Για τα βιβλία του Fernando Pessoa «Περί θανάτου και άλλων μυστηρίων» (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Gutenberg) και «Είκοσι ένα χαϊκού» (μτφρ. Γιάννης Σουλιώτης, εκδ. Printa). Κεντρική εικόνα: Ο Fernando Pessoa χωρίς το χαρακτηριστικό του καπέλο.
Του Νίκου Ξένιου
Η συνδυαστική έκδοση κάποιων ανέκδοτων διηγημάτων του Φερνάντο Πεσσόα με τον τίτλο Περί θανάτου και άλλων μυστηρίων από τις εκδόσεις Gutenberg προσθέτει μια διαφορετική, δοκιμιακή νότα στις ελληνικές μεταφράσεις του ποιητή από τη Μαρία Παπαδήμα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Eισαγωγή, που φέρει ως υπότιτλο τον εύγλωττο στίχο: «Θάνατος είναι η στροφή του δρόμου», αναφέρεται η άποψη της Ι.K. Σεντένο: το σημείο συνάντησης των ετερωνύμων του Πεσσόα βρίσκεται στην αντίληψή του του θανάτου. Και σε αυτήν τη συλλογή ο θάνατος συχνά εμφανίζεται ως φαρσέρ, ως παράγοντας αυτοακύρωσης και υπονόμευσης της ηθικής αρτιότητας του ανθρώπου.
Παράλληλα, από τις εκδόσεις Printa κυκλοφορούν τα Είκοσι ένα Χαϊκού του Πεσσόα, σε μετάφραση και επίμετρο Γιάννη Σουλιώτη, από τα οποία πέντε γράφτηκαν στα Πορτογαλικά και δεκαέξι στα Αγγλικά. Η ενασχόληση με τον εφήμερο χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής είναι ο κοινός τόπος των δύο βιβλίων: στο Περί θανάτου αναλαμβάνει η αφήγηση, στα Είκοσι ένα Χαϊκού αναλαμβάνει η αφαιρετική φόρμα. Ο ποιητής σταθερά αναζητά την εξαφάνισή του, εις όφελος της τέχνης του.
Όλες οι εκδοχές του προσωποποιημένου θανάτου
Στο Ένα πολύ πρωτότυπο δείπνο εντοπίζει η κυρία Παπαδήμα την ένταξη της απόλυτα «ιδιωτικής υπόθεσης» του θανάτου στη μυθοπλασία του Πεσσόα. Στο έργο του, άλλωστε, συναντώνται όλες οι πιθανές προσεγγίσεις του ζητήματος του θανάτου: ο θάνατος ως λυρικό γεγονός, ως ανώνυμη κατάθεση, ως αλληγορία και ως μελόδραμα. Η απώλεια της υστεροφημίας του δημιουργού, η ταύτιση με τον θάνατο του «άλλου» ως αυτοβιογραφία του θανάτου, η αναζήτηση του ιδεότυπου του νεκρού εκεί όπου η ταυτότητά του είναι νεφελώδης, ακόμη και η απώλεια του αντικειμένου του ερωτικού πόθου, όλα αποδίδονται επακριβώς στην εξαιρετική της μετάφραση.
«Είμαι η φωτιά των σβησμένων εστιών, ο άρτος των άδειων τραπεζιών, η συντρόφισσα που ζητούν οι μοναχικοί και όσοι δεν τους καταλαβαίνει κανείς. Η δόξα που λείπει στον κόσμο είναι το μεγαλείο στη σκοτεινή μου επικράτεια. Στην αυτοκρατορία μου η αγάπη δεν κουράζει, γιατί δεν υποφέρει από την κατοχή. Ούτε και πονάει, γιατί δεν κουράζει επειδή ποτέ δεν κατείχε».
Στον Πεσσόα συναντάται ο θάνατος ως μοναδική υπαρξιακή βεβαιότητα, ως βίωμα του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, ως λογοτεχνική δημιουργία και ως στιγμιότυπο που περιλαμβάνει ερμηνευτικά σχόλια για τη ζωή.
Στον Πεσσόα συναντάται ο θάνατος ως μοναδική υπαρξιακή βεβαιότητα, ως βίωμα του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, ως λογοτεχνική δημιουργία και ως στιγμιότυπο που περιλαμβάνει ερμηνευτικά σχόλια για τη ζωή. Ο θάνατος ο αντι-μεταφυσικός, το «πάγωμα» του χρόνου ως αντικειμενικός θάνατος, ο θρήνος για τον Χρόνο που παρέρχεται, η απώλεια του «εγώ» και ο θάνατος του δημιουργού/ποιητικού υποκειμένου με την αλλαγή του ονόματός του φαίνεται στην απόλυτη εξοικείωση του Αλμπέρτο Καέιρο και του Ρικάρντο Ρέις με το βίωμα του θανάτου και σε δείγματα πρόζας κάποιων άλλων ετερωνύμων του Πεσσόα σχετικά με τον θάνατο.
Επικεντρωμένο στο συγκεκριμένο ζήτημα, ξεχωρίζει ένα ποίημα του ετερωνύμου Άλβαρο ντε Κάμπος που λέγεται «Partida» («Αναχώρηση», σε δική μου απόδοση):
«Σε σένα απλώνω τα χέρια όπως τ' απλώνει ένα παιδί / από της ερωμένης το λαιμό και πριν η μάνα εμφανιστεί / Χαρούμενος σε σένα αφήνω τα ενήλικα παιχνίδια μου / για σένα συγγενείς δεν έχω, ούτε κάτι να μ’ αναστατώνει από αυτό το σταθερό, το θαυμαστό, πυρέσσον Σύμπαν / κάθε τι Τελεσίδικο σε σένα ανήκει, σ’ άλλον κανένα».
Eδώ η αναχώρηση για τη σφαίρα της μετά θάνατον ζωής εμφανίζεται, με θεοσοφικές πινελιές, ταυτόσημη προς την ακύρωση του συναισθήματος. Η ζωή δηλώνεται ως προσωρινή, ενώ ο θάνατος ως «τελεσίδικη» υπαρξιακή κατάσταση. Είναι ενδιαφέρουσα η προθετικότητα του υποκειμένου όσον αφορά την άνευ όρων «παράδοσή» του στην επικράτεια του θανάτου, όπως και η προσωποποίηση του ίδιου του θανάτου, ως αποδέκτη αυτής της κίνησης.
O Πεσσόα συνθέτει (κατεξοχήν στην αγγλική γλώσσα και σπανιότερα στην πορτογαλική) τρίστιχα για τη συμβολική του θανάτου: σ’ αυτά είναι κυρίαρχη η παρουσία δύο δέντρων, της κερασιάς και της φιλύρας (φλαμουριάς), που θα ’λεγε κανείς πως λειτουργούν ως «νηπενθή» στο ιαπωνικής σύλληψης σύμπαν των χαϊκού.
Στην ελληνική έκδοση των Είκοσι ένα Χαϊκού (εκδ. Printa), ο κ. Σουλιώτης έχει αποδώσει με υπευθυνότητα τον εσωτερικό παλμό αυτής της ιδιότυπης ποιητικής επίδοσης του Πεσσόα, παρά τη δυσκολία που εμπεριέχει το εγχείρημα: στην αφαιρετική αυτή ποιητική φόρμα που ξεκινά από την Ιαπωνία και υιοθετείται, στις αρχές του εικοστού αιώνα, τόσο από τον Έζρα Πάουντ, όσο και από τους δικούς μας Καζαντζάκη και Σεφέρη, ο Πεσσόα συνθέτει (κατεξοχήν στην αγγλική γλώσσα και σπανιότερα στην πορτογαλική) τρίστιχα για τη συμβολική του θανάτου: σ’ αυτά είναι κυρίαρχη η παρουσία δύο δέντρων, της κερασιάς και της φιλύρας (φλαμουριάς), που θα ’λεγε κανείς πως λειτουργούν ως «νηπενθή» στο ιαπωνικής σύλληψης σύμπαν των χαϊκού.
Για διαφορετικούς λόγους καθεμιά, οι δύο πρόσφατες ελληνικές εκδόσεις συμβάλλουν τα μάλα στην εξοικείωση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με το διαρκώς ανασκαπτόμενο «μπαούλο» του έργου του Πεσσόα.
Ο Φερνάντο Πεσσόα πέθανε σε ηλικία 47 ετών και μέχρι τότε είχε δημοσιεύσει μόλις ένα βιβλίο πεζογραφίας στα πορτογαλικά και κάποια λίγα ποιήματα. Μετά τον θάνατό του βρέθηκε στο σπίτι του ένα μπαούλο με 27.000 σελίδες χειρόγραφα, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος μένει ακόμη να μελετηθεί και να εκδοθεί. |
Η αυτοακύρωση και η ακύρωση των άλλων
Η «παράλογη ανάγκη του ποιητή να υποφέρει» εμφανίζεται κυρίαρχη στο αφήγημα «Το χαράκωμα», όπου ο πυροβολισμός κινητοποιεί τη συνείδηση και ο τραυματισμός γίνεται δημιουργική προϋπόθεση της συγκίνησης. Ο αυτόχειρας «ψευτολοχίας» του επόμενου αφηγήματος συνθέτει τις μνήμες της παρελθούσας ζωής του ως κατάθεση –και πάλι– στον βωμό της συγκίνησης. Σκέφτεται κανείς την αμιγώς αισθητική διάσταση του γεγονότος του θανάτου: το να παρουσιάζεις τον θάνατο εξιδανικευμένο, τη απουσία τεκμηρίων για μια πιο ζοφερή του παρουσίαση. Ο θάνατος εμφανίζεται και ως «ασύνδετο» (inconjunto) προς τη ζωή γεγονός και ως απαρέσκεια προς τη ζωή ή ως θανατολαγνία του δεκανέα Σοάρες στο αφήγημα «Το κυνήγι». Εδώ, στη χορεία των ασυγκίνητων θεατών του «θεάματος Θάνατος» καταλέγονται και ένα ζευγάρι νεόνυμφων και κάποιοι νεαροί ποδοσφαιρόφιλοι, καθώς και μια ομάδα από αφηρημένα πιτσιρίκια. Η πιο εμφαντική, ωστόσο, παρουσία είναι αυτή του «τρελού του χωριού». Ένας ενδιάθετος ιδεαλισμός οδηγεί τον Πεσσόα στη διαπίστωση ότι «ο κόσμος είναι μη πραγματικός», στο αφήγημα «Ο θάνατος του γιατρού Σερντέιρα».
Όσο για τα δύο αλληγορικά αφηγήματα του τέλους, θα’λεγα πως επιβεβαιώνουν τη γενικότερη αίσθησή μου πως ο Πεσσόα οικοδόμησε τις τόσο ενδιαφέρουσες και προκλητικές λογοτεχνικές του περσόνες στη βάση ενός πάσχοντος, παθολογικά θιγμένου ανδρισμού – καθώς και στα στερεότυπα περί ανδρός της εποχής του, στερεότυπα αρκετά βασανιστικά, που του υπέβαλλαν την ισοπέδωση μέχρι μηδενισμού, των ευγενέστερων χαρακτηριστικών της ανδρικής του ταυτότητας. Το ποιητικό υποκείμενο, πίσω από το μόνιμο προσωπείο ενός ετερωνύμου, ακυρώνει την ύπαρξή του μέσω της συχνής ακύρωσης της αντικειμενικότητας της ύπαρξης των άλλων ή μέσω της κυριολεκτικής δολοφονίας τους, όπως συμβαίνει στον θεατρικό μονόλογο της συζυγοκτόνου, στο διήγημα «Σύζυγοι». Επίσης, μέσω της συνείδησης του μελλοθάνατου συζυγοκτόνου για την έλευση της εκτέλεσής του, όπως στο διήγημα «Γράμμα από την Αργεντινή».
Το ποιητικό υποκείμενο, πίσω από το μόνιμο προσωπείο ενός ετερωνύμου, ακυρώνει την ύπαρξή του μέσω της συχνής ακύρωσης της αντικειμενικότητας της ύπαρξης των άλλων ή μέσω της κυριολεκτικής δολοφονίας τους, όπως συμβαίνει στον θεατρικό μονόλογο της συζυγοκτόνου, στο διήγημα «Σύζυγοι».
Ενδιαφέρουσα είναι η «πνευματική συγκρότηση» που επικαλούνται οι συζυγοκτόνοι, και αυτό βεβαίως σχετίζεται τόσο με τον κυνισμό του συγγραφέα, με το ενδιάθετο γνώρισμα της ειρωνείας που διέπει το έργο του, όσο και με την αμείλικτη κριτική του στην κρατούσα ηθική. Και δεν μπορούμε παρά να συνδέσουμε αυτήν τη συνθήκη δημιουργίας προς την οδυνηρή συνειδητοποίηση της ηθικής έκπτωσης στο «Έγκλημα του γιατρού Σερντέιρα», που είναι ο φόνος της ψυχής ενός άλλου. Υπενθυμίζω τον αφανισμό του δημιουργού που διενεργείται στο Ηρόστρατος – Η αναζήτηση της αθανασίας, (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Gutenberg), καθώς και κάποιους στίχους από το ποίημα του Πεσσόα/Άλβαρο ντε Κάμπος «Κατάστημα Ψιλικών»:
«Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν είμαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να είμαι τίποτα.
Πέραν αυτού, έχω μέσα μου όλα τα όνειρα του κόσμου».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Περί θανάτου και άλλων μυστηρίων
FERNANDO PESSOA
Μτφρ. ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ
GUTENBERG 2020
Σελ. 96, τιμή εκδότη €7,00
Είκοσι ένα χαϊκού
FERNANDO PESSOA
Μτφρ. ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ
PRINTA 2020
Σελ. 88, τιμή εκδότη €10,60
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν θα αναφερθώ στις εξωτερικές συνθήκες της καταγωγής μου και στα πρώτα μου χρόνια. Οι εξωτερικές συνθήκες βαραίνουν πάντα πολύ λίγο στο ισοζύγιο του πεπρωμένου μου. Όλα συμβαίνουν μέσα μου. Έγινα αυτός που είμαι, νομίζω, χωρίς την επιρροή των εξωτερικών πραγμάτων. Μιλάω, ασφαλώς, πεπεισμένος για τη σχετικότητα των όσων λέω.
Από εκείνο το σκοτεινό μέρος της παιδικής μου ηλικίας όπου άρχισα να συνειδητοποιώ το περίγραμμα της ατομικότητάς μου, με βρίσκω πάντα απολύτως ίδιο, με μια σταθερή πνευματική συμπεριφορά: ήμουν πάντα ένα άτομο που το μόνο που έκανε ήταν να ονειρεύεται... με μία μόνο ωστόσο διαφορά – ότι τα όνειρά μου τα κατασκεύαζα πάντα με βάση την άμεση πραγματικότητα, με βάση υλικά και άμεσα γεγονότα της ζωής μου, γεγονότα που δεν τα αναζητούσα, αλλά που βρίσκονταν εδώ, δίπλα μου.
Μην το ερμηνεύσεις ως το αντίθετο αυτού που σου είπα πιο πάνω, ότι δηλαδή οι εξωτερικές συνθήκες δεν επηρέασαν καθόλου αυτό το έγκλημα. Αν βασίστηκα στα γεγονότα, ήταν για να βρω τον εαυτό μου και το βαθύτερο όνειρό μου. Ανέκαθεν ενοποιούσα τα πάντα, κάνοντας με τα πάντα, με το καθετί, έναν καθρέφτη για τα όνειρά μου. Καταλαβαίνεις πολύ καλά ότι λίγο με ενδιέφερε τι υπήρχε μπροστά μου – καθρέφτης ή στιλβωμένη καφετιέρα. Η αηδία ήταν η ίδια. Μπορεί ο βαθμός της αντανάκλασης να ήταν διαφορετικός, όμως η αηδία για το αντανακλώμενο πρόσωπο ήταν πάντα η ίδια».