Για το μυθιστόρημα του Samuel Beckett «Αυτοί που έχουν χαθεί» (μτφρ. Θωμάς Συμεωνίδης, εκδ. Εστία).
Tου Γιώργου Βέη
«Ο άνθρωπος είναι η φαντασία ή μάλλον η φαντασία είναι ο άνθρωπος.
Μακροπρόθεσμα η αλήθεια δεν έχει σημασία».
Γουάλας Στήβενς
Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε αρχικά στα γαλλικά το 1970. Έφερε τον τίτλο Le Dépeupleur. Δύο χρόνια αργότερα μεταφράστηκε από τον ίδιο τον Σάμιουελ Μπέκετ στα αγγλικά. Τίτλος: The Lost Ones. O συγγραφέας ήταν ήδη 66 ετών. Τρία χρόνια πριν είχε τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ. Διαβάζουμε στο αρκούντως διαφωτιστικό επίμετρο ότι εδώ «δεν υπάρχουν αναφορές στον χρόνο. Δεν υπάρχει η συμβατική μέρα. Ο χρόνος γίνεται αντιληπτός από τη φθορά (όπως, για παράδειγμα, τα σκαλοπάτια που λείπουν στις σκάλες), από τις εναλλαγές στον ρυθμό και στην ένταση της κίνησης αυτών που βρίσκονται μέσα στον Κύλινδρο, από τις διαφορετικές τιμές που παίρνει η διπλή καταιγίδα (φως, θερμοκρασία). Η αναζήτηση αλλάζει με τον χρόνο. Αλλάζει το υποκείμενο της αναζήτησης, αλλάζουν αυτοί που αναζητούν. Αυτός ο χρόνος είναι το χθες για το οποίο μιλάει ο Μπέκετ στο δοκίμιό του για τον Προυστ: “Eίμαστε άλλοι, δεν είμαστε πλέον αυτό που ήμασταν πριν μας βρει η συμφορά του χθες”. Αυτό που θέλαμε χθες, αυτό που αναζητούσαμε χθες είχε εγκυρότητα μόνο για το χθες. Αυτό που θέλουμε σήμερα είναι διαφορετικό, έχει υποστεί μια μετατόπιση, είναι κάπου ενδιάμεσα, χωρίς ευδιάκριτη θέση, χωρίς αυτή η θέση να είναι προσεγγίσιμη, πρέπει να έχεις πρόσβαση στο μυστικό των θεών για να έχεις αντίληψη αυτού που έχει χαθεί, αυτού που είναι ίδιο και αλλάζει από μέρα σε μέρα ή καλύτερα, από χθες σε χθες, αυτού που αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και όχι με την έλευσή του».
Δώδεκα χρόνια πριν, ήτοι το 1960, στην εναρκτήρια ομιλία του στο περιώνυμο Collège de France, ο Κλοντ Λεβί-Στρος μάς υπενθυμίζει ότι καταρχάς «έχουμε μάθει από τον Μαρξ ότι το διαχρονικό μπορεί να υπάρξει στο ομαδικό», ενώ «από τον Φρόιντ έχουμε μάθει ότι το γραμματικό μπορεί να καρποφορήσει στην καρδιά του ατομικού». Το ατομικό αυτοδεσμεύεται στο εν λόγω μυθιστόρημα, εξ ορισμού μάλιστα, να αρθρώσει την όποια αλήθεια (του), αποβλέποντας στη σύγκληση με το όποιο νοείται ως όλον. Βεβαίως το διερώτημα για τη συγκεκριμένη φύση, τη ρίζα, την ταυτότητα εν ολίγοις του ίδιου του ατομικού επανεμφανίζεται συχνά πυκνά. Αντίστοιχα όμως το γραμματικό στοιχείο διαδίδεται, επαυξάνει, ανανεώνεται ως θεμελιώδες τεκμήριο απόλαυσης. Η γραφή επιχαίρει εκθέτοντας το σαδομαζοχιστικό εντέλει υλικό της ζωής. Κι αυτή ακριβώς είναι η μόνη ηδονή: η ανακάλυψη μιας λειτουργικής, ιδιωματικής σε έναν βαθμό γλώσσας-άμυνας.
Η σκιά του βρέφους που πλανάται στην ακροτελεύτια παράγραφο του βιβλίου είναι σημαδιακή. Οι σκιές του πλατωνικού σπηλαίου δεν έχουν εξαλειφθεί. Κι ίσως να μην εξαλειφθούν ποτέ, υπαινίσσεται ο ακαταπόνητος περιηγητής-παρατηρητής ονόματι Σάμιουελ Μπέκετ.
Στη θέση της εξιλέωσης αντιπαραβάλλεται η βεβαιότητα του αδιεξόδου: η εξ αντικειμένου πραγματικότητα και η άλλη, η δευτερογενής, το κέρδος δηλαδή των αυθορμήτων επινοήσεων, των ανομολόγητων ή καθ’ όλα ομολογημένων λέξεων, αλλά και των κοινότοπων συμβάσεων του νου συνθλίβουν το πρόσωπο. Εαυτός και Άλλος είναι παγιδευμένοι εξίσου και στους δυο κόσμους: Ίσως και οι ίδιοι να ήταν εξ υπαρχής απλώς φαντάσματα. Ή σκιές. Η σκιά του βρέφους που πλανάται στην ακροτελεύτια παράγραφο του βιβλίου είναι σημαδιακή. Οι σκιές του πλατωνικού σπηλαίου δεν έχουν εξαλειφθεί. Κι ίσως να μην εξαλειφθούν ποτέ, υπαινίσσεται ο ακαταπόνητος περιηγητής-παρατηρητής ονόματι Σάμιουελ Μπέκετ. Αν «όλα όσα κάνουμε αποσκοπούν στην ανεύρεση της ελευθερώτριας λέξης», όπως τονίζει το γνωστό πρόταγμα του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, τότε η ύπαρξη, η οποία πάλλει στο εν λόγω μυθιστόρημα, δεν θέλει τίποτε άλλο παρά να μη χαθεί ως λέξη.
Συγκρατώ εν προκειμένω τη δήλωση των Βουδιστών «itthattāyāti pajā nāti», ότι δηλαδή «αυτός εδώ ο κόσμος δεν υφίσταται», με την οποία συμφωνεί, μεταξύ άλλων, και ο μείζων ποιητής των ΗΠΑ Γουάλας Στήβενς, διακηρύσσοντας, ως γνωστόν, από την πλευρά του, τριάντα χρόνια περίπου πριν από τη συγγραφή του Αυτοί που έχουν χαθεί, ότι «η πραγματικότητα είναι ένα κενό». Η συνάφεια αυτών των πεποιθήσεων με διακριτές εκφάνσεις, οι οποίες στοιχειώνουν τη ροή του παρόντος μυθιστορήματος, είναι προφανής: το ρήμα εξωθείται στα άκρα για να συλλάβει το ουτοπικό-δυστοπικό-χαοτικό μη-δεν. Θα μπορούσαμε, επίσης, να υποστηρίξουμε ότι η εν μέρει αινιγματική, εν μέρει σχολαστικά σαρκαστική αφήγηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ασθματική τελετή σήμανσης ορισμένων κρίσιμων φαινομένων και συγκεκριμένων αισθητών πραγμάτων καθ’ εαυτά. Εξού και ο συστηματικός, ο άτεγκτος διπολισμός του μυθιστορήματος. Αυτής της σύνοψης παθών λόγου. Για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής απομονώνω τα εξής ενδεικτικά:
«Προ αμνημονεύτου χρόνου η φήμη ότι ή ακόμα καλύτερα η διαδεδομένη ιδέα ότι υπάρχει μια έξοδος. Αυτοί που δεν την πιστεύουν πλέον δεν είναι απρόσβλητοι στο να την πιστέψουν πάλι σε συμφωνία με την ιδέα που απαιτεί όσο αυτή διαρκεί ότι εδώ όλοι θα πεθάνουν αλλά με έναν θάνατο τόσο βαθμιαίο και για να το θέσουμε καθαρά τόσο κυμαινόμενο ώστε να διαφύγει από την παρατήρηση ακόμα και ενός επισκέπτη. Όσο για τη φύση αυτής της εξόδου και τη θέση της δύο γνώμες χωρίζουν χωρίς να τους φέρνουν σε αντίθεση όλους αυτούς που παραμένουν πιστοί σε αυτήν την παλιά πεποίθηση. Στη μια σχολή παίρνουν όρκο ότι πρόκειται για ένα κρυφό πέρασμα διακλάδωση μιας από τις σήραγγες που οδηγεί με τα λόγια του ποιητή στα άσυλα της φύσης. Η άλλη ονειρεύεται μια κρυμμένη καταπακτή στο κέντρο της οροφής δίνοντας πρόσβαση σε έναν αγωγό στο τέλος του οποίου ο ήλιος και άλλα αστέρια θα αστράφτουν ακόμα. Η μεταστροφή είναι συχνή και προς τις δύο κατευθύνσεις και τέτοια ώστε ένας που σε μια δεδομένη στιγμή δεν θα άκουγε τίποτα εκτός από τη σήραγγα μπορεί πολύ καλά μία στιγμή αργότερα να μην ακούει τίποτα εκτός από την καταπακτή και μία στιγμή αργότερα να αναιρεί πάλι τον εαυτό του».
Λαμβάνοντας υπόψιν τη ρήξη, τη μείζονα επανάσταση στη φιλοσοφία, ότι δηλαδή «την πραγματικότητα δεν την αντιλαμβανόμαστε απλώς, αλλά τη συνιστούμε οι ίδιοι», σύμφωνα με τον Ιμμάνουελ Καντ, τότε το ως άνω διάβημα του Σάμιουελ Μπέκετ αποτελεί διερμηνεία, επανεξέταση, αλλά και ανατροπή ορισμένων στερεοτύπων του πραγματικού. Το ψηφιδωτό των σημασιών ανακαλεί το έδαφος που χάνουν διαδοχικά κάτω από τα πόδια τους οι περσόνες στο Αυτοί που έχουν χαθεί. Η ενότητα του χώρου περικλείει και τις εναλλαγές των ανορθώσεων και των πτώσεων του εγώ. Μονάδα και πολλαπλότητα επικοινωνούν εντέλει. Άλλωστε «όσα κάθε φορά υποστηρίζουμε ότι υπάρχουν αποτελούνται από ένα και από πολλά και ότι το τέλος και το άπειρο εμφιλοχωρούν σ’ αυτά ως να ήταν ιδιότητες εγγενείς» ανακεφαλαιώνει ο πλατωνικός Φίληβος (ή Περί Ηδονής, 16c). Η παρεπόμενη ανόρθωση εν συνεχεία στοιχείων του συμβολικού και η εμπέδωση κρίσιμων διδαγμάτων του φαντασιακού εγχειρήματος. Οι υπερεμπειρικές λογικές τακτικές, σε συνδυασμό με τη στρατηγική της υποκειμενοκεντρικής θέασης του μικρόκοσμου, ο οποίος συνειδητά προσπαθεί να συμβιώσει στον προαναφερόμενο Κύλινδρο-Πεπρωμένο, αποδίδει καρπούς: το μυθιστόρημα συγκροτεί συγκεκριμένο τι-ενθάδε. Συγκρατώ ότι είχε ήδη προηγηθεί, κατά είκοσι περίπου χρόνια, η εμβληματική εκείνη «Εισήγηση της Ρώμης» του Ζακ Λακάν. Εκεί είχε ειπώθηκε, ως γνωστόν, με ιδιάζουσα έμφαση, ότι «ο άνθρωπος μιλά, αλλά μιλά επειδή το σύμβολο τον κατέστησε άνθρωπο» (βλ. Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, μτφρ. Νάσια Λινάρδου-Μπλανσέ και Ρεζινάλντ Μπλανσέ, επίμ. Ρεζινάλντ Μπλανσέ, εκδ. Εκκρεμές). Εξού και η περίοπτη θέση, την οποία δικαιωματικά κατέχει φέρ’ ειπείν το σύμβολο-δεσμός, ήτοι ο Κύλινδρος.
Η μετάφραση από τον συστηματικό μελετητή των έργων του Σάμιουελ Μπέκετ αποδίδει άψογα το νευρώδες, εξαιρετικά απαιτητικό πρωτότυπο. Έτσι Αυτοί που έχουν χαθεί έρχονται εδώ.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Βράχια» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όλα ακινητοποιούνται τότε. Είναι ίσως το τέλος των πάντων. Λίγα δευτερόλεπτα και όλα αρχίζουν πάλι. Συνέπειες αυτού του κλίματος για την επιδερμίδα. Ζαρώνει. Τα σώματα σε τριβή μεταξύ τους ένα θρόισμα ξεραμένων φύλλων. Η ίδια η βλεννώδης μεμβράνη έχει επηρεαστεί. Ένα φιλί κάνει έναν απερίγραπτο ήχο. Όσοι αντέχουν ακόμα τη συνουσία μάταια πασχίζουν. Αλλά δεν θα ενδώσουν. Πάτωμα και τοίχος από στέρεο καουτσούκ ή κάτι τέτοιο. Αν το χτυπήσει με δύναμη το πόδι ή η γροθιά ή το κεφάλι ο ήχος μόλις που ακούγεται. Φαντάσου τότε την ησυχία των βημάτων. Οι μόνοι ήχοι άξιοι του ονόματος προέρχονται από τις σκάλες κατά τον χειρισμό τους και τον γδούπο των σωμάτων που χτυπούν το ένα πάνω στο άλλο ή του ενός που χτυπιέται από μόνο του όπως όταν με ξαφνική μανία χτυπάει το στήθος του. Έτσι επιβιώνουν σάρκα και οστά. Οι σκάλες. Αυτά είναι τα μόνα αντικείμενα. Είναι μόνες χωρίς εξαίρεση και ποικίλλουν σημαντικά ως προς το μέγεθος. Οι μικρότερες δεν είναι πάνω από έξι μέτρα. Κάποιες είναι συρόμενες. Στηρίζονται στον τοίχο χωρίς μέριμνα για την αρμονία».