεγνωσμένη επιθυμία και προσπάθεια ίασης της πληγής. Η μετάφραση της Δήμητρας Δότση απεικονίζει με επιτυχία το σκοτάδι της ζωής της Ίντα και κάνει τον αναγνώστη κοινωνό των συναισθημάτων της.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τα αντικείμενα δεν είναι αξιόπιστα, οι αναμνήσεις δεν υπάρχουν, υπάρχουν μόνο οι εμμονές. Τις χρησιμοποιούμε για να κρατάμε ανοιχτή τη ρωγμή και πείθουμε τον εαυτό μας ότι η μνήμη είναι σημαντική, ότι εμείς και μόνο εμείς είμαστε οι φρουροί της. Κρατάμε την πληγή ανοιχτή, για να παραμένουν μέσα τα δικά μας δεινά, οι δικοί μας φόβοι, και φροντίζουμε να είναι αρκετά βαθιά, ώστε να χωρά και τη δική μας οδύνη, αλίμονό μας αν την αφήσουμε να περιπλανιέται.
Υπάρχουν μόνο οι εμμονές, και στο μεταξύ ο χρόνος τις κατέστησε πιο αληθινές κι από εμάς».