Για το μυθιστόρημα του Herny James «Τι ήξερε η Μέιζι» (μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του George Dunlop Leslie (1835 – 1921) από το 1879 Brighton and Hove Museums & Art Galleries.
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Η πεντάχρονη Μέιζι προέρχεται από διαλυμένη οικογένεια. Οι γονείς της, η Άιντα και ο Μπιλ Φάραντζ, πήραν κάποια στιγμή την οριστική απόφαση να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους, αφού ο γάμος τους περισσότερα προβλήματα δημιουργούσε παρά έλυνε. Στη συνέχεια όμως, αμφότεροι χρησιμοποιούν τη μικρή τους κόρη για να προσβάλλουν, να κατηγορούν και εμμέσως να υβρίζουν ο ένας τον άλλον.
Το δικαστήριο ορίζει συνεπιμέλεια της Μέιζι για τους γονείς, αποφασίζοντας πως ο καθένας τους εκ περιτροπής, θα παίρνει το κορίτσι για ένα εξάμηνο. Σε αυτή τη φάση, η έκταση και το βάθος του μίσους μεταξύ των γονιών γίνονται φανερά στο παιδί, αρχίζοντας να το καταπονούν και να το φθείρουν. Η συμπεριφορά των γονέων συνεχίζει να επιδεινώνεται, μέχρι που η σχέση τους καταστρέφεται ανεπανόρθωτα. Παρ’ όλα αυτά, η συμπεριφορά της Μέιζι δεν αλλάζει· παραμένει με όλους καλή και ευγενική. Όμως σταδιακά εξουθενώνεται από τη διαμάχη και προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να αφήσει όλα αυτά πίσω της. Και δεδομένου ότι έχει δύο γκουβερνάντες, την κυρία Γουΐξ στο σπίτι της μητέρας της και τη δεσποινίδα Όβερμπορ στην υπηρεσία του πατέρα της, εναποθέτει τις ελπίδες της σε εκείνες για την όποια διαφυγή της. Επιπλέον, ο νέος σύντροφος της μητέρας της, ο Σερ Κλοντ, κερδίζει με τη συμπεριφορά του την εμπιστοσύνη της Μέιζι και αρχίζει να φέρει στο μυαλό της τα χαρακτηριστικά μιας πατρικής φιγούρας.
Ωστόσο, πρώτοι παντρεύονται η δεσποινίς Όβερμπορ και ο πατέρας της Μέιζι, οπότε το κορίτσι αποκτά μητριά. Σύντομα όμως και αυτός ο γάμος αρχίζει να παρουσιάζει προβλήματα. Η δεσποινίς Όβερμπορ ξεκινά μια σχέση με τον Σερ Κλοντ, περιπλέκοντας έτσι περαιτέρω τα πράγματα και την όλη δυναμική, και θέτοντας σε κίνδυνο τα ζευγάρια των πιθανών γονέων, όπως έχουν διευθετηθεί χρονικά. Ο Σερ Κλοντ και η δεσποινίς Όβερμπορ παροτρύνουν τη Μέιζι να ζήσει μαζί τους καθώς μετοικούν στη Γαλλία και το κορίτσι, που λαχταρά μια αληθινή οικογένεια, αποφασίζει να τους ακολουθήσει. Αλλά αυτό προκαλεί την αποδοκιμασία της Γουΐξ και σύντομα η Μέιζι συνειδητοποιεί ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται κοντά σε ένα άτομο που ήταν πάντα παρών για εκείνη, τουτέστιν την κυρία Γουΐξ.
Μην έχοντας κατά νου το δικό της καλό, τη χρησιμοποιούν για να βλάψουν ο ένας τον άλλον. Όταν χωρίζουν και ο καθένας τους αποφασίζει να παντρευτεί ξανά, περιφέρουν και στροβιλίζουν το κορίτσι από το ένα σπίτι στο άλλο, ενώ εκείνο απομένει ο μόνος σύνδεσμος μεταξύ τους.
Είναι προφανές ότι η μικρή δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ακόμα την έννοια της σεξουαλικής έλξης που κυριαρχεί στις σχέσεις των βασικών χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Είναι ένα ευαίσθητο κορίτσι που πάνω και πρώτα απ’ όλα ανυπομονεί να ζήσει. Είναι αθώα και προσπαθεί να αποφύγει τους χυδαίους και ανήθικους γονείς της που τσακώνονται δημόσια και οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται να αποκρύψουν τα άσχημα γεγονότα της ζωής τους προκειμένου να την προστατέψουν. Μην έχοντας κατά νου το δικό της καλό, τη χρησιμοποιούν για να βλάψουν ο ένας τον άλλον. Όταν χωρίζουν και ο καθένας τους αποφασίζει να παντρευτεί ξανά, περιφέρουν και στροβιλίζουν το κορίτσι από το ένα σπίτι στο άλλο, ενώ εκείνο απομένει ο μόνος σύνδεσμος μεταξύ τους. Σε ορισμένα σημεία η Μέιζι τα καταφέρνει καλά. Όταν, για παράδειγμα, ο Σερ Κλοντ, ο τότε σύζυγος της μητέρας της, ερωτεύεται τη δεσποινίδα Όβερμπορ, σύζυγο του πατέρα της, η Μέιζι αγνοεί την ειρωνεία της όλης κατάστασης και προστατεύει άθελά της την παράνομη αγάπη, βρίσκοντας τη σχέση αυτή όμορφη. Κρίνει, βεβαίως, τα πράγματα όπως εμφανίζονται μπροστά στα μάτια της και δεν έχει μάθει ακόμη να βλέπει πίσω από αυτά, στα άδυτα της ύπουλης πραγματικότητας.
Ο Σερ Κλοντ και η καινούργια κα. Μπιλ, η κ. Όβερμπορ, είναι νέοι, εκλεπτυσμένοι και έξυπνοι, ενώ οι πραγματικοί γονείς της Μέιζι, αν και όμορφοι, ήταν χυδαίοι και αταίριαστοι. Έτσι, η Μέιζι εμπλέκεται ανάμεσά τους ασυνείδητα. Η παρουσία της μεταξύ των εραστών είναι κάτι περισσότερο από απλή εξυπηρέτηση και ευκολία. Στην πραγματικότητα, είναι το μόνο σωστό πράγμα στη ζωή τους, και θέλουν να το διατηρήσουν.
«Με το φως μιας φαντασίας σύντομα και με παράδοξο τρόπο έγινε ξεκάθαρο ότι, πέρα από την πιθανότητα της δυστυχίας και της ατίμωσης, θα μπορούσε να υπάρχει για το παιδί μια πιθανότητα ευτυχίας ή έστω βελτίωσης της κατάστασής του… ίσως η πολυπλοκότητα της ζωής να μετατρεπόταν σε λεπτότητα, σε πλούτο, ίσως τα πράγματα να έρχονταν έτσι για το μικρό πλάσμα ώστε να νιώσει χαρά και ασφάλεια».
Έτσι γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο ίδιος ο Χένρι Τζέιμς. Αλλά με την παρέμβαση της Γουΐξ, κάτι καλό θα μπορούσε να προκύψει. Η Γουΐξ, γκουβερνάντα της Μέιζι και μάλλον περιορισμένης ευφυίας, αγαπά τη Μέιζι, η οποία στο μυαλό της έχει πάρει τη θέση της Κλάρα Ματίλντα, της μικρής κόρης που έχει απωλέσει. Στο τέλος, η Μέιζι θα την ακολουθήσει, γιατί αυτός ο χαρακτήρας είναι ό,τι καλύτερο βρίσκει μέσα στον διεφθαρμένο κόσμο των ενηλίκων που την περιβάλλει πανταχόθεν.
Μόλις φτάνουν στη Βουλώνη, στη γαλλική ακτή της Μάγχης με τον Σερ Κλοντ, βρίσκεται σε έναν κόσμο που αμέσως αναγνωρίζει ως οικείο και στον οποίο νιώθει ότι μπορεί να ζήσει σε μία ώρα περισσότερα απ’ όσα θα ζούσε για το υπόλοιπο της ζωής της στη μουντή και πληκτική Αγγλία.
Στη Γαλλία, ο συγγραφέας τοποθετεί τη Μέιζι σε καταλληλότερο πλαίσιο: Μόλις φτάνουν στη Βουλώνη, στη γαλλική ακτή της Μάγχης με τον Σερ Κλοντ, βρίσκεται σε έναν κόσμο που αμέσως αναγνωρίζει ως οικείο και στον οποίο νιώθει ότι μπορεί να ζήσει σε μία ώρα περισσότερα απ’ όσα θα ζούσε για το υπόλοιπο της ζωής της στη μουντή και πληκτική Αγγλία. Είναι στο εξωτερικό, σε μια άλλη χώρα, και έχει ανοίξει τα μάτια σε πλήθος νέες εντυπώσεις, όπου:
«Μέσα στην καθαρή ατμόσφαιρα, μπροστά στα τριανταφυλλιά σπίτια, ανάμεσα στις γυναίκες που ψάρευαν με τα πόδια γυμνά ως τα γόνατα και τους στρατιώτες με τα κόκκινα πόδια, αφέθηκε και ανταποκρίθηκε στην καινούργια κατάσταση με τη βεβαιότητα ξαφνικά ότι αυτός ήταν ο προορισμός της... είχε μεγαλώσει μέσα σε πέντε λεπτά και προτού ακόμα φτάσουν στο ξενοδοχείο είχε παρατηρήσει στις συνήθειες και στους τρόπους των Γάλλων, μια ποικιλία από συγγένειες και μηνύματα».
Όπως και οι περισσότεροι δεκτικοί χαρακτήρες του Χένρι Τζέιμς, αυτό που την εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το φως, εκείνο που είχε δει ο Τζέιμς να τελειοποιείται πάνω στον καμβά των Γάλλων ιμπρεσιονιστών και είχε πάντα κατά νου. Η φωτεινότητα του χώρου και το λαμπυρίζον φως της άμμου εναρμονίζονται απόλυτα με την ευαισθησία της Μέιζι. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη πλήρως ικανοποιημένη. Θέλει περισσότερα και η επιθυμία της είναι να πάει στο λαμπερό Παρίσι, κάτι που ελπίζει να κάνει ο Σερ Κλοντ, αν και ο ίδιος είναι διστακτικός και το αναβάλλει. Τότε καταφτάνει η Γουΐξ, την οποία η μητέρα του κοριτσιού έχει προτρέψει να φροντίζει την κόρη της.
Από την πρώτη στιγμή της παραμονής της, η παρουσία της αποτελεί μια ασυνήθιστη νότα στη γενική ομορφιά και αρμονία της Γαλλίας. Όταν οι δύο τους κάθονται μαζί, δείχνουν να μπορούν να δουν πιο καθαρά την πραγματικότητα του κόσμου στον οποίο συμμετέχουν. Αλλά η αντίδρασή τους είναι αρκετά διαφορετική. Η Μέιζι απολαμβάνει τη θέα από τον παλιό προμαχώνα αφήνοντας ελεύθερη τη φαντασία της να ταξιδέψει στο παρελθόν, μέχρι και τον ξεχασμένο Μεσαίωνα, δοκιμάζοντας, κατά ειρωνικό τρόπο, τα όρια της φαντασίας της γκουβερνάντας της. Εκείνη όμως εφιστά την προσοχή του κοριτσιού στο κακό που βρίσκεται πίσω από την όμορφη εκ πρώτης όψεως σχέση του Σερ Κλοντ με την κα. Μπιλ και προσπαθεί να δώσει στη μικρή να καταλάβει ότι εκείνος οφείλει να εγκαταλείψει την κα. Μπιλ, εάν θέλει να κρατήσει τη Μέιζι.
Ο Χένρι Τζέιμς γεννήθηκε το 1843 στη Νέα Υόρκη, αλλά οι γονείς του κατάγονταν από την Ιρλανδία και τη Σκοτία. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη κι αργότερα στο Λονδίνο, το Παρίσι και τη Γενεύη, και μπήκε στη νομική σχολή του Χάρβαρντ το 1862. Το 1875, έπειτα από δύο ταξίδια στην Ευρώπη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έμεινε ένα χρόνο. Εκεί γνώρισε τον Φλωμπέρ, τον Τουργκένιεφ και άλλες προσωπικότητες της λογοτεχνίας. Τον επόμενο χρόνο πήγε στο Λονδίνο, όπου επιδόθηκε σε έντονη κοσμική ζωή. Το 1898 έφυγε από το Λονδίνο και εγκαταστάθηκε οριστικά στο Σάσεξ. Πέθανε στις αρχές του 1916 στο Λονδίνο. |
Αντιμέτωπη με τη σθεναρή άποψη της γκουβερνάντας, η Μέιζι αναφωνεί επιτέλους με πάθος πως είναι όμορφη και την αγαπά. Όμως η Γουΐξ καταδικάζει την ομορφιά, την επιπολαιότητα και τη σωματική αγάπη. Ανησυχεί για την ιδέα ότι η μικρή θα μπορούσε να απομακρυνθεί απ’ αυτήν. Ένα ψήγμα εγωισμού διακρίνεται στην προσκόλλησή της στο κορίτσι, το οποίο αδυνατεί να κρύψει όταν αναρωτιέται, για παράδειγμα: «Αν σε πάρουν, τι θα απογίνω εγώ;». Προφανώς η υπόλοιπη ζωή της προβάλλεται στο μυαλό της πλημμυρισμένη από φτώχεια και ανεργία. Όταν αισθάνεται τον επερχόμενο κίνδυνο, ο άκαμπτος ηθικός της κώδικας την κάνει στενόμυαλη, προκατειλημμένη και επικίνδυνη. Ο Σερ Κλοντ το γνωρίζει αυτό και επιδεικνύει υιοθετεί περιστασιακά μια στάση ευθύνης απέναντι στο κορίτσι, που αντισταθμίζει τη συνήθη ηθική του αδυναμία. Στην ουσία αποτελεί θήραμα των γυναικών γύρω του: η κυρία Μπιλ είναι αυτή που τον κρατά ευλύγιστη μαριονέτα στα χέρια της. Χωρίς να κωφεύει στις προτροπές της Γουΐξ, συμφωνώντας ότι πάντα υπάρχει κάποιο λάθος στη ζωή του, φοβάται την αγάπη της, που αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο ακόμη και από την πιο κτητική κα. Μπιλ. Παρά την επιμονή στην ελευθερία του, συνειδητοποιούμε ότι στην πραγματικότητα είναι λιγότερο ελεύθερος από ποτέ.
Τώρα καταλαβαίνει ότι η χαρά και ο πόνος, η ομορφιά και το κακό, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αρχίζει να εγκαταλείπει τον παιδικό κόσμο, έχει δοκιμάσει αρκετούς καρπούς από το δέντρο της γνώσης και μπορεί πλουσιότερη να επιστρέψει στην Αγγλία. Η Γαλλία έχει ήδη παίξει τον ρόλο της.
Η Γουΐξ φαντάζει πιο δυνατή καθώς το βιβλίο πλησιάζει στο τέλος του, αλλά δεν επιβάλλει τίποτα στη Μέιζι, στην οποία το μόνο που απομένει είναι να επιστρέψει στην Αγγλία. Έμαθε πως η ζωή δεν είναι ένα ευχάριστο παιχνίδι, όπως φαντάστηκε, αλλά αποδεικνύεται πιο περίπλοκη και λιγότερο ελκυστική. Στο όνειρό της είχε δει τον εαυτό της στον παλιό προμαχώνα να περιμένει τον Σερ Κλοντ με τη χρυσή Παρθένο, ως υποκατάστατο όλων των άλλων γυναικών. Είχε χτίσει ένα ιδανικό μέλλον και φαντάστηκε ομορφιά και ηθική σ’ έναν παράδεισο που δημιουργήθηκε ειδικά για αυτόν κι εκείνη. Αντί γι’ αυτό, βρίσκεται με την ηλικιωμένη γυναίκα στο πλοίο προς την Αγγλία κοιτάζοντας εκ του μακρόθεν το άδειο μπαλκόνι. Δεν πήγε τελικά στο Παρίσι, αλλά τώρα γνωρίζει περισσότερα. Στη Βουλώνη, γνώρισε ταυτόχρονα την ομορφιά της ζωής και την πραγματικότητα του πόνου. Τώρα καταλαβαίνει ότι η χαρά και ο πόνος, η ομορφιά και το κακό, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αρχίζει να εγκαταλείπει τον παιδικό κόσμο, έχει δοκιμάσει αρκετούς καρπούς από το δέντρο της γνώσης και μπορεί πλουσιότερη να επιστρέψει στην Αγγλία. Η Γαλλία έχει ήδη παίξει τον ρόλο της.
Αν και μένουν μαζί στο τέλος, είναι σαφές ότι οι δυο τους είναι αρκετά διαφορετικές και ότι οι τρόποι τους δεν θα συναντηθούν ποτέ. Η γκουβερνάντα δεν θα καταφέρει ποτέ να περιορίσει τη φαντασία της Μέιζι, και θα ήταν ευκολότερο για την τελευταία να μετατρέψει τον σύνδεσμο των θετών της γονέων σε κάτι όμορφο και καθαρό από το να προσπαθεί να αλλάξει τη σφιχτή νοοτροπία της Γουΐξ. Σε εκείνον όμως τον χαλαρό και διαλυμένο κόσμο των ενηλίκων, η απλοϊκή γκουβερνάντα αποτελεί τη μοναδική σταθερά στη ζωή της. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι η Μέιζι δεν θα τη χρειαστεί για πάντα, καθώς βρίσκεται καθ’ οδόν προς ένα αλλιώτικο είδος ηθικής, που περιλαμβάνει την όποια ταλαιπωρία χωρίς να αποκλείει την αγάπη και την ομορφιά. Όλα όμως όσα έμαθε και γνωρίζει τώρα αποτελούν και τον οριστικό αποχαιρετισμό στην παιδική της ηλικία και αθωότητα!
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η μονογραφία «Η Αντζελίνα Ουέλντ Γκρίμκι και ο κόσμος της» (εκδ. Οδός Πανός).
Τι ήξερε η Μέιζι
HENRY JAMES
Μτφρ. ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
GUTENBERG 2018
Σελ. 480, τιμή εκδότη €18,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Εδώ πάντως υπήρχε μια ελαφρά αμφισημία: το γεγονός ότι ο μπαμπάς ήταν με την κυρία Μπιλ δεν σήμαινε αυτομάτως ότι ήταν και με το μέρος της κόρης του. Όλα αυτά μέσα στο μυαλό της μικρής έπαιρναν τη μορφή του παιχνιδιού με τις καρέκλες και αναρωτιόταν αν η κατανομή των ρόλων θα κατέληγε σ’ ένα γενικό μπέρδεμα όπου ο ένας θα έπαιρνε το ρόλο του άλλου. Ένιωθε ότι έπρεπε να είναι έτοιμη να αντιμετωπίζει συνεχείς ανατροπές: δεν ήταν κιόλας μια ανατροπή που η μητέρα της και ο πατριός της βρίσκονταν σε αντίθετες πλευρές; Αυτό ήταν άλλωστε το πιο σημαντικό που είχε συμβεί τελευταία στο σπίτι…». (σ. 127)