Για το μυθιστόρημα του Mircea Cărtărescu «Νοσταλγία» (μτφρ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδ. Καστανιώτη).
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Κατά τα λεγόμενα του Χάρολντ Μπλουμ υπάρχουν δύο καταγωγικές γραμμές στο διήγημα και το μυθιστόρημα: η μία ξεκινά από τον Θερβάντες και τον Σαίξπηρ και αποτελεί, τρόπον τινά, τη ρεαλιστική σχολή και η άλλη ξεκινάει με τον Κάφκα και συνεχίζει με τον Μπόρχες, εισαγάγοντας το φανταστικό στοιχείο στη λογοτεχνία. Ας ακουστεί απόλυτο και περιοριστικό, όποιος θελήσει να αποτυπώσει τις σκέψεις του στο χαρτί, θα κινηθεί αναγκαστικά μεταξύ των δύο αυτών πυλώνων.
Αν μάλιστα είναι ταλαντούχος συγγραφέας όπως ο Ρουμάνος Μίρτσεα Καρταρέσκου ίσως ακολουθήσει και τους δύο δρόμους, διασχίζοντάς τους κατά βούληση, δίχως να περνά ποτέ το νοητό όριο ταχύτητας. Πώς θα ήταν κάτι τέτοιο; Η Νοσταλγία προσφέρει μια απάντηση.
Ανάμεσα στους δυο πυλώνες της λογοτεχνίας
Ξέρουμε ότι ο Δον Κιχώτης αποφάσισε μία ημέρα να βγει στον κόσμο, ώστε να βρει εκεί όλα όσα περιέγραφαν τα ιπποτικά του μυθιστορήματα. Και εκείνο που αντιμετώπισε ήταν ματαίωση και διάψευση, καθώς η ζωή αποδείχτηκε υποδεέστερη των προσδοκιών του και των βιβλίων του. Επέστρεψε λαβωμένος θανάσιμα σπίτι του, καθώς η ωριμότητα που κέρδισε είχε ως αντίτιμο τον θάνατο. Θα επιχειρήσω ένα άλμα εδώ: Τι θα γινόταν αν ο ίδιος αυτός άνθρωπος έπεφτε στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατος, αλλά αντ’ αυτού την επόμενη ημέρα ξύπναγε μεταμορφωμένος σε έντομο; Ο Θερβάντες άνοιξε την πόρτα για τον έξω κόσμο, και στα κρυφά τη νύχτα εισήλθε ο Κάφκα, γκρέμισε τη μεσοτοιχία με τον εσωτερικό κόσμο, αφήνοντας τους εφιάλτες να διαπεράσουν τη λεπτή μεμβράνη της λογοτεχνίας.
Από κοντά και ο Μπόρχες με τις δικές του εμμονές (έργο εντός του έργου, μόλυνση της πραγματικότητας απ’ το όνειρο, ταξίδι στον χρόνο κ.ο.κ.) να σκεπάζει τους καθρέφτες, να οραματίζεται βιβλιοθήκες και πόρτες που οδηγούν σε λαβυρίνθους. Σε αυτό το μείγμα εισβάλλει διακριτικά και ο Προυστ, ο οποίος κινείται σε έναν ενδιάμεσο κόσμο – εκείνο των αναμνήσεων. Μη κατατάξιμος, καθότι ασχολείται μεν με τον απτό, υλικό κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων και των αντικειμένων, αλλά με τρόπο ονειρικό, μετουσιώνοντάς τα σε κάτι διαφανές, υδαρές και φασματικό που εισέρχεται κατά βούληση στη ζωή των μυθιστορηματικών ηρώων του. Ετούτη η χρονομηχανή του Προυστ έχει για καύσιμο την ανάμνηση, τις οσμές, τις γεύσεις και μεταφέρει τον επιβάτη του στο παρελθόν, επιστρέφοντας γεμάτη με χρώματα, λέξεις και… νοσταλγία. Λέξη-κλειδί που οδηγεί απευθείας στον Καρταρέσκου και στο φερώνυμο υπέροχο σπονδυλωτό του μυθιστόρημα.
Ο Θερβάντες άνοιξε την πόρτα για τον έξω κόσμο, και στα κρυφά τη νύχτα εισήλθε ο Κάφκα, γκρέμισε τη μεσοτοιχία με τον εσωτερικό κόσμο, αφήνοντας τους εφιάλτες να διαπεράσουν τη λεπτή μεμβράνη της λογοτεχνίας.
Αυτοί είναι οι βασικοί πυλώνες και αναφορές του συγγραφέα, κάτι που από μόνο του δεν τον καθιστά ξεχωριστό βεβαίως, μιας και οι σύγχρονοι συγγραφείς συνήθως σπεύδουν να διαφημίσουν τις επιρροές τους προς άγραν κοινού. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως το αντίθετο από το προσδοκώμενο, αφού προφανώς υπολείπονται των δασκάλων τους και, τουλάχιστον στη δική μου αναγνωστική ματιά, αυτό-υπονομεύονται. Ίσως αυτή είναι και η μόνη, μικρή αντίρρηση στο βιβλίο, το γεγονός δηλαδή ότι ο συγγραφέας σπεύδει να ονομάσει τις επιρροές του (ρητή αναφορά στον Κάφκα, στον Μπόρχες, στον Προυστ, στον Κορτάσαρ κλπ.), περιττό κατά την άποψή μου. Ο αναγνώστης δεν έχει ανάγκη αυτού του είδους την καθοδήγηση. Μικρό το κακό, καθότι μας φέρνει στο δεύτερο σκέλος της εξίσωσης, δηλαδή στο κατά πόσον ο συγγραφέας έχει επιτύχει να ενσωματώσει τις αναφορές αυτές στο έργο του και με ποιους τρόπους, ώστε να μην αποτελούν ξένο σώμα, καθιστώντας τον έναν ακόμα από τους συμπαθείς πλην ανούσιους επιγόνους της καλούμενης σύγχρονης λογοτεχνίας.
Αριστερά: Μιγκέλ Θερβάντες, επάνω: Τζέιμς Τζόις, Μαρσέλ Προυστ, κάτω: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Χούλιο Κορτάσαρ, Φραντς Κάφκα |
Η δομή της Νοσταλγίας δίνει τις απαντήσεις. Έχουμε έναν Πρόλογο («Ο Ρουλετίστας») και έναν Επίλογο («Ο Αρχιτέκτονας») όπου κινούνται στη ζώνη του φανταστικού και στα οποία θα σταθώ αναλυτικότερα στη συνέχεια. Θα ξεκινήσω όμως με τα ενδιάμεσα κεφάλαια, υπό τον γενικό τίτλο «Νοσταλγία» («Ο Λοξοπάλαβος», «Οι Δίδυμοι», «ΡΕΜ»).
Στο «Ο Λοξοπάλαβος» η παιδική ηλικία και τα παιχνίδια των παιδιών κυλούν μέσα στη νωθρή και ταυτόχρονα σκληρή πραγματικότητα της ζωής στο Βουκουρέστι, μέχρι να εμφανιστεί το ιδιαίτερο πλάσμα που η παρέα αποκαλεί Λοξοπάλαβο. Όταν έρθει η ώρα που το λοξό παιδί, ως άλλη Πυθία, χρησμοδοτεί στο παιδικό ποίμνιο τα 7 σημεία που συνιστούν την ιδρυτική διακήρυξη φαντασίας και ανεξαρτησίας («Μες το κεφάλι μου, κάτω από τον θόλο του κρανίου, υπάρχει ένας ανθρωπάκος φτυστός εγώ…»), ο αναγνώστης μένει ενεός από την έκταση και την πολυχρωμία της ονειρικής εμπειρίας. Γινόμαστε συνένοχοι στη γέννηση ενός νέου φανταστικού κόσμου εντός του υπάρχοντος, του οποίου θεράποντες γίνεται η ομάδα των παιδιών. Διόλου τυχαία η πτώση του Λοξοπάλαβου θα έρθει όταν αποκαλυφθεί ότι ακόμα και ένας προφήτης είναι έρμαιο των σαρκικών του ορμών. Το αποτέλεσμα θα είναι να αποκαθηλωθεί στη συνείδηση των συνομήλικων του ως ένα ακόμα παιδί κι όχι ο ιδρυτής μιας μικρής ουτοπίας. Η πραγματικότητα θα πάρει την εκδίκησή της και απλώς στο κλείσιμο του κεφαλαίου θα απομείνουν λίγες σελίδες του συγγραφέα, αμφισβητούμενης αληθοφάνειας.
Στους «Δίδυμους» η ανδρόγυνη φύση του πρωταγωνιστή / πρωταγωνίστριας και η τελετουργία της παρένδυσης, μεταφέρει τον αναγνώστη σε έναν από τους κόσμους που έπλασε ο Κάφκα με τη «Μεταμόρφωσή» του. Εν συνεχεία το ύφος του Προυστ κυριαρχεί, καθώς ο ήρωας που είναι έτοιμος να αποχωρήσει από τη ματαιότητα του κόσμου, παραχωρεί στις αναμνήσεις του το επάνω χέρι. Ο δεκαοχτάχρονος εαυτός του ανακαλύπτει τον έρωτα με τη συμμαθήτριά του, αλλά αυτή η τελετουργία θα λάβει χώρα με εντελώς καφκικό τρόπο: η κάθοδος στην υπόγεια διαδρομή θα οδηγήσει στο μουσείο φυσικής ιστορίας. Τα έγκλειστα βαλσαμωμένα ζώα μετατρέπονται σε πλάσματα της φαντασίας, τρομακτικά και αλλοπρόσαλλα, καθώς αρχίζουν και παίρνουν ζωή μπροστά στα μάτια των νεαρών πρωταγωνιστών που πλέον έχουν χάσει την αθωότητά τους για πάντα. Σε παράλληλο επίπεδο η ιστορία κινείται στον χώρο του ψυχιατρείου, με τους αλλόκοτους ενοίκους του να συνεισφέρουν στην παρανοϊκή ατμόσφαιρα. Και στο τέλος του κεφαλαίου όλα καταλήγουν στην εξαγνιστική φωτιά.
Ο δεκαοχτάχρονος εαυτός του ανακαλύπτει τον έρωτα με τη συμμαθήτριά του, αλλά αυτή η τελετουργία θα λάβει χώρα με εντελώς καφκικό τρόπο: η κάθοδος στην υπόγεια διαδρομή θα οδηγήσει στο μουσείο φυσικής ιστορίας.
Το «ΡΕΜ» εισέρχεται στην επικράτεια του Μπόρχες, μολονότι ξεκινάει με ένα αόρατο έντομο που περιφέρεται στο διαμέρισμα παρακολουθώντας το νεαρό ζευγάρι. Πρόκειται βεβαίως για τον συγγραφέα που ζει και τρέφεται με τις ιστορίες, και μέσα από τις ιστορίες των ηρώων του. Η αφήγηση κυλά στο μεταίχμιο του ρεαλιστικού με την πρωταγωνίστρια να έρχεται σε επαφή με οικογένεια γιγάντων και συγκεκριμένα με τον Γιέγκορ (θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Γκρέγκορ), τον συγγραφέα, ο οποίος μυεί το νέο κορίτσι στη θαυματουργή λειτουργία του ονείρου, εκείνου που είναι τελικά το ΡΕΜ: ένας απέραντος μηχανισμός, ένας κολοσσιαίος εγκέφαλος ή ένα καλειδοσκόπιο ανάγνωσης του σύμπαντος. Η ευθεία αναφορά στο «Άλεφ» του Μπόρχες δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας στον αναγνώστη. Τα όνειρα δίνουν τον ρυθμό ως το τέλος του κεφαλαίου όπου με μια εντυπωσιακή μαγική κίνηση, μέσα από ένα μαγικό αβγό εκκολάπτεται η Χίμαιρα. Το κεφάλαιο κλείνει με μια ακόμα αντιστοφή – αυτή τη φορά η απόλυτη αποδοχή της ζωής, εκείνο το επιτελεστικό «Ναι!» από τον μονόλογο της Μόλλυ στον Οδυσσέα του Τζόυς, μεταστρέφεται σε ένα ματαιωμένο «Όχι!», να πυροβολεί επαναληπτικά τον αναγνώστη.
Αν αναζητούσαμε κάποιους κοινούς τόπους, ένας πρώτος θα ήταν ότι η νοσταλγία των ηρώων λειτουργεί ως εμπρηστικός μηχανισμός που πυρπολεί την πραγματικότητα για να αναδυθεί περίλαμπρος ο φοίνικας του ονείρου, της φαντασίας. Είναι σε αυτές ακριβώς τις σκηνές, θεωρώ, όπου ο Καρταρέσκου μεγαλουργεί. Χειρίζεται την εισβολή του φανταστικού / εφιαλτικού με τόσο αξιοθαύμαστο τρόπο, ώστε καθιστά τα πιο περιγραφικά / ρεαλιστικά σημεία λιγότερο ενδιαφέροντα. Προφανώς, τα μεν είναι απαραίτητα για να αναδειχθούν τα δε, όπως ακριβώς η ίδια η νοσταλγία αποτελεί μυθοπλαστική αναπαράσταση της πραγματικότητας – απόνερα που μεταφέρουν στο παρόν μπουκάλια με μηνύματα ξεχασμένων καιρών και ανθρώπων.
Ο Μίρτσεα Καρταρέσκου είναι η εξέχουσα λογοτεχνική φωνή των σύγχρονων ρουμανικών γραμμάτων και ανήκει στους πλέον ρηξικέλευθους δημιουργούς της Ευρώπης. Πολυβραβευμένος και διεθνώς καταξιωμένος ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός, γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1956. Στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης σπούδασε φιλολογία και διδάσκει εκεί ως καθηγητής. Θεωρείται ηγετική φυσιογνωμία της «ομάδας του ’80» (ή της «γενιάς με τα τζιν»), η οποία εισήγαγε τον μεταμοντερνισμό στη ρουμανική λογοτεχνία. Από τα ποιητικά του έργα ξεχωρίζουν τα εξής: Φάροι, βιτρίνες, φωτογραφίες (1980) και Το Λεβάντε (1989). Τα δύο σημαντικότερα αφηγηματικά του εγχειρήματα είναι η μυθιστορηματική τριλογία Εκτυφλωτικό (1996-2007), μεταφρασμένη σε πολλές γλώσσες, και το πιο πρόσφατο Σολενοειδές (2015), ένα μνημειώδες έπος επιβλητικών διαστάσεων, ο τίτλος του οποίου αποτελεί νεολογισμό. Με τη Νοσταλγία (1993), ένα βιβλίο που σήμερα χαρακτηρίζεται ως «καλτ αριστούργημα», αναγνωρίστηκε εγκαίρως η αξία του σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. |
Όπως πάντα στη λογοτεχνία ο χώρος αποδεικνύεται εξίσου ή και περισσότερο σημαντικός από τις ιδέες. Το Βουκουρέστι του Καρταρέσκου δεν είναι εκείνο του δικτάτορα Τσαουσέσκου και της μυστικής αστυνομίας, μολονότι η δράση λαμβάνει χώρα εκείνες τις δεκαετίες. Αν και οι τοποθεσίες, οι δρόμοι, τα κτήρια και πιθανώς οι άνθρωποι είναι υπαρκτά, αποτελούν τον διάκοσμο, ένα σκηνικό στο οποίο κινούνται οι φασματικές φιγούρες των πρωταγωνιστών. Και για κάθε υπέργειο, υπάρχει και κάτι υπόγειο, το οποίο συνδέει το ονειρικό νοσταλγικό άνω με το εφιαλτικό καφκικό κάτω. Οι πρωταγωνιστές εισέρχονται συχνότερα σε υπόγεια, σε τούνελ, στο υπόγειο δίκτυο που ενώνει το συνειδητό με το ασυνείδητο και συνήθως εκεί ανακαλύπτουν τον εαυτό τους, την εσωτερική τους αλήθεια. Η επάνοδός τους στον κόσμο, περιγράφεται ως μιας μορφής αντίστροφη γέννηση, μέσα από τους υγρούς διαδρόμους στην επιφάνεια. Με τη διαφορά ότι ο ομφάλιος λώρος δεν κόβεται ποτέ και τους κρατάει πάντοτε συνδεδεμένους με τον εφιάλτη.
Άλλος κοινός τόπος: Η πανταχού παρουσία του συγγραφέα, ακόμα και με τη μορφή εντόμου, που ξεπροβάλλει το κεφάλι του σε κάθε κεφάλαιο, κατά το δοκούν. Εισέρχεται στους πρωταγωνιστές, καιροφυλακτεί στις σκοτεινές γωνίες, εισβάλει στο παρόν τις στιγμές που ο αναγνώστης έχει αφεθεί νωχελικά στις απαλές πτυχώσεις της πλοκής. Ετούτη η παρουσία έχει χαρακτηριστικά προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, τιμωρητικού, σοφού αλλά και ενοχικού ταυτόχρονα. Τραβά το χαλινάρι της αφήγησης όταν κρίνει ότι η αναπαραστατική διάσταση της λογοτεχνίας του κερδίζει έδαφος, υπενθυμίζοντας την παρουσία του στον αναγνώστη. Κάτι που με τη σειρά του μας οδηγεί στις δύο κορυφαίες, θεωρώ, ιστορίες του βιβλίου: τον «Ρουλετίστα» και τον «Αρχιτέκτονα».
Πρόκειται ουσιαστικά για δύο διαφορετικές εκδοχές του ιδίου θέματος: του πώς ο καλλιτέχνης-δημιουργός ποιεί λογοτεχνία επιζητώντας τη διάσπαση του χρόνου, τελικά την ίδια την αθανασία. Προτού εισέλθουμε όμως στην ερμηνευτική, ας εξετάσουμε την ποιητική – τον τρόπο που ο Καρταρέσκου αφηγείται τις ιστορίες του. Το φανταστικό στοιχείο προεξάρχει εδώ, με το ρεαλιστικό να είναι έως και ανύπαρκτο. Και οι δύο φιγούρες/πρωταγωνιστές δεν ανταποκρίνονται σε καμία δυνατή ανθρώπινη συνθήκη, με αποτέλεσμα εξαρχής να αποτελούν σύμβολα, εξωανθρώπινα όντα. Ο ένας παίζει ρωσική ρουλέτα παράτολμα, ξεγελώντας συνεχώς τον θάνατο και τις πιθανότητες, ενώ ο αρχιτέκτονας δημιουργεί απόκοσμη μουσική (παραπέμποντας σε ένα μείγμα Μπάλαρντ και Λάβκραφτ), η οποία καταπίνει αφενός τον ίδιο τον δημιουργό της και αφετέρου ολόκληρο τον πλανήτη και μετά το σύμπαν.
Διακρίνεται περήφανα το κλασικό μοτίβο του υπεράνθρωπου δημιουργού με ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Δεν γνωρίζω κατά πόσον ο Καρταρέσκου είναι μεγαλομανής, αλλά το συγγραφικό του alter ego, όπως το μετουσιώνει στις σελίδες του βιβλίου και συγκεκριμένα εντός των δύο αυτών υπέροχων ιστοριών, κυριολεκτικά κατακλύζει με την παρουσία του τον χώρο και τον χρόνο. Ο συγγραφέας αφήνει παρακαταθήκη αφενός μέσω πληρεξουσίου (του Ρουλετίστα που αψηφά τον θάνατο, ακριβώς γιατί είναι φοβισμένος) και αφετέρου επιτυγχάνοντας την ύστατη μεταμόρφωση (με τον Αρχιτέκτονα) σε κάτι συμπαντικό, θεϊκό. Λογικό, καθότι η απόλυτη και μοναδική άρνηση του θανάτου είναι η δημιουργία. Εκεί που εμείς οι βροτοί αναπαράγουμε ταπεινά τον εαυτό μας σε μια εις μικρόν δημιουργία, χαμηλής έντασης, πεπερασμένου χρόνου, ο καλλιτέχνης δημιουργεί τέχνη αχανούς διάρκειας, έντασης και έκτασης που απορροφά άπαντα τα υπάρχοντα ως καύσιμο που τρέφει το θηριώδες εγώ της.
Έχοντας ξεκινήσει στον «Ρουλετίστα» με την «ταπεινότητα» του δημιουργού που αρνείται να περάσει στη λήθη ακολουθώντας τη μοίρα των πολλών, ο Καρταρέσκου, μέσω της νοσταλγίας του παρελθόντος στα ενδιάμεσα κεφάλαια, οδηγείται με τον «Αρχιτέκτονα» στη θέωση. Όχι εκείνη του πιστού κάποιου δόγματος, όχι του προσήλυτου, αλλά του Φάουστ που έχει πουλήσει την ψυχή του στον Μεφιστοφελή της τέχνης με αντάλλαγμα την αθανασία του έργου του.
Η τελική μου εντύπωση είναι μία: Σεβασμός! Δεν μπορώ να γνωρίζω αν ο Καρταρέσκου θα τα καταφέρει να περάσει στην αιωνιότητα. Μόνο ο χρόνος μπορεί να το βεβαιώσει και δεν θα είμαι εδώ για να επιβεβαιωθώ. Αδυνατώ όμως να μη θαυμάσω τη larger than life υπεροψία ενός δημιουργού που τολμά να παίξει λογοτεχνική ρουλέτα με 6 σφαίρες στο πιστόλι, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, και με τους μεγάλους Προγόνους να στοιχηματίζουν εναντίον του, πιστεύοντας ότι στο τέλος έχει πιθανότητες να κερδίσει!
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Κάποιοι διατείνονται ότι το ΡΕΜ πρέπει να είναι ένας απέραντος μηχανισμός, ένας κολοσσιαίος εγκέφαλος που ρυθμίζει και συντονίζει, βάσει συγκεκριμένου σχεδίου και για συγκεκριμένο σκοπό, όλα τα όνειρα των ζωντανών υπάρξεων, από τα αδιανόητα της αμοιβάδας και του κρόκου μέχρι εκείνα των ανθρώπων. Το όνειρό, κατά την αντίληψή τους, είναι η αυθεντική πραγματικότητα, εκείνη που αποκαλύπτονται οι βουλές της Θεότητας που κρύβεται στο ΡΕΜ. Άλλοι βλέπουν στο ΡΕΜ κάτι σαν καλειδοσκόπιο, στο οποίο μπορείς να διαβάσεις ολόκληρο το σύμπαν ταυτόχρονα, με όλες τις λεπτομέρειες της κάθε στιγμής στην ανάπτυξή τους, από την γέννηση ως τη συντέλειά του».