Για το μυθιστόρημα της Βιόλα Αρντόνε [Viola Ardone] «Το τρένο των παιδιών» (μτφρ. Φωτεινή Ζερβού, εκδ. Πατάκη).
Της Λεύκης Σαραντινού
«Μερικές φορές αυτός που σε αφήνει να φύγεις σε αγαπάει περισσότερο από αυτόν που σε κρατάει κοντά του». Αυτή είναι η φράση στην οποία συμπυκνώνεται το θέμα του μυθιστορήματος της Ναπολιτάνας Βιόλα Αρντόνε· ένα βιβλίο τρυφερό, συγκινητικό και καλογραμμένο.
Πλούσιος Βορράς συντρέχει φτωχό Νότο
Νότια Ιταλία, 1946. Νάπολη, πόλη ρημαγμένη από τον πόλεμο, όπως άλλωστε ολόκληρη η Ιταλία και η Ευρώπη. Η Νότια Ιταλία, όμως, υποφέρει ασύγκριτα περισσότερο από τη Βόρεια, αφού οι διαφορές στο οικονομικό και βιοτικό επίπεδο των κατοίκων των δύο περιοχών ήταν ανέκαθεν τεράστιες, πόσο μάλλον έπειτα από τον καταστροφικότερο πόλεμο που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Γι' αυτό και το κομμουνιστικό κόμμα της Ιταλίας παίρνει την πρωτοβουλία να μαζέψει πολλά από τα παιδιά του φτωχού Νότου και να τα δώσει για φιλοξενία, για μερικούς μήνες, σε οικογένειες κομμουνιστών του εύπορου Βορρά, οικογένειες οι οποίες μπορούν να καλύψουν καλύτερα τις ανάγκες ενός παιδιού. Ένα τέτοιο παιδί είναι και ο Αμέριγκο.
Η Βιόλα Αρντόνε γράφει και αφηγείται μέσα από τα μάτια του Αμέριγκο, τη σπαραχτική και συγκινητική ιστορία των αθώων παιδικών ψυχών που επιβιβάστηκαν σ' εκείνο το τρένο για τον Βορρά, αφήνοντας με πόνο τις οικογένειές τους στον Νότο για να επιστρέψουν στη συνέχεια με αμφίθυμα συναισθήματα.
Η Βιόλα Αρντόνε γράφει και αφηγείται μέσα από τα μάτια του Αμέριγκο, τη σπαραχτική και συγκινητική ιστορία των αθώων παιδικών ψυχών που επιβιβάστηκαν σ' εκείνο το τρένο για τον Βορρά, αφήνοντας με πόνο τις οικογένειές τους στον Νότο για να επιστρέψουν στη συνέχεια με αμφίθυμα συναισθήματα. «Τώρα πια είμαστε μοιρασμένοι στα δύο», παρατηρεί πολύ σωστά ένα άλλο παιδί μετά την επιστροφή τους, ο Τομμαζίνο, θέλοντας να τονίσει μ' αυτό, τη δυσκολία με την οποία άφησαν και πάλι τις οικογένειες που με τόση αγάπη τα φιλοξένησαν, προκειμένου να βρεθούν πίσω στους δικούς τους. Κάποια παιδιά έμειναν για πάντα στον Βορρά, μετά από δική τους επιλογή, ενώ σε κάποια άλλα η ζωή τους άλλαξε δια παντός μετά από αυτή την αναγκαστική μετοικεσία. Σε κάθε περίπτωση, όσα παιδιά έφυγαν, γύρισαν πίσω απολύτως αλλαγμένα, καθώς αυτή η εμπειρία σημάδεψε τα επόμενα χρόνια τους. Και πώς αλλιώς άλλωστε, αφού οι συναισθηματικά φορτισμένες μνήμες της παιδικής ηλικίας είναι ανεξίτηλες.
Έτσι και αυτά τα παιδιά, δεν μπόρεσαν να ξεχάσουν ποτέ τον αποχωρισμό από τις οικογένειές τους στον σταθμό των τρένων. Αυτό τουλάχιστον αφήνει να εννοηθεί η συγγραφέας, όταν ο Αμέριγκο, μεγάλος άντρας πια, περιδιαβαίνει τη Νάπολη, την πόλη των αναμνήσεων και των παιδικών του χρόνων.
«Ανάμεσα στις στριγκλιές των νεαρών γυναικών που μας συνοδεύουν, τις μανάδες που φεύγουν βιαστικά με τα παλτά στο χέρι και τα γέλια μας, ο σταθμάρχης σηκώνει τον σηματοδότη και το τρένο αναχωρεί. Στην αρχή αργά, σιγά σιγά όμως επιταχύνει. Η μαμά μου η Αντονιέττα στέκει στην άκρη της αποβάθρας, που όλο και μικραίνει καθώς το τρένο απομακρύνεται, και σφίγγει στην αγκαλιά της το παλτό μου. Όπως με έσφιγγε όταν βομβάρδιζαν την πόλη μας».
Εικόνες της μεταπολεμικής Ιταλίας ανάμεικτες με ψήγματα αναμνήσεων από τον πόλεμο, μέσα από τα μάτια ενός επτάχρονου παιδιού.
Η Βιόλα Αρντόνε στηρίζει το μυθιστόρημά της στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Αμέριγκο, βλέπει τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια και καταγράφει, με γλώσσα ταιριαστή, όλα όσα θα έκαναν εντύπωση σε ένα παιδί της ηλικίας του. Λόγος φυσικός και αυθόρμητος, διανθισμένος με πινελιές γνήσιου ιταλικού χιούμορ, ο οποιος παραπέμπει στον Ρομπέρτο Μπενίνι και την πολύ επιτυχημένη του ταινία «Η ζωή είναι ωραία».
Μυθιστόρημα πρωτότυπο, που εστιάζει στα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, χωρίς να καταφεύγει σε δραματικές υπερβολές, Το τρένο των παιδιών είναι ένα έξοχο δείγμα της σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνικής παραγωγής.
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Μύθοι που έγιναν ιστορία» (εκδ. Ενάλιος).