Για το μυθιστόρημα του Peter Stamm «Η τρυφερή αδιαφορία του κόσμου» (μτφρ. Μαριάννα Τσάτσου, εκδ. Καστανιώτη). Φωτογραφία © Milada Vigerova / Unsplash
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Δεν υπάρχει κανείς μας που να μην αναρωτιέται μια στο τόσο, «Τι θα γινόταν αν έκανα εκείνη ή την άλλη επιλογή, όταν μου είχε δοθεί η ευκαιρία; Πού θα βρισκόμουν σήμερα; Πώς θα ήταν η ζωή μου; Εάν ήταν δυνατόν να γύριζα πίσω τον χρόνο, θα έκανα άραγε πάλι τα ίδια λάθη; Ή η σημερινή μου πείρα θα με προστάτευε;» Αυτές οι σκέψεις, βέβαια, είναι άγονες και ατελέσφορες: ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω.
Ο Κρίστοφ πάλι, ο κεντρικός πρωταγωνιστής αυτού του μικρού σε μέγεθος –αλλά όχι σε αξία– μυθιστορήματος, δεν χρειάζεται να έχει τέτοιες απορίες, γιατί, υπό μία έννοια, μπορεί να γυρίσει πίσω στο παρελθόν. Ή μάλλον, το ίδιο το παρελθόν έρχεται μπροστά του, σήμερα. Και τον συνταράζει. Ξαφνικά, νιώθει πως εκείνη η κοπέλα που βλέπει ξαφνικά, μια νεαρή ηθοποιός, δεν είναι άλλη από τη Μαγκνταλένα, το κορίτσι με το οποίο ήταν ερωτευμένος πριν από είκοσι χρόνια. Αλλά σαν να μην την έχει αγγίξει ο χρόνος, όπως βέβαια άγγιξε τον ίδιο.
«Με το που είδα τη Λένα στη σκηνή τρόμαξα από την ομοιότητά της με τη Μαγκνταλένα. Όταν όμως βγήκε από το ξενοδοχείο και στάθηκε λίγα μέτρα μακριά μου, μου κόπηκε η ανάσα και για ένα λεπτό παρέλυσα. Δίστασε λιγάκι και κοίταξε αριστερά δεξιά στον δρόμο, ύστερα κατευθύνθηκε ολοφάνερα τυχαία αλλά αποφασιστικά προς το κέντρο της πόλης. Περπατούσε αρκετά γρήγορα και, χωρίς να το πολυσκεφτώ, την ακολούθησα. Ήταν ίδια ακριβώς με τη Μαγκνταλένα μου, όπως με είχε συνοδεύσει πριν από δεκαέξι χρόνια στη Στοκχόλμη. Βάδιζε αέρινα, σχεδόν χοροπηδώντας όπως εκείνη, είχε τις ίδιες εκφράσεις – ένα μείγμα έκπληξης και ευθυμίας. Μερικές φορές τέντωνε ξαφνικά τον λαιμό της και κοιτούσε προς τα επάνω, λες και είχε ακούσει ή κοιτούσε κάτι, κατόπιν σοβάρευε, και για ένα λεπτό φαινόταν σαν να αφουγκράζεται κάτι που μόνο εκείνη μπορούσε να ακούσει».
Προφανώς, αυτή εδώ η άλλη Μαγκνταλένα δεν είναι πια μαζί του: η Λένα, που το όνομά της, όπως τα πάντα επάνω της, θυμίζει αυτό της παλιάς του αγαπημένης, ζει με τον εαυτό του (με μία εκδοχή του εαυτού του, αν είναι ποτέ δυνατόν) σε εκείνη τη νεαρή ηλικία, έναν άντρα ονόματι Κρις· είναι πιθανότατα ερωτευμένη μαζί του· κάνουν σχέδια για τη ζωή τους· και –κατά πάσα βεβαιότητα– θα χωρίσουν και πάλι. Γιατί εκείνος ο άλλος, ο νεότερος εαυτός του, δεν θα μπορέσει να αποφύγει ξανά τα ίδια λάθη. Ή μήπως όχι;
Ξαφνικά, νιώθει πως εκείνη η κοπέλα που βλέπει ξαφνικά, μια νεαρή ηθοποιός, δεν είναι άλλη από τη Μαγκνταλένα, το κορίτσι με το οποίο ήταν ερωτευμένος πριν από είκοσι χρόνια. Αλλά σαν να μην την έχει αγγίξει ο χρόνος, όπως βέβαια άγγιξε τον ίδιο.
Ο Κρίστοφ πρέπει να το ανακαλύψει, πρέπει να το ερευνήσει. Αν μη τι άλλο, είναι απόλυτη ανάγκη να μιλήσει μ’ αυτό το κορίτσι – να την προειδοποιήσει. Και ίσως να της ζητήσει μια δεύτερη ευκαιρία. Ίσως, ακόμη-ακόμη, και για να πάρει τη θέση αυτού του Κρις.
«Τελικά σηκώθηκε, έστριψε αποφασιστικά και με γοργό βήμα διέσχισε τις αίθουσες από τις οποίες είχε περάσει νωρίτερα, βγήκε από το Μουσείο και επέστρεψε στο ξενοδοχείο. Ήμουν εντελώς εξαντλημένος, όχι από τη βιαστική πορεία μέσα στην πόλη, αλλά από τα συναισθήματά μου. Έγραψα ένα σύντομο σημείωμα στη ρεσεψιόν και παρακάλεσα τον θυρωρό να το πάει στο δωμάτιο της Λένα. “Παρακαλώ συναντήστε με αύριο στις δύο το μεσημέρι στο νεκροταφείο πλάι στο δάσος. Θα ήθελα να σας διηγηθώ μια ιστορία”».
Έχουμε να κάνουμε με μία Ημέρα της Μαρμότας εδώ, αλλά όχι σε ένα μικρό, γραφικό χωριό: σε ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου. Στη ζωή του, και στη λογοτεχνία: ο Κρίστοφ γράφει, έγραφε από πάντα, και πάντα η ζωή του, ο εαυτός του, αλλά και η Μαγκνταλένα, βρίσκονταν μέσα στα βιβλία του. Ή καλύτερα σε εκείνο το ένα βιβλίο, που ήταν όλος του ο εαυτός.
«Δεν χρειαζόμουν αποδείξεις για μια ζωή που είχα ζήσει και θυμόμουν. Παρ’ όλα αυτά δεν συνέχισα τις έρευνες, ίσως γιατί ενδόμυχα φοβόμουν πως ο Κρις θα μπορούσε να έχει δίκιο και ολόκληρη η ζωή μου, η ύπαρξή μου, να ήταν απλώς ένα αποκύημα φαντασίας, ένα ψέμα. Προτιμούσα να σκέφτομαι τη γνωριμία με τη Μαγκνταλένα, την πεζοπορία μας στο βουνό, τους χαριτωμένους μας διαλόγους, ότι πήγαινα να την πάρω μετά τις παραστάσεις, το πρώτο μας φιλί, την πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε μαζί. Στη σκέψη μου βίωνα την αρχή της σχέσης μας ακόμα μία φορά και η λαχτάρα μου για τη Μαγκνταλένα έγινε και πάλι τόσο δυνατή όπως τότε που με είχε εγκαταλείψει. Χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, κάθισα ένα βράδυ και έγραψα την πρώτη πρόταση του βιβλίου που είχα γράψει πριν δεκαέξι χρόνια και το οποίο, όπως είχε ισχυριστεί ο Κρις, δεν είχε υπάρξει ποτέ. Ο Κρις θα συναντούσε τη Λένα, θα την ερωτευόταν και θα αγαπιόντουσαν, αλλά δεν μπορούσε να μου πάρει τη Μαγκνταλένα και το βιβλίο μου».
Έχουμε να κάνουμε με μία πολύ καλογραμμένη, ευχάριστη, απολαυστική στην ανάγνωσή της νουβέλα, που επίτηδες συγχέει σε διάφορα σημεία το τότε και το τώρα, τον Κρίστοφ/Κρις και τη Μαγκνταλένα/Λένα, τη Στοκχόλμη και τη Βαρκελώνη, την πόλη και την επαρχία· για μια ιστορία γύρω από τις εκδοχές της πραγματικότητας που μπορούμε να ζήσουμε, για το πόσο είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε τα πράγματα, για το πόσο είμαστε έρμαια αυτού του μεγάλου ποταμού που είναι η ζωή – και για τη σημασία της καταγραφής του εαυτού μας σε μια ευρεία ιστόρηση. Ο γερμανόφωνος Ελβετός Πέτερ Σταμ αφηγείται απλά, χωρίς εξάρσεις, έχοντας σχεδιάσει με πολύ μεγάλη μαεστρία τη διπλή ιστορία του με τους σωσίες, αυτούς τους Doppelgänger, που ανησυχούν και αγχώνονται, αγαπιούνται και χωρίζουν, τσακώνονται και συναντιούνται ξανά και ξανά, σχεδιάζουν και βλέπουν τα σχέδιά τους να ματαιώνονται αέναα, σε ένα γαϊτανάκι εκδοχών που ανοίγονται η μία μετά την άλλη μπροστά τους.
Ένα γλυκό, μελαγχολικό βιβλίο για τις πιθανότητες στη ζωή μας (γι’ αυτό το «What if…?»), που σε βάζει διαρκώς σε σκέψεις. Από τα κείμενα εκείνα που μένουν στο μυαλό σου για μέρες μετά από το τέλος της ανάγνωσης. Ωραία λογοτεχνία, λογοτεχνία αξιώσεων.
«Ήμασταν τρία χρόνια μαζί. Κάποια στιγμή άφησα το διαμέρισμά μου και πήγα να μείνω μαζί της. Στο μεταξύ, εκείνη έπαιζε σε έναν ανεξάρτητο θίασο κι εγώ έγραφα πλέον πολύ σπάνια για τη διαφημιστική εταιρεία. Αντ’ αυτού, ξεκίνησα να εργάζομαι για εφημερίδες και περιοδικά. Δεν είχα εγκαταλείψει ποτέ τελείως την επιθυμία να γράψω λογοτεχνία, ωστόσο δεν έκανα και πολλές προσπάθειες για να την πραγματοποιήσω. Το κείμενο για τη Μαγκνταλένα και τη ζωή μου δεν είχε οδηγήσει πουθενά. Κάποια στιγμή τής είχα μιλήσει γι’ αυτό, αλλά εκείνη ισχυρίστηκε ότι συμβαίνουν τόσο λίγα στη ζωή μας ώστε να προκύψει λογοτεχνία».
Ναι, ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω – αλλά μπορεί να γίνει λογοτεχνία.
Αφού πούμε ότι η μετάφραση της Μαριάννας Τσάτσου μάς άρεσε πολύ, να κλείσουμε αυτό το σημείωμα θυμίζοντας ότι η σειρά «Συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο» του Καστανιώτη τοποθετείται στην πρωτοπορία της ξένης λογοτεχνίας στην Ελλάδα, μία παράδοση που κρατά πολλά χρόνια τώρα. Και πάντα, σ’ αυτή τη δεύτερη εποχή της, σε υψηλότατο επίπεδο. Είναι καλό να επενδύουν οι αναγνώστες ένα κομμάτι από το μπάτζετ τους στη σειρά, διαβάσουν δεν διαβάσουν άμεσα τα βιβλία. Ειδικά δε επιλέγοντας τις πρώτες εκδόσεις, αυτές με το σκληρό εξώφυλλο. Το αξίζουν.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Ένα παγωτό για τον Ισίδωρο» (εκδ. Κλειδάριθμος).