Για το μυθιστόρημα της Ελίφ Σαφάκ «10 Λεπτά και 38 Δευτερόλεπτα σ’ αυτόν τον Παράξενο Κόσμο» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Σε πόση ώρα, από τη στιγμή που αφήνει την τελευταία του πνοή, μεταμορφώνεται κάποιος από ζωντανό πλάσμα σε πτώμα; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να σταματήσει το μυαλό τις λειτουργίες των κυττάρων του; Σύμφωνα με ιατρικές έρευνες, ο χρόνος αυτός μπορεί να είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, μέχρι δέκα λεπτά και τριάντα οκτώ δευτερόλεπτα. Πόσα γεγονότα, πόσες αναμνήσεις και συναισθήματα μπορεί να ανακαλέσει κανείς μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα; Μπορεί το μυαλό να συμπυκνώσει μια ολόκληρη ζωή μέσα σε λίγα λεπτά;
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, και την άλλη πια δεν ήταν…»
Η Ελίφ Σαφάκ στο μυθιστόρημά της 10 Λεπτά και 38 Δευτερόλεπτα σ’ αυτόν τον Παράξενο Κόσμο (βραχεία λίστα του βραβείου Μπούκερ για το 2019) ξεκινά την αφήγηση από τη στιγμή που η καρδιά της Λεϊλά, μιας νέας γυναίκας που ήταν πόρνη, παύει να χτυπά. Το σώμα της βρίσκεται μέσα σε έναν κάδο σκουπιδιών, σε μια ερημική τοποθεσία έξω από την Κωνσταντινούπολη. Κανείς από τους συγγενείς της δεν δέχεται να πάρει τη σωρό της και να της προσφέρει μια κανονική ταφή. Αναπόφευκτα θα καταλήξει στο Κοιμητήριο των Ασυντρόφευτων. Τα εγκεφαλικά της κύτταρα, επιστρατεύοντας όλα τα αποθέματα ενέργειας που διαθέτουν, κινητοποιούν σε τέτοιο βαθμό τη μνήμη της, που την κάνουν να ανακαλέσει πράγματα που δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν κάπου καταγεγραμμένα μέσα της.
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, και την άλλη πια δεν ήταν...» Η πεθαμένη Λεϊλά λοιπόν, μας διηγείται τη ζωή της, από το πρώτο λεπτό που έρχεται στον κόσμο. Γεννιέται στη Βαν, μια πόλη που βρίσκεται πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Ιστανμπούλ. Μας λέει για τον πατέρα της με τις δύο συζύγους. Για τη γυναίκα που θεωρεί μητέρα της, αλλά δεν είναι εκείνη που την γέννησε και για τη γυναίκα που την γέννησε αλλά δεν της επέτρεψαν να μεγαλώσει η ίδια την κόρη της. Για τον θείο που την βίασε στα έξι της. Για το ότι κανείς από την οικογένειά της δεν ζήτησε το λόγο από τον βιαστή της και δεν αξίωσε την τιμωρία του. Για το ότι αργότερα εκείνη έμεινε έγκυος και, πράγμα συνηθισμένο σε τέτοιες περιπτώσεις, η οικογένεια, για να καλύψει το γεγονός, ετοιμάστηκε να την παντρέψει με έναν ξάδελφό της. Για το πώς αποφάσισε να εγκαταλείψει το σπίτι της και να αναζητήσει την τύχη της στην Ιστανμπούλ, ανυποψίαστη για το τι θα αντιμετώπιζε σε αυτή τη μεγάλη πόλη, τη γεμάτη όχι ευκαιρίες, όπως νόμιζε, αλλά, κυρίως, πληγές.
Η φιλία ως ευλογία και εύνοια της τύχης
Όμως, ό,τι η ζωή της στέρησε από οικογενειακή αγάπη και ασφάλεια, της το έδωσε σε φίλους. Εκτός από εκμεταλλευτές, προαγωγούς και κάθε λογής ανθρώπους της νύχτας, γνωρίζει και κάποιους με τους οποίους μπορεί να επικοινωνήσει. Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Είναι η Ναλάν που γεννήθηκε Οσμάν κι εγκατέλειψε τον τόπο του και την ευκατάστατη οικογένειά του για να διορθώσει «το λάθος που είχε διαπράξει ο Μεγαλοδύναμος». Ο Σινάν, που γνώρισε τη Λεϊλά σε πολύ μικρή ηλικία, τη βοήθησε να φύγει από τον τόπο της και συνέχισε να είναι φίλος και προστάτης της για όλη της τη ζωή. Η Τζαμίλα, μια νεαρή Σομαλή, που έφυγε από την χώρα της γιατί δεν ένοιωθε ασφαλής. Η Ζαϊνάμπ 122, μια Αράβισσα νάνος από τον Λίβανο, που ήρθε στην Ιστανμπούλ αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Και η Χουμέιρα από την Μεσοποταμία, η οποία ήρθε στην ίδια πόλη, δραπετεύοντας από έναν γάμο στον οποίο εξαναγκάστηκε.
Πέντε άνθρωποι που αρνήθηκαν να ακολουθήσουν την προδιαγεγραμμένη για αυτούς πορεία, δεν συμβιβάστηκαν παρότι φοβήθηκαν κι άκουσαν την καρδιά τους διαφοροποιούμενοι με όποιο τίμημα. Αυτοί είναι το δίχτυ ασφαλείας της Λεϊλά, είναι εκείνοι που την στηρίζουν, που απαλύνουν τον πόνο από τις πληγές της και φυσούν ζωή στα πνευμόνια της. Τους δένει μια σχέση ειλικρίνειας, εμπιστοσύνης, κατανόησης και αμοιβαίας αφοσίωσης. Θα καταφέρουν άραγε αυτοί οι πέντε να δώσουν στη Λεϊλά το αποχαιρετιστήριο τελετουργικό που της αξίζει;
(...) «μόνο και μόνο επειδή νομίζεις ότι είσαι ασφαλής σε έναν τόπο, δεν σημαίνει ότι είναι ο κατάλληλος για σένα».
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη: μυαλό, σώμα, ψυχή, τα οποία είναι και τα συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Το καθένα από αυτά λειτουργεί διαφορετικά μετά την έλευση του θανάτου. Το μυαλό, για λίγο, βρίσκεται σε εγρήγορση και μετά σβήνει, το σώμα, μπαίνει σχεδόν αμέσως σε διαδικασία αποσύνθεσης και η ψυχή απελευθερώνεται από τον πόνο και τη δυστυχία, από κάθε αρνητικό συναίσθημα. Στις σελίδες του βιβλίου θα συναντήσουμε γεύσεις κι αρώματα της ανατολής, προλήψεις και θρησκευτικές τελετουργίες, ρεαλιστικές περιγραφές βίας και αγριότητας, ζωντανό λόγο και ενδιαφέρουσα πλοκή από μια δεξιοτέχνη της μυθοπλασίας.
Η Ελίφ Σαφάκ γεννήθηκε το 1971 στη Γαλλία. Έχει τουρκική και βρετανική υπηκόοτητα. Αποφοίτησε από το τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Μεσανατολικού Τεχνικού Πανεπιστημίου στην Άγκυρα. Τα μυθιστορήματά της γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία και έχουν μεταφραστεί σε πενήντα γλώσσες. Είναι υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών, της LGBT+ κοινότητας και της ελευθερίας του λόγου. Αρθρογραφεί σε μεγάλα έντυπα. Το βιβλίο της The islanf of missing trees είναι στην βραχεία λίστα του βραβείου Costa. |
Οι γυναίκες ένοχες από την ώρα που γεννιούνται
Η συγγραφέας φιλοτεχνεί την προσωπογραφία μιας πατριαρχικής κοινωνίας όπου η γυναίκα θεωρείται κτήμα αρχικά του πατέρα και στη συνέχεια του συζύγου της. Είναι κλεισμένη στο σπίτι, το οποίο μοιράζεται με τις υπόλοιπες συζύγους, κάνει παιδιά, τα οποία δεν έχει την δυνατότητα να τα μεγαλώσει όπως θέλει, ακολουθεί τα θρησκευτικά και κοινωνικά πρωτόκολλα. Ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να μείνει άστεγη, αν η συμπεριφορά της προκαλέσει την οργή του συζύγου-αφέντη. Και, φυσικά, κανένας πατέρας δεν θα δεχθεί πίσω μια κόρη που την έδιωξε ο άντρας της. Ο βιασμός από πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος είναι ένα επίσης συχνό φαινόμενο, το οποίο βαρύνει αποκλειστικά και μόνο τη γυναίκα, καθώς επικρατεί η άποψη ότι πάντα εκείνη τον προκαλεί και το απολαμβάνει. Επιπτώσεις στους άνδρες δεν υπάρχουν ποτέ, ούτε καν όταν πρόκειται για βιασμούς ανηλίκων. Η κάθε μορφής κακοποίηση αντιμετωπίζεται ως φυσιολογική και αναμενόμενη. Η γυναίκα θεωρείται βρώμικη, ανάξια για οτιδήποτε και ένοχη για τα πάντα, από τη στιγμή της γέννησής της. Η υπακοή της στον σύζυγο είναι προϋπόθεση για την επιβίωσή της. Σε μια κοινωνία, όπου οι μόνοι αξιοσέβαστοι λόγοι εορτασμού είναι το έθνος και η θρησκεία, η οικογένεια εμφανίζεται ως ασφαλές καταφύγιο, όμως «μόνο και μόνο επειδή νομίζεις ότι είσαι ασφαλής σε έναν τόπο, δεν σημαίνει ότι είναι ο κατάλληλος για σένα».
Η Ελίφ Σαφάκ, η οποία συναρπάζει με τις δημόσιες ομιλίες της για τα δικαιώματα των γυναικών και την ελευθερία του λόγου, με το μυθιστόρημα αυτό εστιάζει στους ανθρώπους που βιώνουν καταπίεση, που δεν μπορούν να διατυπώσουν άποψη και να εκφράσουν επιθυμίες. Επικεντρώνεται στους σιωπηλούς, περιθωριακούς ανθρώπους, δίνοντας ζωή στις ανείπωτες, ξεχασμένες ιστορίες τους. Σκύβει με αγάπη και τρυφερότητα στη γυναίκα που ψάχνει τη θέση της στον κόσμο, φέρνοντας στο προσκήνιο το ρόλο της οικογένειας στη διαιώνιση του καθεστώτος καταπίεσης των γυναικών. Τονίζει τη δύναμη της φιλίας, αυτής της σύνδεσης που, αν και δεν βασίζεται σε δεσμούς αίματος, είναι ικανή να οικοδομήσει μια άλλου είδους οικογένεια, εξίσου ή και καμιά φορά, περισσότερο σημαντική.
Η μετάφραση της Άννας Παπασταύρου αποδίδει εναργώς την ικανότητα της Ελίφ Σαφάκ να διηγείται ιστορίες που συνδέονται με την πραγματικότητα και ωθούν τον αναγνώστη να πάρει μια θέση απέναντι στην πραγματικότητα αυτή.
* Η Χριστίνα Μουκούλη είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πίστευε πως υπήρχαν δύο ειδών οικογένειες σε τούτο τον κόσμο: οι συγγενείς ήταν η οικογένεια του αίματος και οι φίλοι η οικογένεια του νερού. Αν η οικογένειά σου του αίματος τύχαινε να είναι καλή και στοργική, μπορούσες να μακαρίζεις την τύχη σου και να επωφελείσαι όσο μπορείς από αυτήν. Κι αν όχι, υπήρχε ακόμη ελπίδα τα πράγματα μπορούσαν να πάρουν μια τροπή προς το καλύτερο, μόλις μεγάλωνες τόσο, όσο να μπορείς να φύγεις από το «σπίτι σου, το σπιτάκι σου, το (μισητό) σπιτοκαλυβάκι σου.
Όσο για την οικογένεια του νερού, αυτή σχηματιζόταν πολύ αργότερα στη ζωή και σε μεγάλο βαθμό ήταν έργο δικό σου. Παρότι ήταν αλήθεια ότι τίποτα δεν μπορούσε να πάρει τη θέση μιας στοργικής οικογένειας του αίματος, αν αυτή έλειπε, μια καλή οικογένεια του νερού μπορούσε να σβήσει τον πόνο και την οδύνη που είχε μαζευτεί μέσα σου σαν μαύρη αιθάλη. Κατά συνέπεια ήταν δυνατόν οι φίλοι σου να πάρουν μια πολύτιμη θέση στην καρδιά σου και να καταλάβουν έναν μεγαλύτερο χώρο απ’ όσο όλοι οι συγγενείς σου μαζί. Όμως όποιοι δεν είχαν βιώσει ποτέ το αίσθημα της απόρριψης από τους ίδιους τους συγγενείς τους δεν θα καταλάβαιναν αυτή την αλήθεια ούτε σε χίλια χρόνια. Δε θα μάθαιναν ποτέ πως υπήρχαν καιροί που το νερό κυλούσε πιο πηχτό από το αίμα».