Η κουλτούρα της Νότιας Κορέας μέσα από δύο αστυνομικά μυθιστορήματα της You-Jeong Jeong και ένα του Kim Un-su. Στην κεντρική εικόνα οι δύο συγγραφείς.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Πριν από μια πενταετία περίπου, στον εκδοτικό χώρο κυκλοφορούσαν ψιθυριστά οι φήμες πως το κορεατικό αστυνομικό μυθιστόρημα σύντομα θα αντικαθιστούσε τη σχολή του σκανδιναβικού. Τελικά οι φήμες αυτές δεν ευοδώθηκαν και ελάχιστα τέτοια βιβλία κυκλοφόρησαν στην ελληνική αγορά. Ούτε στη διεθνή αγορά έκαναν τον αναμενόμενο πάταγο.
Η απορία είναι, φυσικά: Πώς οι Κορεάτες δεν κατάφεραν να επιβάλουν τα αστυνομικά βιβλία τους, όπως έκαναν με την K-pop, τα K-dramas, τα K-manhwa, την K-beauty; Η εξάπλωση της νεοκορεατικής κουλτούρας, απ’ ό,τι διαβάζουμε, ξεκίνησε την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα με τη συστηματική μεθοδικότητα που διακρίνει κάποιους λαούς [αλλά όχι τον δικό μας]. Το κορεατικό υπουργείο Πολιτισμού επένδυσε αμύθητα ποσά στην τέχνη όταν συνειδητοποίησε ότι τα κέρδη από την ταινία Jurassic Park ξεπερνούσαν σχεδόν τις εισπράξεις από την πώληση 1.500.000 αυτοκινήτων Hundai. Σύντομα, το 1% του κρατικού προϋπολογισμού άρχισε να επενδύεται στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, με αποτέλεσμα η καινούργια χιλιετία να σημαδευτεί από την έκρηξη του κορεατικού κινηματογραφικού ύφους – βία στα όρια της παράνοιας.
Το κορεατικό υπουργείο Πολιτισμού επένδυσε αμύθητα ποσά στην τέχνη, όταν συνειδητοποίησε ότι τα κέρδη από την ταινία Jurassic Park ξεπερνούσαν σχεδόν τις εισπράξεις από την πώληση 1.500.000 αυτοκινήτων Hundai.
Η κυριαρχία της κορεατικής κουλτούρας αρχικά στην Ασία, κι αργότερα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική στήριξη του κορεατικού υπουργείου πολιτισμού, αλλά είναι πολυπαραγοντική. Άλλοι, ειδικότεροι εμού, θα την αναλύσουν πιο αποτελεσματικά, καθώς εγώ μόνο εικασίες μπορώ να κάνω. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, ότι αργά ή γρήγορα, τα εθνικά πολιτιστικά κέντρα παρακμάζουν και στερεύουν, αντικαθίστανται από νεότερα, πιο φρέσκα και συντονισμένα με τους καιρούς. Ίσως ήρθε ο καιρός να (ξανα)γίνει η Ασία διεθνές πολιτιστικό κέντρο των τεχνών. Της 7ης και της 9ης, προς το παρόν. Για τα γράμματα, δεν ξέρω ακόμα.
Ο ασιατικός κινηματογράφος, ως λαϊκή τέχνη, ήταν πιο οικείος στο δυτικό κοινό χάρη στις ταινίες δράσης του Bruce Lee (που ήταν από το Χονγκ Κονγκ) και στην (αμερικανική) σειρά Kung Fu [βασισμένη σε ιδέα του Lee από την οποία επωφελήθηκε ο David Carradine]. Τώρα, πώς από τις ταινίες καράτε και το βίαιο Old Boy βρέθηκε ο κορεατικός κινηματογράφος να κερδίζει Χρυσό Φοίνικα, Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Ξενόγλωσσης Ταινίας, με τα Παράσιτα του Bong Joon-Ho, είναι ένα ακόμα από τα πολλά μυστήρια του Hallyu. Το οποίο, κατά τη wiki, ονομάζεται πια «Hallyu.3», καθώς βρισκόμαστε στο τρίτο κύμα του. Αναμφίβολα, στην επιτυχία του κορεατικού σινεμά έπαιξαν σημαντικό ρόλο η πρόσβαση στις προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες και η πρόσβαση στις πλατφόρμες όπως το Netflix. Και ίσως τα βιβλία να έμειναν πίσω επειδή σπάνια αποφέρουν ιλιγγιώδη κέρδη.
Αν εξαιρέσεις τα Παράσιτα, οι περισσότερες ταινίες και σειρές, και η μουσική φυσικά, του Korean wave διακρίνονται από μια χλιαρή έως τελείως απολιτική κριτική στον ασιατικό καπιταλισμό. Στα βιβλία, από την άλλη, οι δυστοπίες διαγράφονται πιο καθαρά.
Αν εξαιρέσεις τα Παράσιτα, οι περισσότερες ταινίες και σειρές, και η μουσική φυσικά, του Korean wave διακρίνονται από μια χλιαρή έως τελείως απολιτική κριτική στον ασιατικό καπιταλισμό. Στα βιβλία, από την άλλη, οι δυστοπίες διαγράφονται πιο καθαρά. Αντιγράφω από το μπλόγκερ/βιβλιοκριτικό Colin Marshal, (Los Angeles Review of Books):
«Ο τρόπος διαβίωσης των ηρώων (που μετά δυσκολίας καταφέρνουν να επιβιώσουν) υπαινίσσεται ότι η Νότια Κορέα δεν τα κατάφερε ποτέ να ενταχθεί στον αναπτυγμένο κόσμο. Το αληθινό έγκλημα, όπως φαίνεται από μια στοιχειώδη ανάγνωση των αστυνομικών βιβλίων, είναι ο καπιταλισμός. Σκέφτομαι την έννοια του “τέταρτου κόσμου”, όπως τον περιγράφει ο Ινδο-Αμερικανός συγγραφέας Venkatesh Rao. Ο τέταρτος κόσμος αναδύεται εκεί όπου μεγάλος αριθμός ανθρώπων γλιστράει από τις χαραμάδες της θεωρούμενης πλήρους ανάπτυξης και βρίσκεται σε συνθήκες χειρότερες από του τρίτου κόσμου. Περισσότερο αποκομμένος κοινωνικά, πιο ευάλωτος στην ψυχική ασθένεια και την εξάρτηση από τα ναρκωτικά, με λιγότερες οικονομικές ευκαιρίες εξαιτίας των κακοπληρωμένων και ασήμαντων εργασιών, και λιγότερες δυνατότητες να σταθεροποιήσει ένα μοντέλο ζωής».
Θα υπέθετα λοιπόν ότι αυτό που αγάπησε το αναγνωστικό κοινό στα λίγα επιτυχημένα κορεατικά αστυνομικά μυθιστορήματα (κάτι που είναι απόν στις περισσότερες ταινίες/σειρές) είναι η περιγραφή της ζωής των κατοίκων της Κορεατικής Χερσονήσου, η προσπάθειά τους να συνδυάσουν την εκβιομηχάνιση και την υπέρμετρη αστικοποίηση με τις παραδοσιακές αξίες του σεβασμού στην ιεραρχία, των αυστηρών κανόνων που διέπουν την καθημερινή ζωή (σεβασμός του ζωτικού χώρου, ο αντίστοιχος δικός μας πληθυντικός σαν ένδειξη τιμής, σκληρή πατριαρχία).
Δείγμα της γραφής των Κορεατών συγγραφέων του αστυνομικού είδους θα βρούμε στα πιο κάτω βιβλία:
Οι Μηχανορράφοι, του Kim Un-su (μτφρ. Νίνα Μπούρη, εκδ. Πατάκη)
«Σε μια τρομακτική, αν και όχι αδιανόητη Σεούλ, εγκληματικά συνδικάτα, “οργανωτές” και εκτελεστές διαγκωνίζονται για την κυριαρχία. Πίσω από τις δολοφονίες που αλλάζουν τον ρου της ιστορίας, βρίσκονται πάντα μηχανορράφοι, των οποίων τα σχέδια εκτελούν πληρωμένοι δολοφόνοι. Από την εποχή της ιαπωνικής κατοχής της Κορέας, η “βιβλιοθήκη των σκυλιών” είναι η πιο ισχυρή οργάνωση των δολοφόνων αυτών. Ο Ρέσενγκ είναι δολοφόνος, μια ζωή εκτελεί συμβόλαια θανάτου. Παίρνει εντολές από τους “οργανωτές” –τα μυστηριώδη αφεντικά που κινούν τα νήματα– και τις ακολουθεί κατά γράμμα. Δεν αμφισβητεί ποτέ το πού να πάει, ποιον να σκοτώσει, ούτε αναρωτιέται γιατί το σπίτι του είναι γεμάτο βιβλία που δεν διαβάζει κανείς. Ώσπου μια μέρα αποφασίζει να παραβεί τους κανόνες και να αφήσει ένα θύμα να πεθάνει με τον τρόπο που επιθυμεί. Στο εξής, κάθε κίνησή του παρακολουθείται. Μήπως οι “οργανωτές” έχουν αποφασίσει ότι οι μέρες του είναι μετρημένες; Και εφόσον δεν γνωρίζει ποιοι είναι, πώς είναι δυνατόν να τους ξεφύγει;»
Αλλόκοτη αστυνομική ιστορία, με ήρωα έναν επαγγελματία δολοφόνο που ζει σε μια εγκαταλειμμένη βιβλιοθήκη, η οποία είναι προκάλυμμα και κρησφύγετο του «Σκυλόσπιτου», μιας αδίστακτης συμμορίας. Ο Ρέσενγκ, ορφανός που ανατράπηκε από τον αρχηγό του «Σκυλόσπιτου», εκτελεί τα συμβόλαια θανάτου χωρίς τύψεις κι επιστρέφει για να παίξει με τις γάτες τους. Μέχρι τη στιγμή που θα επιτρέψει στον οίκτο να του αλλάξει ελάχιστα το modus operandi. Και τότε θα βρεθεί αυτός στο στόχαστρο των δολοφόνων. Ή όχι;
Μπαίνοντας στο βιβλίο, πρέπει να ξεχάσουμε όλα όσα ξέρουμε ή θεωρούμε ως δεδομένα: η επιστροφή της Κορέας στη δημοκρατία είχε σαν αποτέλεσμα ένα τσουνάμι δολοφονιών, αφού οι συμμορίες, συνεργαζόμενες με το κράτος, ήταν οι μόνες που πρόσφεραν δουλειά στους εξαθλιωμένους κατοίκους της Σεούλ. Όλα άλλαξαν ραγδαία σε μια χώρα που υιοθέτησε βίαια την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση (το 85% του πληθυσμού ζει σε μεγαλουπόλεις), αφήνοντας πίσω το αγροτικό, κομφουκιανό παρελθόν της, χωρίς να το έχει λησμονήσει αληθινά.
Βίαιο αλλά γοητευτικό, αναπάντεχα τρυφερό, περιγράφει το υπογάστριο μιας πόλης στην οποία διασταυρώνονται φαινομενικά αθώοι ηλικιωμένοι που παριστάνουν τους κουρείς, ενώ είναι εκτελεστές, λούμπεν προλετάριοι που διατηρούν αποτεφρωτήριο σκύλων, μηχανορράφοι που κινούν τους ανθρώπους σαν μαριονέτες.
Τα κορεατικά αστυνομικά διακρίνονται για τον αφαιρετικό και λιτό τρόπο γραφής τους, το συγκεκριμένο όμως πετυχαίνει να οπτικοποιήσει την πλοκή σαν να πρόκειται για σχέδιο σεναρίου. Ή ίσως μας παρασύρουν οι αμέτρητες ταινίες και σειρές που έχουν διαβρώσει το υποσυνείδητό μας. Βίαιο αλλά γοητευτικό, αναπάντεχα τρυφερό, περιγράφει το υπογάστριο μιας πόλης στην οποία διασταυρώνονται φαινομενικά αθώοι ηλικιωμένοι που παριστάνουν τους κουρείς, ενώ είναι εκτελεστές, λούμπεν προλετάριοι που διατηρούν αποτεφρωτήριο σκύλων, μηχανορράφοι που κινούν τους ανθρώπους σαν μαριονέτες.
Εφ7ά χρόνια σκοτάδι, της You-Jeong Jeong, (μτφρ. από τα κορεατικά: Αμαλία Τζιώτη, εκδ. Μεταίχμιο)
«Ως πού μπορεί να φτάσει κάποιος για να κρατήσει τα κεκτημένα του – και να εκδικηθεί; Ένα κορίτσι βρίσκεται νεκρό στη λίμνη Σε-ριονγκ, κοντά σε ένα απόμερο χωριό της Νότιας Κορέας. Η αστυνομία ξεκινά αμέσως έρευνα. Την ίδια ώρα, τρεις άντρες –ο πατέρας του κοριτσιού και δύο μέλη της ομάδας ασφαλείας του φράγματος της λίμνης, που όλοι έχουν από κάτι να κρύψουν για το βράδυ του θανάτου της– βρίσκονται μπλεγμένοι σε ένα περίπλοκο παιχνίδι, καθώς αγωνίζονται να αποκαλύψουν τι της συνέβη, χωρίς όμως να φανερώσουν τα δικά τους καλά κρυμμένα μυστικά. Η τελική αντιπαράθεση στο φράγμα θα οδηγήσει έναν από τους φρουρούς ασφαλείας στη φυλακή. Για εφτά χρόνια, ο γιος του, ο Σο-γουόν, βρίσκεται στη σκιά του συνταρακτικού και ανεξήγητου αυτού εγκλήματος· όπου κι αν πάει, τον ακολουθεί μια, κατά τα φαινόμενα, συντονισμένη προσπάθεια να αποκαλυφθεί ότι είναι γιος του διαβόητου κατά συρροήν δολοφόνου. Ένα δέμα που φτάνει στα χέρια του υπόσχεται να του αποκαλύψει, επιτέλους, τι πραγματικά συνέβη στη λίμνη Σε-ριονγκ και ο Σο-γουόν καλείται να αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο που δεν ήξερε καν ότι υπάρχει».
Η συγγραφέας μαζεύει όλα τα κλισέ της αστυνομικής γραφής και τα αναποδογυρίζει, τα συμπιέζει και αποστάζει ένα ογκώδες βιβλίο, στο οποίο συναντιούνται πολλά είδη. Ένας βαρύς γοτθικός άνεμος πνέει στο χωριουδάκι Φάρος όπου ζει ο μικρός ήρωας με τον προστάτη του, χωριά αναδύονται από τη θάλασσα, ενώ άλλα βουλιάζουν και χάνονται. Αποσπάσματα ενός ημερολογίου αποκαλύπτουν στον γιο του φυλακισμένου δολοφόνου την αλήθεια, ενδεχομένως.
Παιδική κακοποίηση, bulling, μοναξιά – όλες οι συμφορές που κυνηγούν κάθε απροστάτευτο παιδί. Το νεκρό κορίτσι ξεγλιστράει από τις περιφέρειες της ιστορίας και γίνεται το επίκεντρό της.
Η You-Jeong Jeong ξεσκεπάζει τα μυστικά και ψέματα μιας σκληρής πατριαρχικής κοινωνίας, όπως η Κορέα, όπου ο πατέρας-αφέντης αποφασίζει για όλους και όλα.
Η You-Jeong Jeong ξεσκεπάζει τα μυστικά και ψέματα μιας σκληρής πατριαρχικής κοινωνίας, όπως η Κορέα, όπου ο πατέρας-αφέντης αποφασίζει για όλους και όλα, η τιμή προς τους προγόνους και τους πρεσβύτερους πνίγει τους νέους, η θέση της γυναίκας παραμένει υποδεέστερη.
Ο καλός γιός, της You-Jeong Jeong (μτφρ. από τα κορεατικά: Αμαλία Τζιώτη, εκδ. Μεταίχμιο)
«Ξυπνάς μέσα στα αίματα. Στον κάτω όροφο υπάρχει ένα πτώμα: το πτώμα της μητέρας σου. Δεν το έκανες εσύ. Έτσι δεν είναι; Πώς θα μπορούσες, ανέκαθεν ήσουν ο καλός γιός.
Ο Γιου-τζιν, υποδειγματικός γιος, πρωταθλητής κολύμβησης, επιμελής φοιτητής, ξυπνά ένα πρωί από μια παράξενη μεταλλική μυρωδιά και ένα τηλεφώνημα από τον αδελφό του, που ρωτά αν όλα στο σπίτι είναι εντάξει – βρήκε αναπάντητη από τη μητέρα τους μέσα στην άγρια νύχτα. Ο Γιου-τζιν σύντομα ανακαλύπτει το πτώμα της σε μια λίμνη αίματος στον κάτω όροφο του σπιτιού τους στη Σεούλ. Δεν θυμάται πολλά για την περασμένη νύχτα· σχεδόν όλη του τη ζωή υποφέρει από επιληψία, οπότε συχνά έχει προβλήματα με τη μνήμη του. Το μόνο που θυμάται, κι αυτό αχνά, είναι η μητέρα του να φωνάζει τ' όνομά του. Του φώναζε για να τη βοηθήσει; Ή τον παρακαλούσε να μην τη σκοτώσει; Έτσι ξεκινά η απεγνωσμένη τριήμερη αναζήτηση του Γιου-τζιν: προσπαθεί να εξιχνιάσει τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, και να μάθει επιτέλους την αλήθεια για τον εαυτό του και την οικογένειά του».
Ο καλός γιος, το πρώτο βιβλίο της You-Jeong Jeong (όπως προτιμάει η συγγραφέας να αποδίδεται το όνομά της με λατινικούς χαρακτήρες) που κυκλοφόρησε στη χώρα μας, διαπνέεται από την εμμονή της με τον ανθρώπινο δυισμό. Οι άνθρωποι, όπως αναφέρει σε συνέντευξή της στο περιοδικό Korean Literature Now, έχουν δύο πλευρές που συνυπάρχουν, και Κακό θεωρείται ό,τι έρχεται σε αντίθεση με τις κοινωνικές νόρμες και την ηθική. Οι νόρμες και η ηθική είναι δημιούργημα του πολιτισμού, όχι κάτι δεδομένο. Η ίδια ενδιαφέρεται για τη βαθύτερη, ψυχοπαθολογική προέλευση του Κακού, χωρίς να χρησιμοποιεί την ηθική σαν μέτρο κρίσης.
Παρότι την αποκαλούν Στίβεν Κινγκ της Κορέας, η Jeong θυμίζει περισσότερο την Πατρίσια Χάισμιθ με τη διεστραμμένη φαντασία και τις απροσδόκητες τροπές της αφήγησής της.
Αυτό διαγράφεται καθαρά στο βιβλίο της, όπου παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την αργή επιστροφή στο πρόσφατο παρελθόν ενός αληθινά κακού «παιδιού». Τι έχει προηγηθεί, όμως; Ξανά, η συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα κλισέ του αστυνομικού, την απώλεια μνήμης του ήρωα. Σ’ αυτό το βιβλίο που μόνο whodunit δεν είναι, οι οικογενειακές σχέσεις ανατέμνονται σε βάθος και το κακό προβάλει πίσω από την εξωραϊσμένη επιφάνεια. Παρότι την αποκαλούν Στίβεν Κινγκ της Κορέας, η Jeong θυμίζει περισσότερο την Πατρίσια Χάισμιθ με τη διεστραμμένη φαντασία και τις απροσδόκητες τροπές της αφήγησής της.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» (εκδ. Μεταίχμιο).