Για τη δεύτερη συλλογή της Αμερικανίδας Lucia Berlin που κυκλοφορεί στη χώρα μας, «Βράδυ στον Παράδεισο – Ακόμα λίγες ιστορίες» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα).
Του Διονύση Μαρίνου
Πρώτα μια συννεφιά, ύστερα λίγες εκλάμψεις φωτός, κατόπιν μια καταιγίδα και στο τέλος ένα χαρωπό ουράνιο τόξο. Αν η Λουσία Μπερλίν ήταν φυσικό φαινόμενο (πέραν του αδιαμφισβήτητου λογοτεχνικού) θα ακολουθούσε, ίσως, αυτή την αμφίθυμη φάση από τη λαμπρότητα στη σκοτεινιά. Και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως. Ακόμη περισσότερο: με ζωή.
Ζωή δύσκολη, περίεργη, με παλίνδρομες τροχιές, με συνεχείς μετακινήσεις, με κάμποσες δουλειές για να βρει το μεροκάματο, με συζύγους, παιδιά, χωρισμούς, αγάπες νέες και μίση παλιά, με εθισμούς σε ουσίες, με λέξεις βρυχώμενες και προτάσεις ήπιες, με έναν τόνο ενσυναίσθησης που την μετέτρεπε σε αλεξικέραυνο κάθε ανθρώπινου πόνου και με μια λογοτεχνική μοίρα που η ίδια δεν πρόλαβε να γευτεί. Η δόξα και η πλατιά αποδοχή την… βρήκε πολύ μετά τον θάνατό της.
Είδε πολλές ιστορίες της να τυπώνονται σε λογοτεχνικά περιοδικά ή σε ομαδικές εκδόσεις, αλλά ποτέ δεν διέρρηξε το βαρύ κρύσταλλο της φήμης, όπως συνέβη με άλλους συγγραφείς της γενιάς της.
Έντεκα χρόνια μετά τον θάνατό της (2015), η Μπερλίν άρχισε να γίνεται από αφανής, μια λογοτεχνική σούπερ σταρ. Τι κρίμα που δεν ήταν παρούσα να το δει να συμβαίνει. Ο θάνατος την βρήκε το 2004 σε ηλικία 68 ετών.
Σε τέτοιες περιπτώσεις σαν της Μπερλίν, το θαύμα έρχεται εκ των υστέρων. Το εύρος και η αξία της μόνο μετά θάνατον και από τυχαίες συμπτώσεις κατέλαβαν τη θέση που τους έπρεπε. Έντεκα χρόνια μετά τον θάνατό της (2015), η Μπερλίν άρχισε να γίνεται από αφανής, μια λογοτεχνική σούπερ σταρ. Τι κρίμα που δεν ήταν παρούσα να το δει να συμβαίνει. Ο θάνατος την βρήκε το 2004 σε ηλικία 68 ετών.
Η ευρεία συλλογή διηγημάτων της υπό τον τίτλο Οδηγίες για οικιακές βοηθούς (εκδ. Στερέωμα, μτφ: Κατερίνα Σχινά) έγινε αυτομάτως μπεστ σέλερ, ενώ το επιδραστικό λογοτεχνικό περιοδικό New York Times Book Review την συμπεριέλαβε στα δέκα καλύτερα βιβλία εκείνης της χρονιάς. Για κάποιους ανθρώπους αργεί πάντα η αποτίμηση της αξίας τους, αλλά συμβαίνει. Πάντα θα συμβαίνει.
Ίσως κάποιοι συγχέουν την Μπερλίν με τον βρόμικο ρεαλισμό του Κάρβερ, του Γουλφ ή του Γέιτς. Όμως, δεν ισχύει. Η Μπερλίν δεν έχει τη δική τους αποστασιοποίηση, ούτε την τόσο έντονη επιτιμητική ματιά απέναντι στην αμερικανική κοινωνία. Είναι τότε τα διηγήματά της μια χαρωπή promenade; Ούτε κι αυτό.
Η Μπερλίν ισορροπεί με θαυμαστή επιδεξιότητα ανάμεσα στη σκληρότητα και την πραότητα. Την αποδοχή και το άλγος. Η γέφυρα ανάμεσα σε τούτες τις αντίρροπες διαθέσεις είναι το πονηρό χιούμορ που αναπτύσσει. Ένα χιούμορ σκανταλιάρικο, αυθάδικο πολλές φορές που βγάζει τη γλώσσα στην επιφαινόμενη βαρβαρότητα ή τις κακουχίες που τη βρήκαν στη ζωή.
Οι γυναίκες της Μπερλίν (ή μήπως η μια γυναίκα, η ίδια, σε πολλά, επιμελώς δημιουργημένα, προσωπεία;) βιώνουν τη συντριπτική οικιακή ρουτίνα που τις ρίχνει σε ένα πηγάδι ανίας: σιδερώνουν την τσάκιση στα παντελόνια των αντρών τους, λένε παραμύθια στα παιδιά τους για να κοιμηθούν, καθαρίζουν το σπίτι τους, φτιάχνουν καφέ στους συζύγους ή τους εραστές τους. Είναι πάντα εκεί, ενώ η ζωή γλιστράει.
Την επόμενη στιγμή, όμως, είναι πιθανό να μείνουν μόνες. Οι άντρες φεύγουν, εξαφανίζονται ή αποδεικνύονται λίγοι για να τις κρατήσουν. Εκείνες, όμως, προχωρούν, αλλάζουν μέρη, σαρώνουν το χάρτη και φτερουγίζουν σε άλλο κονάκι. Ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους με όσα υλικά τους έχουν απομείνει. Φθαρμένα; Κουρασμένα; Δεν πειράζει, η ζωή συνεχίζεται όσο υπάρχει θέληση και στις γυναίκες της Μπερλίν υπάρχει κάμποση από δαύτη.
Όλα αυτά εμφανίζονται στη δεύτερη πολυαναμενόμενη συλλογή διηγημάτων της Βράδυ στον Παράδεισο (εκδ. Στερέωμα, μτφ: Κατερίνα Σχινά) που δεν λειτουργεί ως παραπλήρωμα της πρώτης, αλλά ως επιβεβαίωση πως έχουμε να κάνουμε με μια διηγηματογράφο πρώτης γραμμής.
Οι τόποι εναλλάσσονται λες και οι ήρωές της δεν μπορούν να βολευτούν ποτέ σε ένα μέρος και αναζητούν την ηρεμία όπου μπορούν: Τέξας, Χιλή, Νιού Μέξικο, Νέα Υόρκη, Καλιφόρνια και τέλος δεν έχει η περιδιάβαση.
Οι θεματικές αυτής της συλλογής, όπως και ο τρόπος γραφής δεν διαφέρουν από όσα είχαμε γνωρίσει στην πρώτη συλλογή της. Δεν είναι κείμενα μιας άλλης λογοτεχνικής φάσης. Υπάρχει πάντα αυτό το λογοτεχνικό «εγώ» που αφηγείται τα πάθη του, το οποίο θεωρείς πως είναι η ίδια η Μπερλίν (μια ματιά να ρίξεις στο βιογραφικό της καταλαβαίνεις πως έχει ζήσει αντίστοιχες καταστάσεις), εντούτοις δεν είναι η ίδια ακριβώς.
Από τις σελίδες ξεπηδάει μια περίεργη πανίδα ανθρώπων: μποέμ, καλλιτέχνες, μουσικοί της τζαζ, ναρκομανείς, αλκοολικοί. Οι τόποι εναλλάσσονται λες και οι ήρωές της δεν μπορούν να βολευτούν ποτέ σε ένα μέρος και αναζητούν την ηρεμία όπου μπορούν: Τέξας, Χιλή, Νιού Μέξικο, Νέα Υόρκη, Καλιφόρνια και τέλος δεν έχει η περιδιάβαση. Οι ιστορίες σ’ αυτή τη συλλογή είναι τοποθετημένες με μια χρονική σειρά που σου δίνουν την αίσθηση της αλληλουχίας γεγονότων.
Οι πρώτες ιστορίες έχουν να κάνουν με μικρά κορίτσια που εισέρχονται βίαια στο χώρο των ενηλίκων και της σεξουαλικότητας για να καταλήξουν ώριμες, αλλά όχι ήρεμες. Γίνονται σύζυγοι, ερωμένες, μητέρες, φίλες. Παραχωρούν μέρος της ελευθερίας τους, αναζητούν να το αναπληρώσουν με κάτι άλλο, δεν ξεχνούν πως η ζωή είναι εκεί έξω, δεν παραιτούνται, αλλά και η εξέγερσή τους δεν είναι σφοδρή. Κι όμως, συμβαίνει. Άλλοτε από δική τους απόφαση κι άλλοτε διότι έτσι τα έφερε η ροή των γεγονότων.
Το Βράδυ στον Παράδεισο περιλαμβάνει είκοσι δύο ελλειπτικές, σκληρές, αστείες, βαθύτατα ανθρώπινες ιστορίες γραμμένες από ένα χέρι σταθερό, ποτισμένο από τα κύματα της ζωής. Ένα χέρι έμπειρο που έζησε πολλά και ρούφηξε ως το μεδούλι κάθε στιγμή.
Ακόμη κι αν τα πράγματα πάνε άσχημα, ακόμη και αν ένας θάνατος ή ένας χωρισμός προκαλεί ρήγματα, οι γυναίκες της Μπερλίν καταφέρνουν να βρουν παρηγοριά στη φύση, στα λουλούδια τους, στην ηρεμία ενός άνθους. Τι παράξενο, κάποιες φυτεύουν σπόρους ελπίζοντας να τους δουν να γίνονται λουλούδια, αλλά δεν προλαβαίνουν γιατί χρειάζεται να αλλάξουν κατοικία, τόπο, ζωή.
Ακόμη κι αν τα πράγματα πάνε άσχημα, ακόμη και αν ένας θάνατος ή ένας χωρισμός προκαλεί ρήγματα, οι γυναίκες της Μπερλίν καταφέρνουν να βρουν παρηγοριά στη φύση, στα λουλούδια τους, στην ηρεμία ενός άνθους.
Η Κατερίνα Σχινά είχε αποδώσει με περισσή επιμέλεια τα διηγήματα της Μπερλίν στις Οδηγίες για οικιακές βοηθούς. Το ίδιο κάνει και σε τούτη τη δεύτερη συλλογή αποδίδοντας το ύφος και τις λεπταίσθητες μεταπτώσεις των διαθέσεων με τον ορθό τρόπο.
Η έκδοση φιλοξενεί και ένα προλογικό σημείωμα του πρώτου γιου της Λουσία Μπερλίν, Μαρκ Μπερλίν. Ένα κείμενο ζεστό, συγκινητικό και άκρως επεξηγηματικό για τις καταστάσεις που βίωσε η μητέρα του (και ο ίδιος φυσικά) και οι οποίες, εν πολλοίς, διαμόρφωσαν και τη συγγραφική της ταυτότητα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Καμιά φορά τυχαίνει να κοιτάζεις πίσω στον χρόνο και να λες τότε ήταν η αρχή τού… ή ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι τότε… πριν… μετά… Ή σκέφτεσαι θα είμαι ευτυχισμένος όταν… μόλις αποκτήσω… αν μπορέσουμε… Ο Ερνάν ήξερε πως τώρα ήταν ευτυχισμένος. Το ξενοδοχείο Oceano ήταν γεμάτο, οι τρεις σερβιτόροι του δούλευαν με τη μέγιστη ταχύτητα.
Δεν ήταν από τους ανθρώπους που ανησυχούν για το μέλλον ή είναι καθηλωμένοι στο παρελθόν. Έδιωχνε κακήν κακώς τα παιδιά που προσπαθούσαν να πουλήσουν καμιά τσίχλα στο μπαρ του, χωρίς να σκέφτεται τα ορφανά παιδικά του χρόνια στους δρόμους. Τότε που σκούπιζε την παραλία, τότε που γυάλιζε παπούτσια.
Ήταν δώδεκα χρονών όταν άρχισε να χτίζεται το Oceano. Ο Ερνάν έκανε θελήματα για τον ιδιοκτήτη. Ο σενιόρ Μοράλες, με το λευκό κοστούμι και το άψογο καπέλο παναμά του, ήταν ίνδαλμα για κείνον.