
Για το μυθιστόρημα της Kate Elizabeth Russell «Σκοτεινή μου Βανέσα» (μτφρ. Φωτεινή Πίπη, εκδ. Ψυχογιός), μια ιστορία για τη σεξουαλική και ψυχική κακοποίηση στις ποικίλες εκφάνσεις της.
Του Διονύση Μαρίνου
Ήταν κεραυνός εν αιθρία; Πέσαμε από τα σύννεφα ωσάν να μην είχαμε ακούσει τίποτα, να μην υποθέταμε και, στη χειρότερη των περιπτώσεων, να μην ξέραμε; Όταν το 2006 η Tarana Burke παρηγόρησε ένα 13χρόνο κορίτσι στις ΗΠΑ που είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από μεγαλύτερο άντρα, είχε πει για πρώτη φορά: «me too» («συνέβη και σ’ εμένα»). Αυτές οι δύο λέξεις, χρόνια μετά, έγιναν σύνθημα απελευθέρωσης των γυναικών, αποτέλεσαν το κλειδί που άνοιξε τις καλά κλεισμένες θύρες των σκοτεινών μυστικών, των άνομων συνευρέσεων και του σεξ δίχως συναίνεση. Αυτό που ακολούθησε είναι λίγο πολύ γνωστό. Το 2015, οι New York Times δημοσίευσαν ένα κείμενο για τον Harvey Weinstein, ο οποίος ανακρίθηκε από την αστυνομία μετά από καταγγελία (για ανάρμοστη και προσβλητική συμπεριφορά) που υπέβαλλε το μοντέλο Ambra Gutierrez.
Ήταν η αρχή των πάντων για να βγει στην επιφάνεια ο βόρβορος που δεν αφορούσε, βεβαίως, μόνο τον Weinstein, αλλά κάμποσους άλλους επιφανείς άντρες που εκμεταλλεύτηκαν την ισχύ της θέσης τους για να υποτάξουν (διότι περί υποταγής πρόκειται) νέες γυναίκες. Όσο και αν μας προκαλεί σκεπτικισμό, το zeitgeist δεν μπορεί να διαφύγει από τις κεραίες της λογοτεχνίας. Μπορεί να θεωρούμε πως η μυθοπλασία χρειάζεται τον χρόνο της για να αφομοιώσει τα κοινωνικά γεγονότα και εν συνεχεία να τα εντάξει σε μια μυθιστορηματική φόρμα, εντούτοις τούτο ενδέχεται να είναι μια «ανάγνωση» που απέχει αρκετά από τις σημερινές συνθήκες.
Μπορεί να θεωρούμε πως η μυθοπλασία χρειάζεται τον χρόνο της για να αφομοιώσει τα κοινωνικά γεγονότα και εν συνεχεία να τα εντάξει σε μια μυθιστορηματική φόρμα, εντούτοις τούτο ενδέχεται να είναι μια «ανάγνωση» που απέχει αρκετά από τις σημερινές συνθήκες.
Αμφιβάλλει κανείς πως η πανδημία θα γεννήσει νέα μυθιστορήματα; Μήπως η 11η Σεπτεμβρίου δεν το έκανε; Για να μην αναφέρουμε το προσφυγικό ζήτημα και την οικονομική κρίση που κινητοποίησε συγγραφείς δυνάμεις. Ως εκ τούτου, το ζητούμενο δεν είναι η δαιμονοποίηση της συγχρονικότητας, αλλά η ουσιαστική μετάπλαση ενός πραγματικού φαινομένου σε κάτι ευρύτερο, γενικότερο και σαφώς πιο «πλούσιο» σε σημάνσεις.
Προφανώς, μυθιστορήματα σαν τη Σκοτεινή μου Βανέσα (μτφρ. Φωτεινή Πίπη, εκδ. Ψυχογιός) της νιόβγαλτης Κέιτ Ελίζαμπεθ Ράσελ δεν θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί πριν από είκοσι χρόνια. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πρώτα μετακινούνται οι τευτονικές πλάκες της κοινωνίας και στη συνέχεια –ένα παράδοξο μεθύστερο– έρχεται η τέχνη να προσυπογράψει τη μεταστροφή. Τούτο, φυσικά, εμπεριέχει πάντα τον κίνδυνο να μετεγγράψει κανείς την πραγματική πραγματικότητα ως έχει αδυνατώντας να προσφέρει μια διαφορετική γωνία αντίληψης.
![]() |
|
H Κέιτ Ελίζαμπεθ Ράσελ κατάγεται από το ανατολικό Μέιν. Έχει μάστερ από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και διδακτορικό στη δημιουργική γραφή από το Πανεπιστήμιο του Κάνσας. Το μυθιστόρημα Σκοτεινή μου Βανέσα είναι το πρώτο της βιβλίο. |
Η Ράσελ προσπάθησε να ξεφύγει από την «παγίδα» όχι μόνο με το να προσωποποιήσει το κίνημα του #MeToo μέσω της Βανέσας, της κεντρικής ηρωίδας της, αλλά και να εισχωρήσει στο μυαλό της έτσι ώστε να κατανοήσει –κι εμείς μαζί της– τα δικά της κίνητρα, τη σωματική και ψυχολογική εμπλοκή της με τα δραματικά γεγονότα που της συνέβησαν, αλλά και την επιρροή που είχαν αυτά στην ενήλικη ζωή της.
Η ιστορία με δυο λόγια
Grosso modo: η Βανέσα, μόλις 15 ετών, φοιτά στο οικοτροφείο Μπρόγουικ και αρχίζει να αισθάνεται κάπως περίεργα για τον καθηγητή Λογοτεχνίας, Τζέικομπ Στρέιν. Φυσικά, είναι αυτός που κάνει το πρώτο βήμα για να τη δελεάσει. Αν και η Βανέσα δεν είναι όμορφη, ούτε καν θελκτική, με κάποιο τρόπο δείχνει μεγαλύτερη για την ηλικία της, ξεχωριστή με τον τρόπο της και σαφώς δελεαστική για τα μάτια ενός πολύ μεγαλύτερου άντρα. Σιγά, αλλά σταθερά και ψυχαναγκαστικά, ο Στρέιν εκθειάζει τα ποιήματά της, την τροφοδοτεί με «επιλεγμένα» μυθιστορήματα όπως η Λολίτα και το Χλωμή Φωτιά του Ναμπόκοφ. Το πρώτο γίνεται εμμονή στην Βανέσα, καθώς βλέπει τον εαυτό της σαν την Λο και τον Στρέιν σαν τον Χάμπερτ Χάμπερτ. Το δεύτερο γίνεται η αιτία να αποκτήσει τον χαρακτήρα της «Σκοτεινής Βανέσας».
Η ανατροφοδότηση λογοτεχνικού υλικού, ωστόσο, δεν γίνεται για να μεστώσει καλλιτεχνικά η μικρή, αλλά για να αφεθεί στα χέρια του Στρέιν με μεγαλύτερη ευκολία. Να βαφτίσει μέσα της την παράνομη σχέση σε μύηση στην αληθινή αγάπη. Το σεξ μεταξύ τους δεν θα αργήσει, ο Στρέιν είναι αρκούντως χειριστικός, τη στιγμή που η μικρή στα χέρια του είναι ένας άμορφος πηλός που τον πλάθει όπως θέλει εκείνος. Η σχέση τους όμως, θα γίνει γνωστή από μια πρώην φίλη της Βανέσας που θα κινητοποιήσει τον μηχανισμό του οικοτροφείο εναντίον του. Η Βανέσα παίρνει το μέρος του και δεν αποδέχεται με τίποτα τη σχέση τους. Στάση που θα διατηρήσει ως πεποίθηση και στα κατοπινά χρόνια. Άλλωστε, τη βλέπουμε σε δύο φάσεις (όσες και η χρονική έκταση του μυθιστορήματος): το 2000, οπότε και φοιτά στο Μπρόγουικ και συμβαίνουν όσα συμβαίνουν και το 2017, οπότε είναι πλέον ενήλικη, ψυχολογικά χαντακωμένη και βουτηγμένη στην ανία μιας δουλειάς σε ξενοδοχείο.
Σιγά, αλλά σταθερά και ψυχαναγκαστικά, ο Στρέιν εκθειάζει τα ποιήματά της, την τροφοδοτεί με «επιλεγμένα» μυθιστορήματα όπως η Λολίτα και το Χλωμή Φωτιά του Ναμπόκοφ.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Στρέιν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ακολουθεί ως σκέψη ή ως φυσική παρουσία. Εμφανίζεται, όμως, για τα καλά ξανά μπροστά της όταν μια πρώην συμμαθήτριά της τον ξεσκεπάζει με ανάρτηση στο Facebook ότι είχε πέσει κι αυτή θύμα του. Η πόρτα με τα σκοτεινά μυστικά ανοίγει ξανά.
Η Βανέσα, καίτοι τριάντα κάτι χρόνων πλέον, άρα αποστασιοποιημένη από τα τότε γεγονότα, εξακολουθεί να κρατάει μια υπόδουλη σχέση με τον Στρέιν. Την κανοναρχεί, σε σημείο η Βανέσα να μην δέχεται ποτέ ότι υπέστη βιασμό. Στην ουσία παίρνει το μέρος του βασανιστή της. Υπό το βάρος των αποκαλύψεων, ο Στρέιν αυτοκτονεί. Και ενώ θα περίμενε κανείς αυτό να είναι η κορύφωση του μυθιστορήματος και η λύση του δράματος, η Ράσελ συνεχίζει προσπαθώντας να εισχωρήσει ακόμη πιο βαθιά στο μυαλό της Βανέσας. Μιας γυναίκας, δηλαδή, που έχει χάσει προ πολλού κάθε έννοια αθωότητας και υγιούς σχέσης με το άλλο φύλο. Προφανώς, έχουμε να κάνουμε με μια γυναίκα που μαράθηκε πρόωρα και σωματικά και συναισθηματικά.
Η Ράσελ φαίνεται πως υπερεκτίμησε τις δυνάμεις της με αποτέλεσμα το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος να γίνεται σχοινοτενές και ουσιαστικά να τριγυρνάει συνεχώς γύρω από τον συναισθηματικό λαβύρινθο της ηρωίδας της.
Ωστόσο, η Ράσελ φαίνεται πως υπερεκτίμησε τις δυνάμεις της με αποτέλεσμα το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος να γίνεται σχοινοτενές και ουσιαστικά να τριγυρνάει συνεχώς γύρω από τον συναισθηματικό λαβύρινθο της ηρωίδας της (οι λάθος σχέσεις, ο αυτοοικτιρμός, οι ενοχές, το βάσανο της απώλειας του Στρέιν, η αλλοιωμένη σχέση με τη μητέρα της). Από την άλλη, δεν γίνεται να μην της πιστωθεί το θάρρος να γράψει για ένα θέμα που καίει και το οποίο, αν και αρχικά το αρνήθηκε, εντέλει, και λόγω της σκόνης που σηκώθηκε με το βιβλίο της, να παραδεχθεί πως έχει πολλά στοιχεία από εμπειρίες της δικής της εφηβείας.
Είναι ένα βιβλίο σκληρό και σκοτεινό. Σε ορισμένους αναγνώστες θα δημιουργήσει αισθήματα θυμού για τον Στρέιν (λογικό) και συμπάθειας για τη Βανέσα (ακόμη πιο λογικό). Εντέλει, είναι ένα βιβλίο που φαίνεται ολοκάθαρα πως έχει υποστεί μπόλικη επιμέλεια μέχρι να τυπωθεί. Σίγουρα, δεν είναι ένα μυθιστόρημα που το προσπερνάς αβασάνιστα. Ο Στίβεν Κινγκ το χαρακτήρισε «δυναμίτη». Καλό το παράσημο από έναν μέντορα, αλλά το θέμα δεν είναι να εκρήγνυται ένα βιβλίο, αλλά να δημιουργεί υπόκωφους κραδασμούς και εκρήξεις. Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της Ράσελ, επομένως τη σημειώνουμε περιμένοντας τα επόμενα βήματά της. Η άρτια μετάφραση ανήκει στην Φωτεινή Πίπη.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Σκοτεινή μου Βανέσα
Κέιτ Ελίζαμπεθ Ράσελ
Μτφρ. Φωτεινή Πίπη
Ψυχογιός 2020
Σελ. 480, τιμή εκδότη €17,70