
Για το μυθιστόρημα του Robert Walser «Οι εκθέσεις του Φριτς Κόχερ» (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Κριτική).
Του Νίκου Ξένιου
«Χωρίς την αφθονία της προσοχής ακόμη και στο μικρό,
το μεγάλης μορφής μυθιστόρημα ζωής είναι αδύνατο».
Ρόμπερτ Βάλζερ
Ένας μαθητής, που πια έχει πεθάνει, έχει εμπιστευθεί στη μητέρα του τις σχολικές του εκθέσεις, στις οποίες τελεσίδικα τοποθετείται πάνω στη ζωή και στα πράγματα. Είναι όντως ένας μαθητής; Μήπως είναι κάτι ανάμεσα σε μαθητή και σε ενήλικο που δεν εννοεί να μεγαλώσει, ή μήπως είναι ένας μικρός φιλόσοφος; Από τις εκδόσεις Κριτική κυκλοφορεί στα ελληνικά το βιβλίο Οι εκθέσεις του Φριτς Κόχερ, σε θαυμάσια μετάφραση Απόστολου Στραγαλινού.
Απόπειρα ερμηνείας
«Αστική κατανόηση της τέχνης, συγγενής προς την άγνοια και την παιδική αφέλεια, που θέτει τη λογοτεχνία στην υπηρεσία της αλήθειας» θα γράψει για τον Βάλζερ η Μαράικε Σίλντμαν (Mareike Schildmann). Για όλα –και κυρίως για την Τέχνη– μιλάει αυτός ο μαθητής στο τετράδιό του, υφολογικά υποδυόμενος την απλότητα που θα ταίριαζε στην (επίσης επινοημένη) εφηβεία του: επιλέγει πρωτότυπα θέματα έκθεσης, συχνά δεν γράφει καν έκθεση, τουλάχιστον σχολικού τύπου, αλλά παραθέτει απλώς τις σκέψεις του, για τη φύση, για τα λουλούδια, για τους περιπάτους στο δάσος, για την Τέχνη, για την τέχνη του συγγραφέα, για όλα τα κρυφά και τα φανερά της εφηβείας – ή μιας καθυστερημένης εφηβείας. Με το ένα πόδι «εντός» του κοινωνικού του περίγυρου και με το άλλο στις παρυφές ενός ιδιότυπου ερμητισμού, μιας εσωτερικότητας κλειστοφοβικής, ο Φριτς Κόχερ (επινοημένος αφηγητής ενός επιστολικού είδους) δραπετεύει στις σκέψεις του σαν κάποιος «μοναχικός περιπατητής» που ονειροπολεί. Σκωπτικός και συχνά είρων, ο νεαρός συγγραφέας των «Εκθέσεων» προτείνει μια ματιά στον κόσμο που κάθε άλλο παρά συνηθισμένη μπορεί να την πει κανείς: ύψιστος αλτρουϊσμός, αισθητισμός ως έναν βαθμό και «σφιχτό» αξιακό σύστημα διέπουν τις εκθέσεις αυτές, χωρίς το περιεχόμενό τους να ολισθαίνει σε διδακτισμό. Πρόβλημα προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον; Προτίμηση για κάποια μικρότερη, πιο σφιχτή κοινωνική δομή, με ξεκάθαρες ρουτίνες και ρυθμική; Ανάγκη να παραμείνει κανείς παιδί; Σίγουρα μια οριστική επανατοποθέτηση πάνω στο Bildungsroman: ο ήρωας διέπεται, πλέον, από πνεύμα κοινωνικής ηθικής. Ο ήρωας/αφηγητής είναι παρατηρητής του κόσμου, όχι μεταρρυθμιστής του.
Με το ένα πόδι «εντός» του κοινωνικού του περίγυρου και με το άλλο στις παρυφές ενός ιδιότυπου ερμητισμού, μιας εσωτερικότητας κλειστοφοβικής, ο Φριτς Κόχερ (επινοημένος αφηγητής ενός επιστολικού είδους) δραπετεύει στις σκέψεις του σαν κάποιος «μοναχικός περιπατητής» που ονειροπολεί.
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τον Περίπατο του Βάλζερ που ακολουθεί:
«Αυτός που περπατά πρέπει να είναι εξαιρετικά αγαπητός και προσεκτικός σε κάθε μικροσκοπικό ζωντανό πράγμα, είτε είναι παιδί, σκύλος, κουνούπι, πεταλούδα, σπουργίτι, σκουλήκι, λουλούδι, είτε είναι άντρας, σπίτι, δέντρο, φράκτης. Μελετήστε και κοιτάξτε ένα σαλιγκάρι, ένα ποντίκι, ένα σύννεφο, ένα βουνό, ένα φύλλο ή ακόμα και ένα φτωχό απόρριμα χαρτιού πάνω στο οποίο ένας αγαπητός, καλός μαθητής μπορεί να έχει γράψει τα πρώτα του αμήχανα γράμματα».
Αυτή η καταλογογράφηση των «πραγμάτων του κόσμου» υποδηλώνει πως το τελικό νόημα υπαγορεύεται από τα ίδια τα πράγματα, από τον ρυθμό παράθεσης των πιο ευτελών, έτσι ώστε να συντίθεται η λογοτεχνική (η κειμενική) πραγματικότητα. Τα εξωτερικά αντικείμενα γίνονται γεγονότα, η περιγραφή μετατρέπεται σε αφήγηση της ύπαρξης. Η πρόζα αυτή έχει ακριβείς περιγραφές, αέρινες και φευγάτες, καταστάσεων που μια κοινή πέννα θα τις παρουσίαζε ως πολύ συγκεκριμένες. Ο Βάλζερ είναι ένας σύγχρονος, από κάθε άποψη, συγγραφέας, ενώ αποτελεί πηγή έμπνευσης για μεταγενέστερους λογοτέχνες και εικαστικούς.
Μια ζωή ιδιαίτερα δύσκολη
Ο Ρόμπερτ Βάλζερ γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1878 στη δίγλωσση πόλη της Μπίελ της Ελβετίας, καταγόμενος από παππού ριζοσπάστη ρεπουμπλικανό. Το 1892, παρά τις υψηλές σχολικές του επιδόσεις, ο Βάλζερ αναγκάζεται, για οικονομικούς λόγους, να εγκαταλείψει το σχολείο και να εκπαιδευθεί ως τραπεζικός υπάλληλος στο καντόνι της Βέρνης. Το 1895, στα δεκαεπτά του, εγκαταλείπει την οικογένειά του για να εγκατασταθεί στη Βασιλεία, και αργότερα στη Στουτγάρδη. Οι παθιασμένες του απόπειρες να γίνει ηθοποιός δεν πετυχαίνουν. Από το 1896 ώς το 1905 ζει περιπλανώμενος, με έδρα του τη Ζυρίχη, κάνοντας ευκαιριακά επαγγέλματα, επιδιδόμενος παράλληλα στη συγγραφή.
Το 1895, στα δεκαεπτά του, εγκαταλείπει την οικογένειά του για να εγκατασταθεί στη Βασιλεία, και αργότερα στη Στουτγάρδη. Οι παθιασμένες του απόπειρες να γίνει ηθοποιός δεν πετυχαίνουν. Από το 1896 ώς το 1905 ζει περιπλανώμενος, με έδρα του τη Ζυρίχη, κάνοντας ευκαιριακά επαγγέλματα, επιδιδόμενος παράλληλα στη συγγραφή.
Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύονται στο περιοδικό «Der Bund», το 1898, ενώ συνεργάζεται με το περιοδικό/εκδοτικό οίκο «Die Insel» της Λειψίας. Το 1902 δημοσιεύει το Αγόρια και το 1904 το Οι εκθέσεις του Φριτς Κόχερ (“Fritz Kochers Aufsätze”), που γνωρίζουν εκδοτική αποτυχία. Το 1905 εγκαθίσταται στο Βερολίνο μαζί με τον ζωγράφο/σκηνογράφο αδελφό του Καρλ Βάλζερ (που είναι και εικονογράφος των βιβλίων του). Εργάζεται ως καμαριέρης στον πύργο του Dembrau της Άνω Σιλεσίας και, με την επιστροφή του στο Βερολίνο, αρχίζει να αποκτά μια μικρή φήμη στους αβανγκάρντ λογοτεχνικούς κύκλους.
«Άνθρωπος συνηθισμένος, που πάει να πει: ένα τίποτα»
Μεταξύ 1907 και 1909 δημοσιεύει μια συλλογή νεανικών του ποιημάτων και τρία μυθιστορήματα στον οίκο του Bruno Cassirer: Τα αδέλφια Τάννερ (μτφρ. Βασίλης Πατέρας, εκδ. Ροές), το Der Gehülfe και το Γιάκομπ φον Γκούντεν – Αυτό το όνειρο που ονομάζουμε ζωή… (μτφρ. Βασίλης Πατέρας, εκδ. Ροές). Δημοσιεύει, επίσης, ποιήματα, στα έντυπα: «Die Schaubühne», «Die Neue Rundschau», «Die Zukunft». Δύο συλλογές με πρόζα του δημοσιεύονται το 1913 και το 1914, αντίστοιχα: Οι εκθέσεις και Οι ιστορίες, που γίνονται δεκτές με ενθουσιασμό από τον Μαξ Μπροντ, τον Κουρτ Τουχόλσκι, τον Ρομπέρ Μουζίλ και, αργότερα, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον νεαρό Κάφκα.
Για άγνωστους λόγους ο Βάλζερ επιστρέφει στην Μπίελ, τη γενέθλια πόλη του, το 1913. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ξεκίνησε τότε η κατάθλιψή του: ωστόσο θα δημοσιεύσει εννέα συλλογές σύντομης πρόζας και διηγημάτων το 1914, Η ζωή του ποιητή το 1917 και τον Περίπατο (μτφρ. Αγορίτσα Μπακοδήμου, Θεόδωρος Βότσος, εκδ. Γαβριηλίδης) το 1920. Στα χρόνια από το 1924 ως το 1933 κείμενά του δημοσιεύονται και κυκλοφορούν στον ευρύτερο γερμανόφωνο χώρο, και ειδικότερα στο «Tageblatt» και στο «Prager Presse» του Βερολίνου: εκείνη την περίοδο αναπτύσσει τη μέθοδο γραφής «Bleistiftmethode» με «μικρογράμματα» δύο χιλιοστών φτιαγμένα με κραγιόνια. Από αυτά τα τετράδια «μικρογραμμάτων» σουρρεαλιστικής γραφής, ο Βάλζερ επέλεγε τι θα δημοσιεύσει και τι όχι. Με το κάθε κείμενο σαν ξεχωριστό λουλούδι μέσα σ’ ένα μπουκέτο προέκυψε και η τελευταία του συλλογή Το τριαντάφυλλο, που δημοσιεύθηκε το 1925. Το 1929, με αρχές παράνοιας (κληρονομικής υφής, από τη μητέρα και τον αδελφό του) οικειοθελώς αποσύρεται σε νευρολογική κλινική στο Βαλντάου. Θα μεταφερθεί και θα παραμείνει σε κλινική του Εριζό έως το 1956: την παραμονή των Χριστουγέννων της χρονιάς εκείνης θα πεθάνει περπατώντας στο χιόνι μέχρις εξαντλήσεως.
Έργο-«βιτρίνα» της πραγματικότητας
Παρότι σταμάτησε να γράφει στη δεκαετία του 1930, ο Βάλζερ παρέμεινε σχετικά άγνωστος για πολλά χρόνια, έως και τη δεκαετία του 2000, όταν το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κριτικής στράφηκε στο έργο του. Οι πρώτες του δημοσιεύσεις, η ογκώδης έκδοση “Robert Walser: Handbuch Leben – Werk – Wirkung” και η βιογραφία του από τον Echte Bernhard (“Sein Leben und Werk” στο Bildern und Texten το 2008) ανακίνησαν μεγάλο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για τον ιδιότυπο αυτόν συγγραφέα και οδήγησαν σε σειρά αγγλικών και γαλλικών μεταφράσεών του. Τα χειρόγραφά του μεταφέρθηκαν από τη Ζυρίχη στη Βέρνη και φυλάσσονται επιμελώς στα Λογοτεχνικά Αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελβετίας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).