Για το μυθιστόρημα του Domenico Starnone «Τα κορδόνια» (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Η Alba Rohrwacher και ο Luigi Lo Cascio στην ομότιτλη κινηματογραφική ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο του Starnone, σε σκηνοθεσία του Daniele Luchetti. «Τα κορδόνια» ήταν η ταινία έναρξης του 77ου Φεστιβάλ Ταινιών της Βενετίας.
Της Μαρίας Μαυρικάκη
Τους κλυδωνισμούς μιας σχέσης μακράς συμβίωσης, σφραγισμένης πρόωρα με τα δεσμά του γάμου, περιγράφει ο Ντομένικο Σταρνόνε στο μυθιστόρημά του Τα Κορδόνια (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη). Ένα νεαρό ζευγάρι από τη Νάπολη, ο Άλντο και η Βάντα στήνουν κάτω από τον επαναστατικό μανδύα των σίξτις μια συμβατική τετραμελή οικογένεια, την πορεία της οποίας παρακολουθούμε στο πέρασμα των χρόνων. Θέμα φαινομενικά οικείο, που χάρη στην πρωτότυπη δομή, τους αντιπερισπασμούς και τα συνεχή ρήγματα στην αφήγηση, καταφέρνει να εγείρει αγωνία και ερωτήματα μέχρι την τελευταία σελίδα.
Το έργο χωρίζεται σε τρία βιβλία με το πρώτο να ξεκινά όταν, μετά από δώδεκα έτη γάμου, ο Άλντο ανακοινώνει στη Βάντα ότι ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα. Πρόκειται για σπαράγματα από επιστολές-εκκλήσεις της πληγωμένης συζύγου γεμάτες με χαρακτηρισμούς, απειλές, προειδοποιήσεις και ισχυρή δόση απελπισίας. Μπορεί ένας άνδρας συγγραφέας να αποδώσει τόσο εύστοχα το μαρτύριο της ψυχής μιας παρατημένης γυναίκας; αναρωτιόμαστε, ενόσω η ηρωίδα επιμένει να πολεμά να μεταπείσει τον σύζυγο. «Είσαι μια πατρική φιγούρα εντελώς ψεύτικη», διατείνεται κάποτε εξοντωμένη και παύει να τον κυνηγά. Τότε ακριβώς ο απόμακρος Άλντο ζητά να ξανασυναντήσει τα παιδιά του, οπότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση έως την επιστροφή του στην οικογενειακή εστία.
Πολλές δεκαετίες αργότερα, γυρνώντας από σύντομες διακοπές το ζευγάρι βρίσκει το σπίτι παραβιασμένο και το εσωτερικό του σε πλήρη διάλυση. Ανάμεσα σε σωρούς θρυμματισμένων αντικειμένων ο Άλντο ξαναδιαβάζει τα γράμματα της Βάντας, ξετυλίγοντας τη σχέση τους αλλά και τη ζωή του προς τα πίσω, στο δεύτερο μακροσκελέστερο βιβλίο του μυθιστορήματος. Οι αναφορές του στην καθημερινότητα «που πνίγει την ευτυχία σε έναν γάμο», στην εγκατάλειψη των παιδιών του, στις βασανιστικές ενοχές του, στις συγκρούσεις τα χρόνια του χωρισμού αλλά και στη γαλήνη, την ολβιότητα, την ανυπέρβλητη ευεξία που άντλησε από τη σχέση του με τη νεαρή, όμορφη Λίντια, αποτυπώνουν με ακρίβεια τις ψυχικές διεργασίες ενός υποκειμένου που μάχεται τον διχασμό του.
Στο τελευταίο βιβλίο τον λόγο παίρνει η Άννα, η μικρότερη –μεσήλικη πλέον– κόρη, η οποία διατρέχει το ίδιο οικογενειακό αφήγημα με διαφορετική ματιά, τη δική της και του αδερφού της Σάντρο. Έτσι μαθαίνουμε τι σήμαινε για τα παιδιά ο συναισθηματικός κατακλυσμός, η απόπειρα αυτοκτονίας της μητέρας και ο μαρασμός του πατέρα στη ζωή του, μετά την παρένθεση της εξωσυζυγικής σχέσης. Αριστοτεχνικό το σκιαγράφημα του περίπλοκου ψυχισμού της μάνας και της κόρης, το εύρημα με τα κορδόνια καθώς και η ευφυέστατη ανατροπή του τέλους.
«Τα μόνα κορδόνια που είχαν σημασία για τους γονείς μας ήταν τα σκοινιά που έδεναν ο ένας τον άλλον μια ζωή»
Οι άμεσοι διάλογοι είναι σπάνιοι αλλά ιδιαίτερα ευθύβολοι, σ' ένα κείμενο που σφύζει από τσουχτερή ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και υποδόριο χιούμορ. Σε κάθε μονόλογο, το αντικείμενο της επιθυμίας καμουφλάρεται έξυπνα με ένα πλήθος συμβολισμών: ο διακοσμητικός κύβος που προστατεύει μυστικά, ο αγαπημένος γάτος που εξαφανίζεται, η σημειολογία του ονόματος του κατοικιδίου που αποτελεί αιτία πολέμου, η βέρα που βγαίνει και ξαναμπαίνει στον παράμεσο, οι τυπωμένες φωτογραφίες που δυναμιτίζουν φαντασιωσικές φοβίες. Ιδιαίτερα διασκεδαστική η σκηνή στο αστυνομικό τμήμα όπου οι ήρωες πάνε να καταγγείλουν τη διάρρηξη του σπιτιού.
Από τις πιο συγκινητικές διαστάσεις του ψυχοδράματος είναι οι συνδέσεις τωρινών συναισθημάτων με παλιότερες εμπειρίες, καθώς ο Άλντο αναζητεί να ξεκαθαρίσει μέσα του το κίνητρο των πράξεων που προκάλεσαν πόνο στην οικογένειά του. Οι συχνές προβολές στην παιδική του ηλικία ξαναστήνουν τον ήρωα απέναντι στη μάνα του, βάναυσα κακοποιημένη από τον πατέρα του, και ο ρόλος των γονιών στη δική του οικογένεια δείχνει να αναπαράγεται τηρουμένων των αναλογιών. Αυτή η συνεχής ανάδευση του ασυνειδήτου τον αναγκάζει να απολαμβάνει εις βάρος της επιθυμίας του και να ζει σε αδιέξοδο, αποποιούμενος την προδοσία και δηλώνοντας στα εβδομήντα τέσσερα του: «Τα χρόνια πέρασαν ομαλά, γίναμε μια οικογένεια αξιοσέβαστη, καλοστεκούμενη». Αντιθέτως, η Βάντα εισπράττει τα γεγονότα διαχρονικά με τον δικό της νευρωτικό τρόπο, ο οποίος ξαφνιάζει καθώς ακυρώνει ανελέητα κάθε βεβαιότητα. Η αλήθεια της συζύγου καταγράφεται σε ένα «απάνθρωπο λογύδριο», στο τέλος του δεύτερου βιβλίου και προτού ακουστεί η φωνή των παιδιών. Η προοπτική των ήρεμων γηρατειών για το ζευγάρι δείχνει να απομακρύνεται.
Πολυγραφότατος και βραβευμένος, ο Σταρνόνε καταφέρνει μέσα από τετριμμένες σκηνές οικογενειακής κόντρας να σκάβει σε βάθος και να φωτίζει τα ερέβη της ανθρώπινης φύσης, χωρίς ποτέ να κουράζει τον αναγνώστη. Τα Κορδόνια είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί. Σημαντική η συμβολή του Σταύρου Παπασταύρου στην αβίαστη, ζωντανή απόδοση της ροής του κειμένου.
* Η ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Περαστικά» (εκδ. Αίολος).