Για το μυθιστόρημα της Jane Harper «Άγρια φύση» (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Από τον πρόλογο ήδη, του ελκυστικού ετούτου μυθιστορήματος της Τζέιν Χάρπερ, γινόμαστε μάρτυρες μιας εξιστόρησης με δελεαστικές επιλογές και μη αναμενόμενες αφηγηματικές προεκτάσεις. Μια ομάδα ανδρών, έχοντας ολοκληρώσει μια προγραμματισμένη πεζοπορία σε πυκνή αυστραλιανή δασική έκταση, ως μέρος δραστηριότητας εντός εταιρικού καταφυγίου, εμφανίζεται στο σημείο συνάντησης τριάντα πέντε λεπτά νωρίτερα από τον καθορισμένο χρόνο, ενώ «χτυπούσαν ικανοποιημένοι ο ένας τον άλλον στην πλάτη καθώς ξεπρόβαλαν μέσα από τα δέντρα…». Η ομάδα των γυναικών, εντωμεταξύ, έπρεπε να αντιμετωπίσει περισσότερα εμπόδια και προσκόμματα. Φτάνοντας καθυστερημένα στο ραντεβού τους, η μια απ’ αυτές πάσχει από κρανιοεγκεφαλική κάκωση, μια άλλη έχει τσιμπηθεί από φίδι, ενώ μια τρίτη αγνοείται. Παρατηρείται μια υπέροχη αλληγορία της εταιρικής ζωής εδώ, καθώς οι άντρες κάθονται σιωπηλοί στο μίνι λεωφορείο τους, ενώ ο αφηγητής λέει:
«Αν αντιμετώπιζαν κάποια επαγγελματική κρίση στην αίθουσα συνεδριάσεων, θα ήξεραν τι να κάνουν… Εδώ πέρα, όμως, η άγρια βλάστηση δεν τους άφηνε να δουν λύσεις. Κρατούσαν τα άψυχα κινητά τους σαν σπασμένα παιχνίδια στην ποδιά τους».
Στο εξαιρετικό μυθιστόρημα της Χάρπερ, το μυστήριο του αγνοούμενου προσώπου είναι το ζητούμενο και το άκρως ελκυστικό στοιχείο που βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του βιβλίου, με όλα τα συνοδευτικά του αφηγηματικά συμπληρώματα.
Η Άλις Ράσελ είναι το αγνοούμενο άτομο. Ένα σεβαστό ανώτερο στέλεχος της Μπέιλι Τέναντς, μιας λογιστικής εταιρείας που δραστηριοποιείται στη Μελβούρνη. Η Άλις εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια εκδρομής στους λόφους Γκίραλανγκ, που διοργάνωσε ο εργοδότης της, όπως κάνουν σχεδόν όλες οι μεγάλες εταιρείες για την ενίσχυση του ομαδικού πνεύματος και της συνεργασίας μεταξύ των υπαλλήλων τους. Οι άλλες γυναίκες που ήταν μαζί της ήταν οι αδελφές Μπριάνα και Μπέθανι ΜακΚένζι, η Λόρεν Σο και η Τζιλ Μπέιλι, αδελφή του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας Ντάνιελ Μπέιλι. Η συγγραφέας επιστρατεύει ξανά τον γνωστό αστυνομικό Άρον Φαλκ, για να δώσει την επιθυμητή λύση στο μυστήριο. Αν και ο Φαλκ είναι ομοσπονδιακός αξιωματικός, το βαθύτερο ενδιαφέρον του, στην πραγματικότητα, απορρέει από τη συμμετοχή της Άλις στη μυστική έρευνά του σχετικά με το ξέπλυμα χρήματος. Ως πληροφοριοδότης του, η Άλις συμφώνησε να υποκλέψει και του παραδώσει ορισμένα κρίσιμα έγγραφα που να αποδεικνύουν κάποιες παρατυπίες και παρανομίες που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό της εταιρείας Μπέιλι Τέναντς. Ο Φαλκ ανησυχεί τώρα ότι η συγκεκριμένη παράμετρος, όπου είχε άμεση εμπλοκή, ίσως να συνέβαλε στην άσχημη εξέλιξη της υπόθεσης.
Παρόλο που τα κινητά τηλέφωνα απαγορεύονταν στο καταφύγιο, η Άλις πήρε το δικό της σε ένα σακίδιο και, όταν η ομάδα χάθηκε, η δυνατότητα ανεύρεσης ενός σήματος στο δάσος πιθανόν να αποδεικνυόταν η σωτηρία που χρειαζόταν απεγνωσμένα η ομάδα των πέντε γυναικών. Ένα μήνυμα που απεστάλη στο τηλέφωνο του Φαλκ, «… την πληγώσει…», είναι οι μόνες λέξεις, αλλά δεν είναι σαφές εάν το μήνυμα το έγραψε η Άλις ή κάποιος άλλος που είχε το τηλέφωνό της. Ο Φαλκ είναι νέος, εργένης και με ισχυρό και ηθικό χαρακτήρα, ο οποίος μεγάλωσε σε αγρόκτημα, προοιωνίζοντας έτσι ότι θα αποδειχτεί περισσότερο χρήσιμος στο πυκνό και άγριο δάσος όπου ξετυλίγεται το επεισόδιο. Αλλά, παράλληλα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο τίτλος του μυθιστορήματος Άγρια φύση (ή Force of Nature, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του) αφορά –πέρα από το φυσικό τοπίο– και διάφορους χαρακτήρες του βιβλίου, όπως είναι η δυναμική Άλις, που είναι επίμονη και ειλικρινής, ιδιότητες που της επέτρεψαν να πετύχει σε έναν χώρο εργασίας που κυριαρχείται από το αντρικό φύλο.
Η Άλις Ράσελ είναι το αγνοούμενο άτομο. Ένα σεβαστό ανώτερο στέλεχος της Μπέιλι Τέναντς, μιας λογιστικής εταιρείας που δραστηριοποιείται στη Μελβούρνη. Η Άλις εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια εκδρομής στους λόφους Γκίραλανγκ, που διοργάνωσε ο εργοδότης της, όπως κάνουν σχεδόν όλες οι μεγάλες εταιρείες για την ενίσχυση του ομαδικού πνεύματος και της συνεργασίας μεταξύ των υπαλλήλων τους.
Αφού χαθεί η ομάδα των γυναικών, η Άλις αποφασίζει να φύγει μόνη της από την ερημιά, κι εκεί τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν άσχημη τροπή. Η Τζιλ Μπέιλι, η αδελφή του Ντάνιελ, εμφανίζεται ως η φωνή της μετριοπάθειας και του συμβιβασμού, όταν η ομάδα δείχνει να τα έχει χαμένα. Οι δίδυμες αδερφές Μπρι και Μπεθ ζούσαν χωριστά για χρόνια και βρέθηκαν μαζί μόλις η Μπεθ προσλήφθηκε και ήρθε να δουλέψει κι αυτή εκεί, για λογαριασμό της ίδιας εταιρείας. Η Μπρι δείχνει πως είναι φιλόδοξη και σκοπεύει να σφυρηλατήσει μόνιμη καριέρα στην συγκεκριμένη εταιρεία, ενώ η Μπεθ είναι η αδέξια και απειθάρχητη καπνίστρια την οποία η Άλις κατηγορεί για κάθε πρόβλημα που προκύπτει. Το τελευταίο μέλος της ομάδας είναι η Λόρεν Σο, επικεφαλής του προγράμματος σχεδιασμού της εταιρείας και η οποία συμπωματικά πήγαινε στο Κολέγιο Θηλέων Εντέβορ μαζί με την Άλις, έχοντας κάποια πείρα σε ανάλογες κατασκηνώσεις. Τελευταία, όμως, η Λόρεν ήταν εκείνη που βρισκόταν ψηλά στη λίστα των υποψηφίων για τις επερχόμενες περικοπές προσωπικού.
Αστυνομική πλοκή και αναμέτρηση με τη σκληρή πλευρά της φύσης
Η Χάρπερ χωρίζει την όλη αφήγηση μεταξύ του αστυνομικού ενδιαφέροντος του Φαλκ για τη συνεχιζόμενη αναζήτηση της χαμένης Άλις, και της ιστορίας της γυναικείας ομάδας, καθώς η περιπλάνηση τις οδηγεί μακριά από το ενδεδειγμένο μονοπάτι και στην τελική ατυχία. Αυτό δημιουργεί κάποιας μορφής ένταση στον αναγνώστη, αφού μετατοπίζεται συνεχώς ανάμεσα σε αυτό που αποκαλύπτει η αναζήτηση του Φαλκ και σε ό,τι μαθαίνουμε για το τι πραγματικά συνέβη. Η Χάρπερ, ταυτόχρονα, φέρνει στην υπόθεση και την πιθανή ύπαρξη στην περιοχή του Σαμ Κόβακ, του γιου ενός γνωστού δολοφόνου ο οποίος χρησιμοποίησε την ερημική τοποθεσία για να εγκαταλείπει τα θύματά του. Είναι συχνό, πάντως, στα περισσότερα αυστραλιανά μυθοπλαστικά κείμενα, οι χαρακτήρες να αντιμετωπίζουν τη σκληρότητα του τοπίου και αρκετές ανυπέρβλητες δυσκολίες, όπως ξηρασία, πυρκαγιές, απομόνωση, και τόσες άλλες που γνωρίζουμε. Ωστόσο, η Χάρπερ δεν ασχολείται ιδιαίτερα για να δημιουργήσει αυτή την πεπατημένη μορφή αφήγησης, αλλά ισοσταθμίζει τη δική της ιστορία απέναντι σε αυτά τα σχήματα. Αν και η ιστορία προορίζεται να προκαλέσει σχετική σύγχυση στον αναγνώστη, στο τέλος αποδεικνύεται ότι δεν είναι τόσο το τοπίο που ενδιαφέρει τη Χάρπερ, όσο οι άνθρωποι μέσα σε αυτό και η ικανότητά τους να προκαλούν κακό στους γύρω τους.
Η καριέρα της Τζέιν Χάρπερ ξεκίνησε το 2014, όταν δημοσιεύτηκε ένα διήγημά της στο περιοδικό Big Issue και μέχρι σήμερα έχει γράψει 4 μυθιστορήματα, με τελευταίο το Αυτοί που επέζησαν, το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 10 Ιουνίου σε μετάφραση της Χίλντας Παπαδημητρίου, για τις εκδόσεις Μεταίχμιο. |
Αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο την –αγγλικής καταγωγής– συγγραφέα είναι οι ομάδες γυναικών και πώς αυτές σχετίζονται μεταξύ τους σε ένα ανδροκρατούμενο πλαίσιο. Την πρώτη νύχτα της πεζοπορίας τους, οι γυναίκες συναντιούνται με την ομάδα των αντρών για μια νύχτα οινοποσίας και, παρόλο που οι δύο ομάδες δεν συναντιούνται ξανά, η ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους είναι προφανής. Ο τρόπος αλληλεξάρτησης και οι σχέσεις των γυναικών φαίνεται επίσης πως επηρεάζονται αισθητά από την εταιρική ιεραρχία. Η Χάρπερ περιπαίζει, παράλληλα, τον αμείλικτο ατομικισμό που διαπερνά την εταιρική κουλτούρα, καθώς και το είδος της ατομικής συμπεριφοράς σε αυτού του τύπου την ομαδοποίηση. Η Άλις, για παράδειγμα, μπορεί να είναι η πιο φιλόδοξη στην ομάδα, αλλά περιφρονεί εμφανώς τη φυσική άσκηση.
Μια ιστορία λίαν ενδιαφέρουσα με ρίζες, ανταγωνισμούς και διαπλεκόμενες σχέσεις με πολύχρονο παρελθόν, που σιγόβραζαν για χρόνια.
Στην αφήγηση παρουσιάζονται και οι κόρες της Άλις και της Λόρεν. Ο πρώην φίλος μιας εξ αυτών κυκλοφόρησε άσεμνες φωτογραφίες της μεταξύ των συνομηλίκων, ενώ η άλλη προφανώς υποφέρει από νευρωσική διατροφική διαταραχή. Οι παραλληλισμοί μεταξύ της συμπεριφοράς μητέρας και κόρης είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στην Άγρια φύση, αν και δίνεται μόνο επιφανειακά. Από την άλλη μεριά, βέβαια, αυτό είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και οι αναγνώστες αυτού του είδους θέλουν πέρα από το έγκλημα και τη λύση, χωρίς να ενδιαφέρονται πολύ για μια ευρύτερη εξέταση του κοινωνικού πλαισίου την οποία αντικατοπτρίζει το μυθιστόρημα. Η Χάρπερ ξέρει πως δεν μπορεί να αγνοήσει και αυτή την παράμετρο, όπως επίσης δεν μπορεί να αφήσει αναπάντητη την ερώτηση τού κατά πόσο γνωρίζουμε καλά τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόμαστε επαγγελματικά.
Το πρώτο μυθιστόρημα της Χάρπερ Η ξηρασία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, αλλά ήταν κάτι το αναμενόμενο. Οι αναγνώστες των μυθιστορημάτων της εκεί γνώρισαν τον Αυστραλιανό Ομοσπονδιακό Πράκτορα Άρον Φαλκ, ο οποίος εδώ, στο δεύτερο βιβλίο της Χάρπερ, βρίσκεται στη μέση μιας υπόθεσης στην οποία συνεργάζεται με τη συνάδελφό του Κάρμεν Κούπερ, για τον εντοπισμό της γυναίκας που χάθηκε στην πεζοπορία. Ο κύριος ερευνητής της υπόθεσης, όμως, είναι ο αστυνομικός της περιοχής, ονόματι Κινγκ, ο οποίος είχε μια γνωστή στον Φαλκ άποψη για το οικονομικό έγκλημα. Η Χάρπερ ακάθεκτη τονίζει και καταδικάζει τα πάσης φύσεως οικονομικά εγκλήματα κάποιων επιχειρηματιών.
Η δράση του μυθιστορήματος λαμβάνει χώρα στην αυστραλιανή ύπαιθρο και όχι σε πόλεις και κτίρια εμπορικών επιχειρήσεων, ενώ οι πρωταγωνιστές κουβαλούν μαζί τους μόνο ένα σακίδιο πλάτης. Σκιαγραφώντας τους γυναικείους χαρακτήρες, η Χάρπερ επικεντρώνεται περισσότερο στην ατομική τους ζωή, τις ηλικίες, τις θέσεις εργασίας και, το σπουδαιότερο, στο πώς αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους λαμβάνοντας υπόψη την προσωπικότητα της καθεμιάς και τις περιστάσεις στις οποίες δραστηριοποιούνται. Και η φύση, όμως, παίζει σίγουρα σπουδαίο ρόλο και καταλαμβάνει μεγάλο μέρος αυτού του μυθιστορήματος, όπως άλλωστε και στο προηγούμενο βιβλίο της. Μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις της φύσης, η οποία καθίσταται γρήγορα εμφανής, είναι η αρχέγονη σωματική πείνα και δίψα που βιώνουν οι γυναίκες. Βασίζεται σε μια ομάδα υποκειμενικών συμπτωμάτων και κλινικών σημείων στο σώμα τους που παρουσιάζουν οι πέντε γυναίκες στην περιπέτειά τους στο ερημικό δάσος. Σ’ αυτά θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τις φουσκάλες στα αμάθητα στο σκληρό και δύσκολο περπάτημα πόδια, τους κοκκινισμένους ώμους λόγω ερεθισμού και τριβής από τους ιμάντες των βαριών σακιδίων και την αγωνία τους όταν γίνεται αντιληπτό ότι δεν υπάρχει τίποτα διαθέσιμο για μαγείρεμα και βρώση. Όσο βαθύτερα εισέρχονται οι γυναίκες στην πρωτόγονη φύση και στην απελπισία της περιρρέουσας κατάστασής τους, τόσο περισσότερο και γρηγορότερα φαίνεται πως απορρίπτεται το επαγγελματικό και κοινωνικό τους στάτους. Είναι τότε η στιγμή που ο Φαλκ «ανάμεσα στα ουρλιαχτά του ανέμου και στα βογκητά των δέντρων […] είχε την αίσθηση ότι μπορούσε σχεδόν ν’ ακούσει μια καμπάνα να χτυπάει πένθιμα»!
Οι δυνάμεις της φύσης μπορεί να είναι καλές ή κακές, αλλά δεν είναι ποτέ αδιάφορες, έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά πολλάκις, αλλά εδώ, «όταν βρίσκεις τα υπάρχοντα ή το καταφύγιο, σειρά έχει συνήθως το πτώμα», και η γυναικεία ενόρμηση εν προκειμένω έχει τον πρώτο λόγο. Μια ιστορία λίαν ενδιαφέρουσα με ρίζες, ανταγωνισμούς και διαπλεκόμενες σχέσεις με πολύχρονο παρελθόν, που σιγόβραζαν για χρόνια.
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η ανθολογία κειμένων «Παραδουνάβιες σελίδες» (εκδ. Οδός Πανός).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Κινγκ έγνεψε καταφατικά, αλλά ο Φαλκ πρόλαβε να δει το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που το ήξερε καλά. Ο Φαλκ είχε επίγνωση ότι, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των παράνομων δραστηριοτήτων, ο περισσότερος κόσμος ιεραρχούσε το ξέπλυμα χρήματος ανάμεσα στις μικροκλοπές καταστημάτων και στην αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου για τα μέσα συγκοινωνίας. Δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, φυσικά, αλλά μια χούφτα πλούσιοι αποφασισμένοι να γλιτώσουν το μερίδιο των φόρων που τους αναλογούσε, δεν άξιζαν τα λεφτά και τους ανθρώπινους πόρους που διέθετε το κράτος για το κυνήγι τους».