Για το αστυνομικό μυθιστόρημα του Parker Bilal «Σκοτεινοί δρόμοι του Καΐρου» (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Στερέωμα). Φωτογραφία © Adrian Dascal/Unsplash
Του Διονύση Μαρίνου
Για κάποιο λόγο που εξηγείται ευλόγως αν διαβάσεις αρκετές σελίδες από το μυθιστόρημα του Πάρκερ Μπιλάλ, δεν σου έρχεται το Κάιρο του Μαφχούζ ή του Ταουφίκ Αλ-Χακίμ. Εξέχοντες συγγραφείς και οι δύο, το δίχως άλλο, πρωτοπόροι σ’ αυτό που ονομάζουμε αραβικό μυθιστόρημα, όμως, όχι, εδώ έχουμε ένα διαφορετικό Κάιρο. Όσο και αν φαίνεται παράταιρο, είναι το Κάιρο που τραγουδάει ο Ρόμπερτ Σμιθ των Cure, στην πρώιμη επιτυχία του συγκροτήματος Fire in Cairo. Τω όντι, αν διατρέχει κάτι το αστυνομικό μυθιστόρημα του Πάρκερ Μπιλάλ (παρεμπιπτόντως, το πραγματικό του όνομα είναι Τζαμάλ Μαχτζούμπ) Σκοτεινοί δρόμοι του Καΐρου (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Στερέωμα) είναι η φωτιά σε όλες τις εκδοχές της.
Φωτιά που προέρχεται από την εκπυρσοκρότηση όπλου, από την άγρια πάλη σωμάτων, από την κάψα για δύναμη, πλούτο και θρησκευτική ιδεοληψία που πυρπολεί κάποιους από τους ήρωες, αλλά και φωτιά «πραγματική» που κατακαίει πλούσιες επαύλεις της πόλης. Στο βάθος, δε, αυτού του σκοπού, αφού πιάσαμε τους Cure, ακούγεται και το στακάτο τύμπανο του Killing an Arab. Ίσως όχι με την εκδοχή του Καμύ, την καθαρά υπαρξιακή, αλλά με την απολύτως σκληρή και υπολογιστική όπως μας την παρουσιάζει ο Μπιλάλ. Οι σκοτωμοί και οι σκοτωμένοι βρίθουν στο βιβλίο του.
Τι έχουμε, λοιπόν, εδώ; Πρώτα από όλα έχουμε έναν κεντρικό ήρωα που λογικά θα τον ξαναδούμε σε επόμενα έργα του Μπιλάλ. Όπως συμβαίνει συχνά στην αστυνομική λογοτεχνία. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο εξόριστος πρώην αστυνομικός επιθεωρητής Μακάνα. Έφυγε άρον άρον από το Σουδάν, καθώς ο «αέρας» του εκεί καθεστώτος του έπεφτε πολύ βαρύς, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην Αίγυπτο και το Κάιρο.
Ο κεντρικός ήρωας είναι ο εξόριστος πρώην αστυνομικός επιθεωρητής Μακάνα. Έφυγε άρον άρον από το Σουδάν, καθώς ο «αέρας» του εκεί καθεστώτος του έπεφτε πολύ βαρύς, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην Αίγυπτο και το Κάιρο.
Όχι, αυτός ούτε αλκοολικός είναι, ούτε κατεστραμμένος από τη φύση του. Κουβαλάει, φυσικά, το δικό του προσωπικό άχθος και έχει να κάνει με την απώλεια της γυναίκας του και της κόρης του. Χάθηκαν μπροστά στα μάτια του, όταν το αυτοκίνητό στο οποίο επέβαιναν και οι τρεις ξέφυγε από την πορεία του. Ηταν τη στιγμή που προσπαθούσαν να διαφύγουν από τη χώρα με τους διώκτες τους να έχουν ουσιαστικά ενορχηστρώσει τη δραματική κατάληξη.
Μόνος και με τις σκιές του παρελθόντος να τον ακολουθούν, ο Μακάνα καταλήγει να ζει σε μια ξεχαρβαλωμένη φελούκα, την οποία δεν έχει καν την οικονομική δυνατότητα να τη συντηρεί ή να πληρώνει το νοίκι στην ιδιοκτήτριά της. Βγάζει το ξεροκόμματο της ημέρας ως ιδιωτικός ερευνητής, αν και η κατάστασή του δεικνύει πως δεν έχει και τόσες πολλές υποθέσεις να διαχειριστεί. Έως τη στιγμή που θα εμφανιστεί μπροστά του το «κελεπούρι» (σ.σ.: σε εισαγωγικά η λέξη, καθώς θα γίνει κατανοητό στη συνέχεια σε τι κυκεώνα θα μπλέξει).
Είναι να μην πέσεις στην ανάγκη του πολύπλαγκτου Σάαντ Χάναφι, όπως συνέβη με τον Μακάνα. Ο Χάναφι δεν είναι μια απλή περίπτωση επιχειρηματία. Το επίθετο «διαβόητος» τρέχει πιο γρήγορα και από τη σκιά του. Πρώην άνθρωπος του υποκόσμου, τον ακολουθούν πολλά κρίματα και σκοτεινές υποθέσεις, τα οποία εκείνος κατάφερε να ξεπεράσει, κλασική περίπτωση ανθρώπου χωρίς ηθικές αναστολές, για να ανέλθει στην καλή κοινωνία, να πιάσει κολεγιά με τους προύχοντες του κράτους και, πλέον, να έχει φτιάξει όνομα και να έχει αποκτήσει αδιαμφισβήτητη δύναμη. Έως και ποδοσφαιρική ομάδα διαθέτει (μέσα σε τόσες άλλες επιχειρηματικές δράσεις).
Πρώην άνθρωπος του υποκόσμου, τον ακολουθούν πολλά κρίματα και σκοτεινές υποθέσεις, τα οποία εκείνος κατάφερε να ξεπεράσει, κλασική περίπτωση ανθρώπου χωρίς ηθικές αναστολές, για να ανέλθει στην καλή κοινωνία, να πιάσει κολεγιά με τους προύχοντες του κράτους και, πλέον, να έχει φτιάξει όνομα και να έχει αποκτήσει αδιαμφισβήτητη δύναμη.
Αίφνης, όμως, τρελαίνεται όταν αντιλαμβάνεται πως το αστέρι της ομάδας του, ο Αντίλ Ρομάριο, έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Η ομάδα καταρρέει, αλλά δεν είναι το αθλητικό πρεστίζ που ανησυχεί τον Χάναφι. Αυτό το παιδί-ταλέντο σημαίνει πολλά παραπάνω γι’ αυτόν. Αν για την αιγυπτιακή κοινωνία του τέλους του 20ου αιώνα είναι ένα σύμβολο επιτυχίας (ο Αντίλ ήταν ένα παιδί του δρόμου που ουσιαστικά υιοθετήθηκε από τον Χάναφι και έγινε τρανό), καθώς παίζει μπάλα, κάνει διαφημίσεις και το χαμόγελό του αποτυπώνεται σε αφίσες και γκράφιτι, αν όλα αυτά ισχύουν για τους άλλους, για τον Χάναφι είναι μια προσωπική απώλεια που τον πονάει. Πού πήγε; Πού εξαφανίστηκε; Μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί από αντιπάλους του που θέλουν να τον πλήξουν; Ο Χάναφι απευθύνεται στον Μάκανα και του ζητάει να τον βρει πάση θυσία.
Παράλληλα με αυτή την ιστορία, με προβολή στο παρελθόν, αλλά και με ρίζες στο αφηγηματικό παρόν (1998), αναπτύσσεται και η ιστορία μιας βρετανίδας, της Λιζ Μάρχμαμ που έχασε πριν από χρόνια (1981) το κορίτσι της, την Άλις, στο Κάιρο και έκτοτε επανέρχεται στην πόλη για να την βρει. Μάταια! Η Λιζ, μια γυναίκα εθισμένη στα ναρκωτικά, έκανε την Άλις με κάποιον Αιγύπτιο που φαίνεται να είναι υψηλό μέρος του υποκόσμου (θα αποδειχθεί πως είναι). Κάποια στιγμή η Λιζ, την οποία ο Μακάνα γνωρίζει τυχαία, βρίσκεται νεκρή και το πράγμα αρχίζει να περιπλέκεται.
Υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στις δύο υποθέσεις; Φαινομενικά όχι, όμως, τελικά αποδεικνύεται πως όλα έχουν σχέση με όλα. Ποια, δεν χρειάζεται να την πούμε για προφανείς λόγους. Και επειδή, όπως συμβαίνει πάντα όταν καλείσαι να γράψεις για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, περισσότερα είσαι αναγκασμένος να παρασιωπήσεις και λιγότερα να αποκαλύψεις, ας αρκεστούμε σ’ αυτό: ο τίτλος του βιβλίου είναι ακριβής: όντως, από τις σελίδες του μυθιστορήματος αναδύεται η σκοτεινιά και η βαριά ατμόσφαιρα ενός άλλου Καΐρου. Ουδόλως τουριστικού και λαμπερού. Αντιθέτως, εδώ έχουμε ένα Κάιρο σκοτεινό, αιμάτινο, γεμάτο ίντριγκες, θαμμένες ιστορίες του παρελθόντος, επιχειρηματικούς ανταγωνισμούς και χυμένο αίμα αθώων και μη.
Εξωνημένοι αστυνομικοί, ένας δημοσιογράφος που μυρίζεται την είδηση, το δεξί χέρι του Χάναφι που έχει τη δική του ατζέντα, η κόρη του που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία, οι φανεροί και κρυφοί ανταγωνιστές του, ένας Ρώσος μεγιστάνας (σκοτεινός κι αυτός), ένας παραγωγός ταινιών που είναι βουτηγμένος στη λάσπη και εμπλέκεται με τον Αντίλ που θέλει να παρατήσει το ποδόσφαιρο και να γίνει ηθοποιός, διάφορες στάρλετ που πουλάνε τα κάλλη τους όσο όσο, ένας περίεργος παλαιοπώλης-πλαστογράφος που ξέρει πολλά από τις σκοτεινές διαδρομές του ντόπιου υποκόσμου και, τέλος πάντων, μια ολόκληρη πανίδα ανθρώπων περνάει από τις σελίδες του βιβλίου. Άνθρωποι που δεν τους βλέπεις στο φως της μέρας, αλλά είναι ντυμένοι με κυαροσκούρο.
...μια ολόκληρη πανίδα ανθρώπων περνάει από τις σελίδες του βιβλίου. Άνθρωποι που δεν τους βλέπεις στο φως της μέρας, αλλά είναι ντυμένοι με κυαροσκούρο.
Με όλους αυτούς συνδέεται άμεσα ο Μακάνα. Παίζει μαζί τους τη γάτα με το ποντίκι. Άλλοτε τους πιάνει στη φάκα του κι άλλες φορές πέφτει εκείνος στην παγίδα που του στήνουν. Το χαρακτηριστικό του Μακάνα, όμως, είναι η επιμονή του. Δεν το βάζει κάτω, δεν παραιτείται. Θα έλεγε κανείς πως είναι αυτή η κλασική περίπτωση του ξεροκέφαλου ανθρώπου που ξέρει ότι θα μπλέξει, αλλά το κάνει δίχως δεύτερη σκέψη. Είναι μεθοδικός και αναλυτικός και του φαίνεται. Μπορεί το λερό παρουσιαστικό του να μην προκαλεί εντύπωση στους συνομιλητές του, εντούτοις είναι φανερό πως έχει άσους στο μανίκι. Κάτι που θα αποδειχθεί στο τέλος όταν θα ξεμπλέξει μόνος του και κόντρα σε όλα τα δεδομένα το μπερδεμένο κουβάρι της υπόθεσης που ξεκινάει από το παρελθόν των εμπλεκόμενων και φτάνει έως το σήμερα.
Ο Μπιλάλ αναδεικνύει αυτόν τον κόσμο, του δίνει υπόσταση, τον εμβαπτίζει σε μια πλούσια και άκρως εικονοποιητική γλώσσα. Πέραν της πλοκής που είναι ζητούμενο πάντα σε τέτοια μυθιστορήματα, το ύφος του συγγραφέα έχει ενδιαφέρον, καθώς δεν είναι αποστεγνωμένο. Αντίθετα, είναι γεμάτο λογοτεχνικούς χυμούς. Καίτοι ο Μπιλάλ έχει γράψει κάμποσα μυθιστορήματα, μεταφράζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ποτέ δεν είναι αργά να γνωρίζει κανείς σπάνιους θησαυρούς. Για την ιστορία να πούμε πως είναι Αγγλο-Σουδανός, τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε κάμποσες χώρες, γεννήθηκε στο Λονδίνο, σπούδασε γεωλογία στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ (ένας λάθος προσανατολισμός, σημειώνει ο ίδιος) και έχει ζήσει σε κάμποσες πόλεις του κόσμου έως τη στιγμή που εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ.
Ευχής έργο είναι ότι το πρώτο πόνημά του που βλέπουμε στα ελληνικά μεταφράστηκε από τη Χίλντα Παπαδημητρίου. Εξαίρετη συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας και η ίδια, και επίσης έμπειρη μεταφράστρια, μεταφέρει με απόλυτη πιστότητα το πνεύμα του Μπιλάλ που δεν είναι μόνο η αστυνομική πλοκή, αλλά και το πολιτικό-κοινωνικό και επιχειρηματικό περίβλημα της ιστορίας και της χώρας. Κι όλο αυτό αποτυπωμένο στο χαρτί με μια γλώσσα λογοτεχνικά στιβαρή.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Σκοτεινοί δρόμοι του Καΐρου
PARKER BILAL
Μτφρ. ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΣΤΕΡΕΩΜΑ 2021
Σελ. 456, τιμή εκδότη €19,80
Απόσπασμα από το βιβλίο
«“Mπαμπά! Ξύπνα, μπαμπά!”
Ο Μακάνα πετάχτηκε από τον ύπνο, ανακάθισε απότομα, σίγουρος ότι η Νάσρα έσκυβε από πάνω του κι ένιωσε την καρδιά του να πλημμυρίζει από πίκρα, πόνο κι απογοήτευση. Δεν υπήρχε η Νάσρα, μόνο τα ανεπαίσθητα τρεχαλητά κάποιου τρωκτικού στην άλλη άκρη του δωματίου. Η νύχτα άρχισε να ξεθωριάζει. Η αυγή είχε χαράξει απέξω και ένα αμυδρό φως αποκάλυψε ότι υπήρχε ένα μικρό παράθυρο ψηλά στον απέναντι τοίχο.
Το σώμα του ήταν μουδιασμένο και παγωμένο από τα χτυπήματα στον ύφαλο την προηγούμενη κι από την άβολη νύχτα που είχε περάσει ξαπλωμένος στο σκληρό πάτωμα. Στηρίχθηκε αργά στα πόδια του και πήγε ψηλαφητά προς την πόρτα. Την έσπρωξε κι αυτή άνοιξε από μόνη της. Βγήκε στο διάδρομο, στο τέλος του οποίου μπορούσε να διακρίνει μια φωτεινή αχτίδα. Σκουντουφλώντας, ανακάλυψε τα σκαλοπάτια που είχε κατέβει την προηγούμενη νύχτα. Ανεβαίνοντας στα τυφλά, βγήκε σ’ ένα μεγάλο πλάτωμα. Περιπλανήθηκε μέσα από διαδρόμους, παλιές αχανείς αίθουσες και δωμάτια ερειπωμένα, που τα παράθυρά τους ήταν σφραγισμένα με σανίδες. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες ή κρέμονταν από τους μεντεσέδες τους. Σε κάποια σημεία βρήκε ίχνη από τους επισκέπτες. Πεταμένες άδειες κονσέρβες. Έναν τοίχο μαυρισμένο από την κάπνα μιας φωτιάς».