Για το βραβευμένο με International Booker μυθιστόρημα του/της Marieke Lucas Rijneveld «Δυσφορεί η νύχτα» (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης – Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος).
Του Διονύση Μαρίνου
Μόλις 29 ετών. Με «πληθυντική» σεξουαλική ταυτότητα που αποδίδεται στα ελληνικά ως «μη δυαδικό φύλο» (non-binary), γι’ αυτό και υπογράφει ως «ο/η» (they, στα αγγλικά) Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ. Κατάφερε να γίνει ο/η νεότερος συγγραφέας που έλαβε το International Booker Prize. Το βάπτισμα του πυρός το πήρε με μια ποιητική συλλογή που τον/την κατέταξε αυτομάτως στις πιο σημαντικές νέες μορφές της ολλανδικής λογοτεχνίας, για να έρθει το μυθιστόρημα Δυσφορεί η νύχτα (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης – Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος) να εκτινάξει τη φήμη του/της. Το βιβλίο έγινε αυτομάτως μπεστ σέλερ, υμνήθηκε από τους κριτικούς, μεταφράστηκε σε περισσότερες από 14 γλώσσες, για να φτάσει το 2020 ως το ύπατο κατόρθωμα του Booker. Στο μεταξύ ο/η Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ συνεχίζει να δουλεύει σε φάρμα.
Πώς γίνεται ένα τόσο σκοτεινό μυθιστόρημα που είναι βουτηγμένο στα σκούρα νάματα του θανάτου, τις σεξουαλικές παρεκκλίσεις και την τρομακτική ακρότητα που μόνο η βία μπορεί να προκαλέσει, να συνεγείρει κοινό και κριτικούς; Ακόμη περισσότερο, την ιστορία να την αφηγείται ένα δεκάχρονο κορίτσι μέσα από τα μάτια του οποίου βουτάμε κατακόρυφα και δίχως ζώνες ασφαλείας σε έναν περίκλειστο, απόλυτα απομαγευτικό κόσμο· μια υπαρξιακή δυστοπία, η οποία σε ρουφάει βαθμηδόν και σε καταπίνει; Κι όμως, συμβαίνει!
Το Δυσφορεί η νύχτα είναι ένα σκληρό σχόλιο πάνω στην έννοια της παρηγοριάς, της απώλειας, της δύσκολης ενηλικίωσης, του διαβρωτικού κόσμου που δημιουργεί η θρησκοληψία, η ενοχή και η λύτρωση από τις τύψεις. Είναι η ιστορία της οικογένειας Μούλντερ που έχασε από ατύχημα το μεγάλο της γιο (πνίγηκε σε έναν αγώνα με παγοπέδιλα), αλλά συνέχισε να υπάρχει υπό το κραταιό βάρος του θανάτου που κρεμάστηκε σαν τσιγκέλι επάνω από τα κεφάλια των γονιών και των τριών αδελφών του νεκρού παιδιού.
Είναι η ιστορία της οικογένειας Μούλντερ που έχασε από ατύχημα το μεγάλο της γιο (πνίγηκε σε έναν αγώνα με παγοπέδιλα), αλλά συνέχισε να υπάρχει υπό το κραταιό βάρος του θανάτου που κρεμάστηκε σαν τσιγκέλι επάνω από τα κεφάλια των γονιών και των τριών αδελφών του νεκρού παιδιού.
Μια εξ αυτών, η Τζάκετ, είναι αυτή που μας λέει την ιστορία και όπως συμβαίνει πάντα με τα μυθιστορήματα που αφηγούνται παιδιά, οφείλεις να διακρίνεις αν ο συγγραφέας πέτυχε να βρει το τέμπο και τη «φωνή». Ας σκεφτούμε το παράδειγμα του Φύλακα στη Σίκαλη (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Πατάκη) του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ ή την Κασσάνδρα και τον Λύκο (εκδ. Καστανιώτη) της Μαργαρίτας Καραπάνου για να κατανοήσουμε πώς η αφήγηση από το «στόμα» ενός παιδιού αποκτάει άλλου είδους υποστάσεις και πώς η απλοϊκότητα μετατρέπεται σε σταθερή ακτίνα παρατήρησης και σπάνιας μετάπλασης της πραγματικότητας στην αυθεντικότητα της πρώτης, της αγνής ματιάς. Ο/Η Ρίνεβελντ καταφέρνει αυτού του είδους την αφηγηματική «εκπροσώπηση» με τον πλέον πειστικό τρόπο. Μας μιλάει ένα κορίτσι που βλέπει μπροστά της όλες τις κλειστές δυνατότητες της ζωής που της έλαχε κι όχι ένα μικρομέγαλο παιδί που ακκίζεται με τις λέξεις και τα νοήματα. Σαν να μιλάει ο συγγραφέας για λογαριασμό της.
Και τις μας λέει, άραγε, η Τζάκετ; Μαθαίνουμε εξαρχής πως κουβαλάει την υπέρτατη ενοχή. Πιστεύει πως ο αδελφός της πνίγηκε γιατί το ευχήθηκε εκείνη όταν τον είδε να φεύγει για τον αγώνα και δεν την πήρε μαζί του. Έκτοτε ζει μ’ αυτό το βάρος της απώλειας. Ένας ιστός θλίψης που την περιβάλλει πνιγηρά, καθώς δεν μπορεί να τον εκδηλώσει φωναχτά, να ομολογήσει, να λάβει συγχώρεση και παρηγοριά. Αυτή η θλίψη είναι ένα κενό αέρος μέσα στο οποίο ζει όλη η οικογένειά της. Οι γονείς μοιάζουν να κινούνται σαν φιγούρες φαντασμάτων. Δεν έχουν πια καμία σχέση μεταξύ τους, καμία αγαπητική συνενοχή. Δεν αγγίζει καν ο ένας τον άλλον. Ο αδελφός της, Όμπε, θωπεύεται από τη βία ως εκτόνωση. Θανατώνει μικρά ζώα και τρέφεται από σεξουαλικές ορέξεις που περιλαμβάνουν τις αδελφές του κι όχι μόνο. Η μικρή Χάνα επιθυμεί κάποια στιγμή να φύγει από την οικογενειακή φυλακή και υπομένει την κατάσταση φτιάχνοντας τριγύρω της ένα μηχανισμό διαρκούς ανάπλασης της παιδικότητάς της. Και η Τζάκετ; Τι κάνει αυτή; Φτιάχνει ένα δεύτερο δέρμα, καθώς δεν αποχωρίζεται με τίποτα το κόκκινο τζάκετ της που με τον καιρό γίνεται ένα λερό πράγμα που την τυλίγει και στις τσέπες του φυλάει βατράχια, κομμένα μουστάκια κουνελιών και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Είναι το τελευταίο οχυρό της αυτό το μπουφάν, μια ασπίδα προστασίας σε έναν κόσμο εντελώς απροστάτευτο.
Η οικογένεια ανήκει σε μια προτεσταντική σέχτα. Η θρησκοληψία των γονιών της, η υποχρέωση να διαβάζουν τα παιδιά εδάφια της Βίβλου, να κλείνουν τα μάτια σε οτιδήποτε μιαρό προσφέρει στους συνομήλικούς τους τούτος ο κόσμος και η εμμονική σιωπή που έχουν επιβάλει, μετατρέπουν τα μέλη της οικογένειας σε κινούμενες πέτρες. Η μια χτυπάει την άλλη. Οι γονείς γίνονται ξένοι μεταξύ τους, εξαπολύουν απειλές, βαφτίζουν καθημερινά τη σχέση τους στη μοιρολατρία, την πικρία και το σκοτάδι της εναντίωσης. Τα παιδιά δοκιμάζουν τα όρια του σώματός τους φτάνοντας στο σημείο της αιμομιξίας. Η Τζάκετ έχει σοβαρό πρόβλημα δυσκοιλιότητας. Ο Όμπε διαθέτει ταυρίσιες ορμές που τις σκορπάει προκαλώντας πόνο σε φτενές υπάρξεις. Η βία τριγυρίζει το σπίτι, όπως και ο θάνατος.
Οι γονείς γίνονται ξένοι μεταξύ τους, εξαπολύουν απειλές, βαφτίζουν καθημερινά τη σχέση τους στη μοιρολατρία, την πικρία και το σκοτάδι της εναντίωσης. Τα παιδιά δοκιμάζουν τα όρια του σώματός τους φτάνοντας στο σημείο της αιμομιξίας.
Έχει ενδιαφέρον πώς ο/η Ρίνεβελτ συσχετίζει τον τιμωρητικό προτεσταντισμό με τη δίχως αιδώ βία που μπορεί να φτάσει έως και τη φασιστική ιδεολογία. Είναι, λοιπόν, μια αλληγορία όλο αυτό; Φέρνει στο μυαλό εικόνες από τη Λευκή κορδέλα του Χάνεκε ή από τον Κυνόδοντα του Λάνθιμου. Ένα περίκλειστο οικογενειακό σχήμα που αλλοιώνει το δίπολο θύμα-θύτης έτσι που να μην ξέρεις στο τέλος ποιος είναι αυτός που «χτυπάει» και ποιος είναι αυτός που πονάει.
Η καταπίεση, ο φόβος του θανάτου, ο πόνος της απώλειας, το σκοτάδι της συνενοχής, αλλά και υπονομευτικός πειρασμός, όλα τούτα, υπό συνθήκες, ναι, μπορούν να ανδρώσουν υποστάσεις που έλκονται από τον ναζισμό. Συμβαίνει άλλωστε και στη Τζάκετ να χαιρετίσει κάποια στιγμή ναζιστικά. Μπορεί ο/η συγγραφέας να μην μας το λέει τόσο ανοιχτά, ωστόσο είναι φανερό πως οι απορίες που θέτει η Τζάκετ για το Ολοκαύτωμα, υποδηλώνουν μια προβληματική που αναπτύσσεται μέσα της γύρω από τη συλλογική και ατομική πρόθεση των ανθρώπων να ταχθούν με το μέρος της επιλεκτικής αμνησίας.
Υπάρχει, άραγε, ο λυτρωτικός παράγοντας στο βιβλίο; Επέρχεται η κάθαρση; Το μυθιστόρημα δεν επιτρέπει στον θάνατο να αποχωρίσει ήρεμα. Σχεδόν τον κρατάει μαντρωμένο στις σελίδες. Έως το τέλος που δεν χρειάζεται να δηλώσουμε ποιο είναι για προφανείς λόγους.
Έχει δεν έχει σημασία, αξίζει να σημειωθεί πως ο/η Ρίνεβελτ μεγάλωσε σε ένα αντίστοιχο περιβάλλον όπου η κρίση του σκληρού θεού λειτουργούσε ως υπέρτατος νόμος, ενώ και η δική του/της οικογένεια δέχθηκε το σκληρό χτύπημα της μοίρας όταν χάθηκε ένας γιος σε παιδική ηλικία. Να υπάρχουν, άραγε, προσωπικές συσχετίσεις με το μυθοπλαστικό αποτύπωμα; Ο/Η συγγραφέας δηλώνει ευθαρσώς πως οι γονείς του/της δεν είναι ακόμη σε θέση να διαβάσουν το βιβλίο.
Σχεδόν όλες οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί παραπέμπουν σε βασικές λειτουργίες των ζώων. Σαν οι άνθρωποι και τα ζωντανά να ενοικούν στον ίδιο σφραγισμένο κόσμο αταβισμού και παθών.
Υπάρχει επαρκής δόση σκληρότητας στο βιβλίο. Υπάρχει η βία που συμβαδίζει με την αθωότητα. Υπάρχει ο απομονωτισμός που προσφέρει με απηνή τρόπο η κλειστή κοινωνία που όλα τα βλέπει και τα επιτηρεί. Υπάρχει η άμεση σχέση με το χώμα, τα ζώα, τη φάρμα – στοιχεία που ο/η Ρίνεβελντ γνωρίζει πολύ καλά. Σχεδόν όλες οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί παραπέμπουν σε βασικές λειτουργίες των ζώων. Σαν οι άνθρωποι και τα ζωντανά να ενοικούν στον ίδιο σφραγισμένο κόσμο αταβισμού και παθών.
Ναι, το βιβλίο είναι σκληρό. Θέλει γερά νεύρα. Θέλει μια μορφή αναγνωστικής αποδοχής για να το διαπεράσεις δίχως αρκετές αμυχές. Όμως, πραγματικά αξίζει τον κόπο. Η μετάφραση των Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου (από τα ολλανδικά κι όχι από άλλη ενδιάμεση γλώσσα) βοηθάει στο να κρατηθεί το πνεύμα του/της δημιουργού και να μην προδοθεί ο σκληρός υμένας που το περιβάλλει εξαρχής.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Δυσφορεί η νύχτα
MARIEKE LUCAS RIJNEVELD
Μτφρ.ΆΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ – ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΊΚΑΡΟΣ 2021
Σελ. 336, τιμή εκδότη €16,60
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η αδελφή μου είναι η μόνη που καταλαβαίνει γιατί δεν βγάζω πια το τζάκετ μου. Και η μόνη που προσπαθεί να σκεφτεί μια λύση. Έτσι περνάμε τα βράδια μας. Μερικές φορές φοβάμαι τη στιγμή που κάποια από τις λύσεις της θα βγει σωστή, φοβάμαι μήπως στερήσω κάτι από την αδελφή μου· γιατί όσο έχουμε ακόμη επιθυμίες, είμαστε ασφαλείς από το θάνατο, που πέφτει πάνω μας αποπνιχτικός σαν τη μυρωδιά που απλώνεται στην αυλή τη μέρα που κουβαλάμε την κοπριά. Και το κόκκινο τζάκετ μου όλο και ξεθωριάζει, σαν την ανάμνηση του Μάτις. Δεν έχουμε ούτε μια φωτογραφία του στο σπίτι, πουθενά, μόνο τα νεογιλά δοντάκια του (κάποια με ξεραμένο αίμα ακόμη πάνω τους) σ’ ένα μικρό ξύλινο βαζάκι στο περβάζι του παραθύρου. Κάθε βράδυ προσπαθώ να τον θυμηθώ, το κάνω με προσοχή λες και γράφω καμία σπουδαία εργασία για το μάθημα της ιστορίας, βάζω τα δυνατά μου να αποστηθίσω τα χαρακτηριστικά του· να τα μάθω απέξω (όπως έμαθα και το σύνθημα, «Liberté, égalité, fraternité» που όλο το λέω και το ξαναλέω, για να μου μείνει και κάτι, κάνει άλλωστε εντύπωση, ιδίως στις γιορτές των μεγάλων)».