Για το μυθιστόρημα της Μάγιας Αγγέλου «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί» (μτφρ. Ιωάννα Καρατζαφέρη, εκδ. Πατάκη). Στην εικόνα, η Maya Angelou (δεξιά) με την Cicely Tyson (αριστερά), από την τηλεοπτική μεταφορά του έργου «Ρίζες» του Alex Haley.
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Η βιογραφία της Μάγιας Αγγέλου (Marguerite Annie Johnson), είναι αρκούντως γνωστή στους πολλαπλούς αναγνώστες της. Η Μάγια Αγγέλου μεγάλωσε στον διαχωρισμένο κοινωνικά αμερικανικό Νότο με τη γιαγιά της, μια ασυνήθιστα πλούσια μαύρη ιδιοκτήτρια καταστήματος. Τελικά έφυγε από το Αρκάνσας για να ζήσει με τη μητέρα της και να παρακολουθήσει γυμνασιακές σπουδές στην Καλιφόρνια, όπου εργάστηκε επίσης ως η πρώτη μαύρη υπάλληλος του τραμ στο Σαν Φρανσίσκο. Λίγο μετά την απόκτηση του απολυτήριου λυκείου, γέννησε τον γιο της. Ήταν δια βίου λάτρης της λογοτεχνίας και της μάθησης. Συνέχισε για να γίνει επιτυχημένη χορεύτρια και ηθοποιός, αλλά είναι γνωστότερη για τις πολλές της ποιητικές συλλογές, καθώς και για τα απομνημονεύματά της Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί ("I Know Why the Caged Bird Sings", 1969). Τη στιγμή του θανάτου της, η Μάγια Αγγέλου (Σαιντ Λούις, 1928–Βόρεια Καρολίνα, 2014) εργαζόταν πάνω σε άλλη μια αυτοβιογραφία της.
Στα έργα της ασχολείται με ρατσιστικά και φυλετικά θέματα διακρίσεων και συχνά θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες κριτικούς για έργα που δημιουργήθηκαν τον 20ο κυρίως αιώνα. Αν αναζητήσουμε το ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο του βιβλίου, θα διαπιστώσουμε πως αυτό ξεκινά στον πλημμυρισμένο αμερικανικό Νότο από τους νόμους του Τζιμ Κρόου, στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και τελειώνει στο Σαν Φρανσίσκο, λίγο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Υπήρξε αναμφίβολα μια ταραχώδης περίοδος στην αμερικανική ιστορία, και εδώ καταγράφεται διορατικά και εξετάζεται από την Αγγέλου καθώς εξιστορεί, σχεδόν αποκλειστικά, τα γεγονότα της προσωπικής της ζωής. Ταυτόχρονα, διερευνά τις επιπτώσεις του συστηματικού και διάχυτου διαχωρισμού και ρατσισμού στη νοοτροπία και την ταυτότητα των μαύρων ατόμων, έτσι που αποτελεί μια καλή καταγραφή και απεικόνιση της ιστορίας του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα από την προοπτική, πάντα, μιας μαύρης γυναίκας του Νότου. Για τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της η Μάγια Αγγέλου συνεργάστηκε στενά με τον συγγραφέα και ακτιβιστή πολιτικών δικαιωμάτων Τζέιμς Μπόλντουιν. Αποτελεί παράλληλα καινοτομία τυπικής αυτοβιογραφίας, δεδομένου ότι χρησιμοποιεί τεχνικές και στυλ που είναι κοινά στη μυθοπλασία, ενώ παραμένει πιστή στην ιστορία της ζωής της.
Για τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της η Μάγια Αγγέλου συνεργάστηκε στενά με τον συγγραφέα και ακτιβιστή πολιτικών δικαιωμάτων Τζέιμς Μπόλντουιν. Αποτελεί παράλληλα καινοτομία τυπικής αυτοβιογραφίας, δεδομένου ότι χρησιμοποιεί τεχνικές και στυλ που είναι κοινά στη μυθοπλασία, ενώ παραμένει πιστή στην ιστορία της ζωής της.
Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία της Μάγιας Αγγέλου, στη διάρκεια των παιδικών της χρόνων, στο μικρό Σταμπς, στην κομητεία Λαφαγιέτ της Πολιτείας του Αρκάνσας. Εκείνη, Μάργκεριτ τότε, και ο αδερφός της, Μπέιλυ Τζόνσον, στέλνονται μακριά από τους γονείς τους με ένα τρένο, για να ζήσουν με τη γιαγιά τους («Μόμμα») και τον θείο Γουίλλι, σε ηλικία μόλις τριών και τεσσάρων ετών. Η γιαγιά τους είχε ένα κατάστημα και τα παιδιά ζώντας εκεί είχαν εξασφαλίσει ένα καλό επίπεδο διαβίωσης και ασφάλειας. Ωστόσο, η ζωή ήταν δύσκολη για όλους όσοι ζούσαν εκεί, με τα παιδιά να αντιμετωπίζουν διάφορες μορφές διακρίσεων, υποβάθμισης και φυλετικής βίας.
Μια μέρα, αφικνείται εκεί ο πατέρας της Μάργκεριτ και τους ανακοινώνει ότι την παίρνει μαζί με τον αδερφό της για να μείνουν πια με τη μητέρα τους, αλλά μερικές μέρες αργότερα εκείνος φεύγει από το Σαιντ Λούις για την Καλιφόρνια. Η μικρή Μάργκεριτ δεν πρόλαβε να νιώσει ούτε χαρά, ούτε λύπη. Άλλωστε, δεν ξέρει πού βρίσκεται το σπίτι της. Γράφει:
«Ήταν ένας ξένος και αν αποφάσισε να μας αφήσει σε μια ξένη, ήταν ένα και το αυτό».
Στο Σαιντ Λούις, μόλις αρχίζει να προσαρμόζεται δέχεται επανειλημμένα σεξουαλικές επιθέσεις και βιασμό από τον σύντροφο της μητέρας τους, τον κ. Φρίμαν. Μετά την καταδίκη του τελευταίου και τη δολοφονία του, αργότερα, η Μάργκεριτ με τον αδελφό της επιστρέφουν στο Σταμπς, θεωρώντας ότι η μητέρα της, τους έστειλε πίσω, επειδή εκείνη ήταν πολύ σιωπηλή, σκυθρωπή και αγέλαστη όσο έμενε στο Σαιντ Λούις. Η μικρή κωμόπολη Σταμπς, τότε, όπως και οι άλλες περιοχές του Νότου είχε να αντιμετωπίσει ακραία φυσικά φαινόμενα (ξηρασίες, πλημμύρες) αλλά και κοινωνικές αναταραχές (περιστασιακά λιντσαρίσματα μαύρων και θανάτους). Εκεί η Μάργκεριτ αγωνίζεται να αντιμετωπίσει το στίγμα της σεξουαλικής επίθεση που υπέστη στο Σαιντ Λούις. Σε αυτό τη βοηθάει σε μεγάλο βαθμό μια αριστοκράτισσα του μαύρου Σταμπς, η Μπέρθα Φλάουερς, η οποία τη διδάσκει πώς να διαβάζει, να απαγγέλει, και έτσι της μεταδίδει την αγάπη της για την ποίηση και τη λογοτεχνία, τα οποία παρέμειναν στην υπόλοιπη ζωή της Μάγια, ως ανέλπιστη πηγή δύναμης.
Όταν ο αδελφός της Μπέιλυ απειλείται από έναν λευκό, η Μόμμα αποφασίζει ότι είναι καιρός τα παιδιά να συναντήσουν και να ζήσουν και πάλι με τη μητέρα τους, η οποία εν τω μεταξύ έχει μετακομίσει στην Καλιφόρνια. Τα παιδιά πηγαίνουν στο Σαν Φρανσίσκο και ζουν με τη μητέρα τους και τον νέο της σύζυγο, τον Μπαμπά Κλαϊντέλ, ο οποίος αγαπάει τη Μάγια, σαν να ήταν ο πατέρας της. Η Μάγια και ο Μπέιλυ βρίσκονται εκείνο το διάστημα πολύ κοντά στη μητέρα τους και η Μάγια συνεχίζει να αποδίδει καλά στο σχολείο. Φυσικά, η ζωή της στην Καλιφόρνια τα επόμενα χρόνια θα περάσει από πολλά στάδια και θα αντιμετωπίσει πράγματα και καταστάσεις, οι οποίες θα δώσουν στη Μάγια μια γενναία ώθηση προς την ενηλικίωση, κι έπειτα την πρώτη της εργασία ως η πρώτη μαύρη υπάλληλος στα τραμ του Σαν Φρανσίσκο, καθώς επίσης και την πρώτη της εγκυμοσύνη.
Στο βιβλίο αναφέρονται, επίσης, τα πρώτα λογοτεχνικά αναγνώσματα της Αγγέλου, πώς ήταν η ζωή στον αμερικάνικο Νότο τη δεκαετία του ’30, πόσο δύσκολο ήταν να είσαι νέγρος και να αγωνίζεσαι για την κατάργηση της δουλείας. Γράφει επίσης, για τον διάχυτο φυλετικό διαχωρισμό που δέχτηκε όταν πήγε να γεννήσει –ακόμα και σε αυτή την ευαίσθητη προσφορά υπηρεσιών υγείας, στην δεκαετία του 1940 στο κάπως ανεκτικότερο Σαν Φρανσίσκο, το οποίο ενσάρκωνε μια κατάσταση ομορφιάς και μια αίσθηση ελευθερίας–, αναφέρεται στο πώς η γιαπωνέζικη περιοχή της πόλης μετατράπηκε σε «Χάρλεμ του Σαν Φρανσίσκο» εξαιτίας των πολεμικών αναμετρήσεων εκείνης της εποχής, των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ιαπωνία, ενώ δεν υπολείπονται και οι σχετικές σελίδες που είναι αφιερωμένες στους μαύρους ποιητές. Γράφει η Αγγέλου αναλογιζόμενη όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι έγιναν η ασπίδα της ενάντια στη σκληρή πραγματικότητα, που αντιμετώπιζε η φυλή της:
«Ω, μαύροι ποιητές, γνωστοί και άγνωστοι, πόσες φορές δεν μας στήριξαν οι κόποι σας; Ποιος θα υπολογίσει τις μοναχικές νύχτες που έγιναν λιγότερο μοναχικές από τα τραγούδια σας, ή τ’ άδεια τσουκάλια που γίνονταν λιγότερο τραγικά χάρη στα παραμύθια σας; Ίσως να αρκεί, πάντως, να πούμε ότι επιζούμε χάρη στην αφοσίωση των ποιητών μας, συμπεριλαμβανομένων των κληρικών, των μουσικών και των τραγουδιστών του μπλουζ».
Η Μάγια Αγγέλου, διαβάζουμε, μεταξύ τριών και δεκαέξι ετών, μετακομίζει και ζει σε επτά διαφορετικά σπίτια, κυρίως στο Σαιντ Λούις και στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας. Ευρισκόμενη απροστάτευτη ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά του ρατσισμού, του σεξισμού και της εξουσίας, η νεαρή Μάγια υποτιμάται και υποβαθμίζεται εξακολουθητικά, κι έτσι με τα χρόνια καθίσταται ανίκανη να νιώσει άνετα και να παραμείνει σε ένα μέρος. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι από ιστορικής σκοπιάς, ο προσωπικός εκτοπισμός της Μάγια αντανακλά και τις ισχυρότερες κοινωνικές δυνάμεις που εκτόπισαν τους μαύρους σε όλη τη χώρα, την αποκαλούμενη «Μεγάλη Μετανάστευση», κυρίως από τον Νότο προς τις Πολιτείες του Βορρά και δυτικότερα. Η Αγγέλου συνειδητοποιεί ότι χιλιάδες άλλα τρομοκρατημένα μαύρα παιδιά έκαναν το ίδιο ακριβώς ταξίδι με εκείνη και τον αδελφό της, ταξιδεύοντας μόνα τους προς νέους εύπορους γονείς σε βόρειες πόλεις ή επιστρέφοντας στις νότιες πόλεις όταν ο Βορράς αποτύγχανε να τους παράσχει την οικονομική ευημερία που τους είχε υποσχεθεί. Γιατί οι Αφροαμερικανοί ακόμα και μετά την Διακήρυξη της Χειραφέτησης, το 1862, συνέχισαν να αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους σε μια χώρα που εξακολουθούσε να είναι εχθρική στην αφρικανική κληρονομιά τους.
Η Αγγέλου συνειδητοποιεί ότι χιλιάδες άλλα τρομοκρατημένα μαύρα παιδιά έκαναν το ίδιο ακριβώς ταξίδι με εκείνη και τον αδελφό της, ταξιδεύοντας μόνα τους προς νέους εύπορους γονείς σε βόρειες πόλεις ή επιστρέφοντας στις νότιες πόλεις όταν ο Βορράς αποτύγχανε να τους παράσχει την οικονομική ευημερία που τους είχε υποσχεθεί.
Στο βιβλίο ο κάθε χαρακτήρας προσπαθεί να αντισταθεί στον προφανή ή υφέρποντα ρατσισμό με διαφορετικό τρόπο. Η Μόμμα διατηρεί την αξιοπρέπειά της βλέποντας τα πράγματα ρεαλιστικά και κρατώντας τα περισσότερα για τον εαυτό της. Άλλοι αγοράζουν φανταχτερά ρούχα και οδηγούν καινούργια αυτοκίνητα για να διακηρύξουν την αξία τους και συναναστρέφονται με γυναίκες, με απώτερο σκοπό να διεκδικήσουν την αρρενωπότητά τους ενάντια στον απάνθρωπο και εξευτελιστικό ρατσισμό. Μερικοί μαθαίνουν να χρησιμοποιούν την προκατάληψη των λευκών εναντίον τους, ώστε να κερδίσουν εις βάρος τους, ενώ η Μάγια πειραματίζεται για πρώτη φορά με τη διάχυτη αντίσταση και περιφρόνησής της στο κάθε τι λευκό, όταν γίνεται η πρώτη μαύρη υπάλληλος στο τραμ του Σαν Φρανσίσκο.
Ο τίτλος της αυτοβιογραφίας της Μάγιας Αγγέλου προέρχεται από το ποίημα της “Caged Bird”, της συλλογής Shaker, Why Don't You Sing? [1983]. Το ποίημα τελειώνει ως εξής: and his tune is heard / on the distant hill / for the caged bird / sings of freedom. |
Όλοι όμως θεωρούσαν την εκκλησία ως τόπο ανατρεπτικής αντίστασης στις απάνθρωπες ενέργειες των λευκών, εντοπίζοντας και επικρίνοντας την υποκρισία τους. Αν και η Μάγια πάλεψε με την προσωπική της ανασφάλεια και την κοινωνική απόρριψη, εντούτοις καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας, είχε δίπλα της έναν αξιοσημείωτο αριθμό ισχυρών γυναικείων προτύπων, τόσο μέσα στην οικογένεια, όσο και στην ευρύτερη κοινότητά της. Η Μόμμα η γιαγιά της, η μητέρα της, όπως και για ένα διάστημα η Μπέρτα Φλάουερς, διέθεταν ξεχωριστές προσωπικότητες και διαφορετικές απόψεις για τη ζωή, αλλά όλες τους είχαν χαράξει τη δική τους πορεία και κατάφεραν να διατηρήσουν σε ικανοποιητικό επίπεδο την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό τους, χωρίς ποτέ καμιά τους να συνθηκολογήσει και να ανεχτεί ρατσιστικές προσβολές, ύβρεις και κακομεταχειρίσεις. Με τον ίδιο τρόπο και η Μάγια Αγγέλου σχεδιάζει και δρομολογεί την προσωπική της πορεία την οποία και εφαρμόζει με την αέναη υποστήριξη και την ενθάρρυνση των θηλυκών προκατόχων της.
Στο τέλος του 34ου κεφαλαίου, η Μάγια σημειώνει πως το γεγονός ότι η ενήλικη Αμερικανίδα νέγρα αποκτά ένα καταπληκτικό χαρακτήρα, συχνά αντιμετωπίζεται με κατάπληξη, απέχθεια, ακόμα και με πόλεμο, και ότι «σπάνια γίνεται αποδεκτό ως το αναμενόμενο αποτέλεσμα ενός αγώνα που κερδήθηκε από επιζώντες και αξίζει τον σεβασμό, αν όχι την ενθουσιώδη αποδοχή». Έχει πάντως ενδιαφέρον ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, η λογοτεχνία παίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στον εαυτό της, ενώ ταυτόχρονα τής παρείχε έναν κόσμο φαντασίας και διαφυγής. Η αρχή φυσικά έγινε στο Σαιντ Λούις, όπου η Μπέρτα Φλάουερς την βοήθησε να ανακαλύψει ξανά τη φωνή της μετά τον βιασμό της, ενθαρρύνοντάς τη να χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων συγγραφέων και ποιητών. Η Μάγια έκτοτε συνεχώς αναφέρεται στη λογοτεχνία που διάβασε στην παιδική της ηλικία.
Το Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί, της Μάγια Αγγέλου θεωρείται πλέον ένα κλασικό βιβλίο της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας που σίγουρα γεφυρώνει ιστορικά και πολιτικά χάσματα, επουλώνει χρόνιες κοινωνικές πληγές, μορφώνει γενεές αναγνωστών και διαμορφώνει ανθρώπινες συνειδήσεις.
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η ανθολογία κειμένων «Η αβάσταχτη μελαγχολία της κλεψύδρας – Άρθρα και κείμενα» (εκδ. Οδός Πανός)
Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί
ΜΑΓΙΑ ΑΓΓΕΛΟΥ
Μτφρ. ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2020
Σελ. 360, τιμή εκδότη €15.50