Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου «Έθνος εξαιρετικά» (εκδ. Περισπωμένη). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Θεόφιλου με τίτλο «Η Μυτιλήνη».
Γράφει ο Γιώργος Βέης
«Κάτι μυστήριοι κρότοι, στην σιωπή
της νύχτας, κάτι αόρατες φτερούγες.
Μια γεύση τρυφερότητας νωπή,
εν’ άρωμα από τις παιδικές σου ρούγες».
Δημήτρη Κοσμόπουλου, συλλογή Pixels (σελ.31)
Σπονδυλωτή ελεγεία για την απώλεια συγγενικών προσώπων, εγκόλπιο μαρτυριών εμφυλίων και μη πολέμων του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος μας, εφαρμογές ευέλικτων μορφολογικών σχηματισμών, οριοθετήσεις κανόνων ρυθμικής ευστοχίας, χρονικό ψυχικών αναδιπλώσεων, περικοπές και αποσπάσματα μιας συνοπτικής, εξόφθαλμα έμμετρης αυτοβιογραφίας, κωδικοποιήσεις των σχέσεων και των ανταποκρίσεων του ημέτερου, δεδομένου κόσμου και του εποπτικού, εμφανώς γρηγορούντος, ποιητικού νου.
Έτσι διαβάζω και διερμηνεύω την πρόσφατη συλλογή του ως άνω δημιουργού (Κοντογόνι, «Παπαφλέσσας» Πυλίας στη Μεσσηνία, 1964) Έθνος εξαιρετικά (εκδ. Περισπτωμένη). Παρατηρώ ότι από το πρώτο κιόλας ποίημα η μεταφυσική διεκδικεί και μάλιστα δυναμικά την αποκλειστικά δική της σφαίρα επιρροής στις πράξεις των ενίοτε μαρτυρικώς ζώντων. Οι ανέκκλητοι απόντες μπαινοβγαίνουν διαρκώς στους στίχους με την αυθορμησία εκείνη, η οποία κατ’ εξοχήν διακρίνει την όλη συμπεριφορά των στοιχείων του σύμπαντος. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ολίγα, αλλά αρκούντως ενδεικτικά, πιστεύω, στίγματα της συγκεκριμένης κειμενικής πρόθεσης:
«Μὲ Ἔθνος ἐξαιρετικὰ καὶ Σέρτικα Λαμίας
νύχτες καὶ νύχτες ἄκουγε μόνος στὸ παραγώνι
τὴν γλώσσα τῆς φωτιᾶς, τὴν ζωή του νὰ παφλάζει
νὰ τοῦ μιλάει μ᾿ ἀλλοιώτικη σιωπὴ καὶ μὲ τὶς λάμψεις [. . . ]
Λένε βλέπουν τὴν χλαίνη του μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ἀστράφτουν στιλβωμένα τὰ κουμπιά της
τὴν ὥρα τὴν χλωρή, ὅταν ἡ νύχτα ξεψυχάει
καὶ μένει ἕνας καπνὸς στὸ πέρασμά του
πάχνη τῆς πίκρας πάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ μόσχος». (Βλ. σελ. 9).
Βεβαίως έχω διαπιστώσει και από προηγούμενες συχνές επισκέψεις μου στο λεκτικό σώμα του εν λόγω, ότι το παρελθόν υφίσταται σταθερά κι αμετάκλητα, όχι πάντα βασανιστικά, ως το απαραίτητο, κάθε άλλο παρά αδόκητο τμήμα ενός διεσταλμένου, εξαιρετικά πολύσημου ή και γραφικού, ατάσθαλου ενίοτε νυν. Ας συγκρατηθεί ό,τι καλείται συλλήβδην σήμερα είναι, εκτός των άλλων, μια ακόμη χρηστική αλληγορία του εγώ.
Το ικανό και αναγκαίο εκείνο οραματικό τι συνιστά το αύριο ή επέκεινα. Έτσι, η παρεπόμενη ποιητική πρόταση εμπεριέχει στο πρόσφορο σύνολό της τις τρεις αυτές παιδαγωγικές υποδιαιρέσεις του αυστηρού, μαθηματικού χρόνου. Με ιδιαίτερα επεξεργασμένο τρόπο, το τονίζω.
Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε στο Κοντογόνι Μεσσηνίας το 1964 και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές και δοκίμια που αφορούν θέματα κριτικής και λογοτεχνίας. Πολλά από τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ευρωπαϊκές γλώσσες και στα αραβικά, και έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Ποιητικά του βιβλία έχουν εκδοθεί στα Ιταλικά, στα Γαλλικά και στα Αλβανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων (2004), της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών (2001) και της ΕΣΗΕΑ (2005). Είναι Διευθυντής Σύνταξης στο λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Ευθύνη. |
Oι νεκροί
Συγκρατώ εν συνεχεία, ότι κι εδώ οι νεκροί επιμένουν να μας δείχνουν ότι δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη ότι έχουν όντως οι ίδιοι πεθάνει προσφάτως. Ή πριν από καιρό. Γι ‘ αυτό κι επιμένουν να εμφανίζονται στην αφηγηματική σκηνή του εδώ και τώρα, όπως έχει διδάξει προ πολλού ο πρώιμος βουδισμός.
Η γραφή στο Έθνος εξαιρετικά μετέχει δηλαδή και σε ό,τι έχει εν προκειμένω αφομοιώσει ο δυτικός τρόπος ανάπτυξης αναλόγων θεματικών επιλογών. Εννοείται μέσα από ποικίλες πρόσφορες προσομοιώσεις, επωφελείς ωσμώσεις και αποτελεσματικές προσαρμογές. Καταθέτω φέρ’ ειπείν από το βορειοαμερικανικό κληροδότημα εύστοχων εμπεδώσεων τους εξής χαρακτηριστικούς αφορισμούς: «The Buddhists believe the dead din’t know they’ re dead. So maybe some people die [. . .] and never know it. It’ s just another day. Like this one now. Do you think that’s true? [.. .] I believe the dead have voice and inhabit the earth as surely as we do. I believe they speak in our dreams or inside the sound of rain or even in the static of a telephone call, on the other side of which there is no caller». (Βλ. James Lee Burke, Crusader’s Cross, The Orion Publishing Group Ltd, London, 2005, σελ. 66 και 155).
Ο γνωστικός χάρτης του δόκιμου, ήδη πολυβραβευμένου, ως γνωστόν, ποιητή είναι κατά συνέπεια εμφανώς διευρυμένος: η τελετή που αφορά π.χ. σε μια επιμελώς φροντισμένη νέκυια συνιστά μια συνήθη, δηλαδή τυποποιημένη λειτουργία στη διάρκεια ενός κρίσιμου, από καθαρά σημασιολογική άποψη, απογεύματος σε μιαν ιδιαζόντως ομιλητική ύπαιθρο ή σε μια πολύβουη πόλη.
Ο έντιμος διάλογος με ουσίες του κάτω κόσμου αποτελεί εν πολλοίς αναστοχαστικό διάλογο ζωής. Ανακουφιστικής μάλιστα, όπως καταλήγει μετά από μια καθαρά ομοιοπαθητική, ιδιαζόντως επιδραστική τακτική ελιγμών της αμυνόμενης ύπαρξης. Εξ ου και οι λιτοί, υποδειγματικά δραματικοί στίχοι, οι οποίοι απαρτίζουν το «Χειμωνιάτικο»:
Πῆρε νὰ βρέχει πάλι. Στὴν ἀνεμοβραχιὰ
ἔπεσε ὀμίχλη. Ἀπὸ τὰ τζάκια
καρτερικὸς καπνός, δὲν βγαίνει πιά.
Χαλάσματα στὴν ἐγκαρτέρηση,
τρικλίζουνε. Θεόκλειστα σπίτια.
Ἄκουσες τὸ γεράκι;
Μὴν μιλήσεις. Περνᾶνε οἱ ἴσκιοι τῶν νεκρῶν.
Περνᾶνε μὲ γυλιὰ καὶ χλαῖνες
κι ἄστραμμα ἀνάβει-σβήνει τὸ ἐθνόσημο χρυσό,
φλόγα κεριοῦ στὸ πούσι.
Τὸ χέρι του στὰ μαλλιά μου,
τὰ ὀνόματά τους ψιθυρίζει, μὲ θρόισμα φύλλου.
“Λυκοῦργος... Ἐσκὴ Σεχίρ... Πανάγος... Προύσα...
Δημήτρης... Δρέπανο... Γιάννης, Νικόλας... Ντικελί...”
Ὕστερα χάνεται μαζί τους». (Βλ. σελ. 12).
Οι εκτάσεις του Άδη παρέχουν, υποστηρίζουν λέξεις. Ο Άδης είναι κι αυτός Κείμενο. Από την άποψη αυτή το ποίημα δεν παραλείπει να συνομιλήσει εντατικά και με τον πασίγνωστο, τον σημαδιακό Νεκρόδειπνο (1971) του Τάκη Σινόπουλου (Επιτάλιο Ηλείας, 1917 – Αθήνα, 1981). Παρόμοιες διασυνδέσεις εντοπίζονται και με συναφή έργα του Μιχάλη Γκανά (Τσαμαντάς Θεσπρωτίας, 1944).
Δομημένες αναπαραστάσεις
Οι δε ένδον δομημένες αναπαραστάσεις, οι οποίες αποδελτιώνουν τραγικά κεφάλαια τόσο της ατομικής, όσο και της συλλογικής μνήμης, αναμεταδίδουν την κατάλληλη ρηματικά στιγμή το άγος, κυρίως από την οικτρά αποτυχημένη, ανεπαρκώς προετοιμασμένη στρατεία μας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας το 1922. Οι οντότητες της πραγματικότητας, όπως εντέχνως την προβάλλει και μάλιστα πολλαπλώς αυξημένη το Έθνος εξαιρετικά, δεν είναι παρά καρυδότσουφλα στην επιφάνεια των ωκεανών της Ιστορίας των λαών.
Ρινίσματα αμελητέα του είναι, δοσμένα κυριολεκτικά στη δίνη του χάους, το οποίο ο κάθε αρχετυπικός πόλεμος συνήθως επιβάλλει. Η έκρηξη εκείνη της εξομολόγησης «Με στέλνουνε Σαγγάριο, μέσα», όπως αποτυπώνεται στο ποίημα «Ηχογράφηση, 1» (βλ. σελ. 36) υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, την κατάρρευση της προσωπικής βούλησης μπροστά στο κατώφλι της μοίρας.
Το πεπρωμένο εξακολουθεί να αποτελεί το ψωμοτύρι του υποκειμένου αλλά και τον άρτο τον ζείδωρο της ποιήσεως, την οποία τόσο υποδειγματικά υπηρετεί επι δεκαετίες ο Δημήτρης Κοσμόπουλος.
To επίρρημα «μέσα» ταυτοποιεί την άβυσσο του ρεαλισμού ως έχει. Το δε πεπρωμένο εξακολουθεί να αποτελεί το ψωμοτύρι του υποκειμένου αλλά και τον άρτο τον ζείδωρο της ποιήσεως, την οποία τόσο υποδειγματικά υπηρετεί επι δεκαετίες ο Δημήτρης Κοσμόπουλος. Τα τσόφλια των οντοτήτων, στα οποία συστηματικά επικεντρώνονται σονέτα και μη σονέτα της παρούσας συλλογής του κρίνονται, ως εκ των πραγμάτων, πολύτιμα: η γραφή θα τα πληρώσει συνειδητά με όλο το ασήμι που διαθέτει.
Διαπιστώνω επιπροσθέτως ότι ιδιαιτέρως μνημονεύονται περιπτώσεις κακοποίησης γυναικών, όπου πρωταγωνιστεί, όπως θα περίμενε κανείς, ο βιασμός, αλλά και παρατεταμένης, άμεσης ή και έμμεσης εμπορίας τους. Παραθέτω αντίστοιχα από τις σελίδες 37, 57 και 59 τα εξής, τα οποία, σημειωτέον, έχουν διαχρονική σημασία:
...Στὴν Προύσα ξεκαλοκαιριάσαμε τὸ 1921. Στὰ ἔμπεδα Διοικήσεως. Εἶχε ἕνα κυπαρίσσι ζηλευτό, ἀνάμεσα σὲ καρυδιές, ἐληές, ἀμπέλια. Μαύρη λαμπάδα κι ἀσημένια, τιναζότανε στὸν οὐρανό. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Στὶς γάργαρες πηγές, παληὰ νερὰ καὶ παραπέρα τὰ θερμὰ λουτρά. Ἰαματικά. Χαμάμ.
Ξέφευγα μεσημέρια, δροσέρευα στὴν ρίζα του. Σὰν νά ᾿μουν στὰ δικά μας τὰ Κρυορέματα. Εἶχε κι ἀρχαία ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου. Ἀκούσαμε ἕνα μεσημέρι κατὰ ᾿κεῖ, γυναίκα νὰ βογγάει πνιχτά. Τρέξαμε. Χανούμισσα μικρή, ζαρκάδι τρομαγμένο, τὴν εἴχανε ξεμοναχιάσει δύο δικοί μας, πεχλιβάνηδες. Ἐκεῖ στὸ κυπαρίσσι. Τρέξαμε. “Κερατάδες”, φώναξα, “θὰ σᾶς μπιστολίσω!” “Ρὲ δεκανέα;” Τρέμανε γονατιστοί. “Θὰ σᾶς μπιστολίσω, ρέ!, θὰ σᾶς μπιστολίσω!” Τοὺς δέσαμε»,
επίσης
Τρίπολη, Ἄργος, Πύργος καὶ Λαμία
μὲ ἠλεκτρικὰ κλαρίνα, echo διαπασῶν
μὲ φασαρίες, περιπολικά, ἀστυνομία
μὲ σουρωμένες γύρες τῶν παθῶν.
Φλώρινα, Γιαννιτσὰ κι Ἀμφιλοχία
Ρωσίδες φέρνουνε, Οὐκρανές, Ρουμάνες
ξανθὲς σειρῆνες, ἔρημες καὶ πλάνες
και
Σὲ συναντῶ πατρίδα στὰ μοτὲλ
μόνη καὶ φοβισμένη σὰν Βουλγάρα
φερμένη μὲ λεωφορεῖο τοῦ ΚΤΕΛ
ν᾿ ἀνάβεις καὶ νὰ σβήνεις τὰ τσιγάρα.
Στὰ πιὸ καλὰ σὲ θέλουν μαγαζιὰ
σ᾿ ὅλο τὸν δρόμο Ἀθήνα-Καλαμάτα.
Ποθοῦνε τὸ χυτὸ κορμί σου, τὰ βυζιὰ
φαντάροι καὶ φωνάζουνε «σταμάτα!»,
καθὼς λικνίζεσαι ἀέρινο πουλὶ
θλιμμένη μὲ τὰ βουρκωμένα μάτια.
Σὲ βλέπουνε καὶ γίνονται κομμάτια
στρατιῶτες ποὺ πονέσανε πολὺ τοῦ Ἐμφυλίου, τῆς Κύπρου, τῆς Ἀσίας
«ἡρωϊκῶς πεσόντες ἐν ὑπηρεσίᾳ»
ἀλλὰ κι ἐγὼ καὶ οἱ φορτηγατζῆδες
ἄναυδοι καὶ τρεμάμενοι μπανιστηρτζῆδες
δίνουμε τὸ αἷμα μας, σοῦ τάζουμε παλάτια.
Το σχεδόν τίποτα της ύπαρξης οφείλει και θέλει να διασώσει το φιλόδοξο, επιτυχώς συγκερασμένο ποίημα. Και από αυτήν ακριβώς την ικμάδα ζωής να ανασυστήσει εξ ολοκλήρου το Πρόσωπο. Έτσι μόνο θα ενταχθεί εκ νέου εκεί όπου ανέκαθεν ανήκε. Ήτοι στην καλώς προσδιορισμένη φυσιοκρατική εικόνα του πραγματικού, στην άλλως Weltanschauung.
Κατανόηση του εαυτού
Κοντολογίς, η υπερβατική κατανόηση του εαυτού αλλά και της αναπόφευκτης ετερότητας είναι μάλλον δυνατή, φρονώ ότι υπαινίσσεται με σαφήνεια το Έθνος εξαιρετικά στο σύνολό του.
Η ενδεχομενικότητα αυτή συνιστά το όσιο δισκοπότηρο του στίχου. Επισημαίνω ότι η τακτική περιποίηση του ποιητικού εγώ, όπως εμφαίνεται στις σελίδες της συλλογής αυτής, παρέχει την ασφάλεια, την οποία είθισται να απαιτεί η καθόλα αποδοτική χρήση του συμβολικού παράγοντα.
Στους αντίποδες της αδολεσχίας των άκριτων πειραματισμών στο πεδίο της γραφής, των άσκοπων, δουλικών μηρυκασμών των παραδοσιακών τρόπων, αλλά και των εκφυλιστικών παραγώγων του κακώς εννοούμενου ελεύθερου στίχου, εγγράφεται το Έθνος εξαιρετικά. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο λογίζεται άξιο συναναστροφής και περαιτέρω εντρύφησης.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).