
Για το μυθιστόρημα του Orhan Pamuk «Ιστανμπούλ – Πόλη και αναμνήσεις» (μτφρ. Στέλλα Βρετού, εκδ. Πατάκη), μια σύζευξη της αυτοβιογραφίας του με την βιογραφία της γενέτειράς του.
Της Έλενας Χουζούρη
Πώς βλέπει ένας σύγχρονος Ευρωπαίος όταν επισκέπτεται την πόλη, την επονομαζόμενη, από το 1930 και εντεύθεν, Ιστανμπούλ; Πώς βλέπουν οι Έλληνες την ίδια πόλη, την οποία συνεχίζουν να αποκαλούν με το βυζαντινό της όνομα «Κωνσταντινούπολη», όταν την επισκέπτονται; Και πώς ένας Τούρκος συγγραφέας, ο Ορχάν Παμούκ στην προκειμένη περίπτωση, γέννημα θρέμμα της, αστικής καταγωγής, κοσμοπολίτης, τιμημένος με το, εκ Δύσης εκπορευόμενο, βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας; Πόσο τελικά συναντιούνται αυτές οι τρεις ματιές και πόσο αποκλίνουν η μία από την άλλη; Οι απαντήσεις, πιστεύω ότι βρίσκονται στο βιβλίο του Ορχάν Παμούκ Ιστανμπούλ-Πόλη και Αναμνήσεις το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Πατάκη, σε νέα επαυξημένη έκδοση και με σαφώς αρτιότερη μετάφραση της Στέλλας Βρετού, έμπειρης μεταφράστριας του έργου του Τούρκου συγγραφέα.
Κατ’ αρχάς ο Παμούκ επιχειρεί με εξαιρετική μαεστρία, την σύζευξη της αυτοβιογραφίας του με την βιογραφία της γενέτειράς του. Στη νέα και χορταστική του έκδοση, οι αυτοβιογραφικές σελίδες εναλλάσσονται με εκείνες που βιογραφούν την Ιστανμπούλ-Κωνσταντινούπολη, με εντυπωσιακό μέτρο οικονομίας, οι μεν και οι δε. Ωστόσο, ας μη θεωρηθεί ότι το αυτοβιογραφικό μέρος δεν σχετίζεται με το βιογραφικό, εξάλλου δεν θα ήταν δυνατόν αφού ο αυτοβιογραφούμενος-βιογράφος, γεννιέται, μεγαλώνει, περπατάει, ζει και αναπνέει, μέσα στην πόλη την οποία βιογραφεί. Αποτελεί δηλαδή αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρωπογεωγραφίας της, του τοπίου της, της Ιστορίας της, των μύθων της, της λογοτεχνίας της, της ζωγραφικής της, των παραδόσεών της, αλλά και των αντιφάσεών της, των αντιθέσεών της, όσα η μεγάλη, πανάρχαια αυτή πολιτεία, σέρνει μαζί της στο διάβα των αιώνων, όσα τη βαραίνουν, όσα την απελπίζουν, όσα της προκαλούν μια βαθιά, παχύρευστη λύπη, το χιουζούν, όπως μεταφράζεται στα τουρκικά αυτό το παράδοξο συναίσθημα. Και είναι σ’ αυτό ακριβώς το συναίσθημα που δίνει βάρος ο Παμούκ και το οποίο, είμαι απολύτως σίγουρη, δεν είναι σε θέση να συλλάβει η ματιά τόσο του δυτικού, όσο και του Έλληνα επισκέπτη. Τί είναι όμως σύμφωνα με τον Παμούκ αυτό το χιουζούν, αυτή η βαριά λύπη που σκεπάζει την Ιστανμπούλ και τους κατοίκους της και τους ροκανίζει λίγο λίγο τα σωθικά; Τι την έχει προκαλέσει; Εδώ ο Πολίτης συγγραφέας ανοίγει ένα μεγάλο, τολμηρό, κεφάλαιο, που διαπερνά σχεδόν όλες τις σελίδες του βιβλίου του, και ανατρέπει αρκετές από τις, ενθουσιαστικές εντυπώσεις των δυτικών και των Ελλήνων επισκεπτών της Ισταμπούλ, αφού τους εισάγει σε πραγματικότητες που δεν είχαν φανταστεί ή δεν θέλησαν να φανταστούν.
Όσα η μεγάλη, πανάρχαια αυτή πολιτεία, σέρνει μαζί της στο διάβα των αιώνων, όσα τη βαραίνουν, όσα την απελπίζουν, όσα της προκαλούν μια βαθιά, παχύρευστη λύπη, το χιουζούν, όπως μεταφράζεται στα τουρκικά αυτό το παράδοξο συναίσθημα.
Για τον Παμούκ η αιτία αυτής της λύπης ανάγεται στην κάθετη ρήξη που επήλθε ανάμεσα στο χθες που εκπροσωπούσε για αιώνες ο οθωμανικός κόσμος και ο πολιτισμός του και στο σήμερα που, από το 1924 και μετά, εκπροσωπεί τον δυτικό κόσμο και τις αξίες του. Η εκ βάθρων πολιτειακή, κοινωνική, πολιτισμική, ψυχολογική ανατροπή προκάλεσε αυτήν την συναισθηματική παραδοξότητα στους κατοίκους της Ιστανμπούλ, την οποία ο Τούρκος συγγραφέας αποκαλεί χιουζούν. Ανακαλώντας ένα προσωπικό παράδειγμα από την παιδική του ηλικία που αφορά στην εύπορη, αστική και δυτικότροπη οικογένειά του, η οποία κατοικούσε στην, αποκαλούμενη από τον συγγραφέα, «πολυκατοικία Παμούκ», παρατηρεί: «Στην πολυκατοικία μας δεν μιλούσαμε ποτέ για τα καμένα και γκρεμισμένα κονάκια που καθένα από αυτά στο νου μας είχε ταυτιστεί με τη φθορά και τη διάλυση του οθωμανικού κράτους». Για να σημειώσει σε επόμενες σελίδες: «Η θλίψη ωστόσο του πολιτισμού που πέθαινε, της αυτοκρατορίας που βούλιαξε, υπήρχε παντού. Η προσπάθεια εξευρωπαϊσμού περισσότερο από επιθυμία για εκμοντερνισμό, μου είχε δώσει την εντύπωση ότι ήταν αγωνία για απαλλαγή από τα φορτωμένα με θλιβερές αναμνήσεις κονάκια που είχαν ξεμείνει από την αυτοκρατορία… Επειδή στη θέση της αυτοκρατορίας δεν μπόρεσε να χτιστεί ένας κόσμος μοντέρνος, κάτι καινούργιο και δυνατό, δυτικόφιλο ή όχι, όλη αυτή προσπάθεια χρησίμευσε πιο πολύ για να ξεχαστεί το παρελθόν».
![]() |
Ζέππελιν, πάνω από την Κωνσταντινούπολη, το 1930
|
Ας μη θεωρηθεί ότι ο Τούρκος συγγραφέας νοσταλγεί ή επιθυμεί την αναβίωση του οθωμανισμού. Κάθε άλλο. Σε αντιδιαστολή με την άποψη του Χάντιγκτον για τη «Σύγκρουση των πολιτισμών»», ο Παμούκ, χωρίς να παραβλέπει αντιθέσεις και αντιφάσεις, προσπαθεί να φωτίσει τις αμβλείες και όχι τις οξείες γωνίες, να ανακαλύψει διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Από τη μια, η ευρεία και βαθιά αφομοιωμένη γνώση του της δυτικής λογοτεχνίας και τέχνης, και από την άλλη, η αποδοχή της οθωμανικής πολιτιστικής κληρονομιάς, την οποία δεν αρνείται μόνον και μόνον για αποδείξει πόσο είναι εκδυτικισμένος. Μια κληρονομιά απαγορευμένη από την κεμαλική δημοκρατία και στρεβλά εκμεταλεύσιμη από το σημερινό αυταρχικό καθεστώς του Ερντογάν, το οποίο έχει στηλιτεύσει ο Παμούκ. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας συνομιλεί στο βιβλίο του τόσο με Τούρκους συγγραφείς που έχουν γράψει για την Ιστανμπούλ όσο και με δυτικούς που είχαν επισκεφθεί την οθωμανική Κωνσταντινούπολη τον 19ο αιώνα, προσφέροντας έτσι την ευκαιρία στους/στις αναγνώστες/αναγνώστριες να κάνουν τις δικές τους συγκρίσεις, να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα.
Από τη μια, η ευρεία και βαθιά αφομοιωμένη γνώση του της δυτικής λογοτεχνίας και τέχνης, και από την άλλη, η αποδοχή της οθωμανικής πολιτιστικής κληρονομιάς, την οποία δεν αρνείται μόνον και μόνον για αποδείξει πόσο είναι εκδυτικισμένος.
Ως εκφραστές του χιουζούν, ο Παμούκ θεωρεί τέσσερις συγγραφείς που έχουν γράψει για την Ιστανμπούλ, και τους οποίους χαρακτηρίζει ως «θλιμμένους»: Γιαχγιά Κεμάλ, Τάνπιναρ, Ρασίτ, Χισάρ. Αποκαλύπτει μάλιστα την επίδραση που είχαν στο δικό του έργο αυτοί οι συγγραφείς. «Οι τέσσερις θλιμμένοι αυτοί συγγραφείς με τη σύνθετη και δημιουργική τους στάση ανάμεσα στο παρελθόν και το τώρα –ή όπως θέλουν να λένε οι Δυτικοί–, ανάμεσα στην Ανατολή κα τη Δύση, μου έμαθαν να συμφιλιώνω την αγάπη μου για τη σύγχρονη τέχνη κα τη δυτική λογοτεχνία με τον πολιτισμό και τη ζωή της πόλης όπου ζω». Ο Παμούκ αφιερώνει αρκετές σελίδες στον λαϊκό ιστανμπουλίτη ιστορικό Ρεσάτ Εκρέμ Κοτσού και τη γεμάτη παράδοξα Εγκυκλοπαίδεια της Ιστανμπούλ του, σε μια ιδιόμορφη γοητευτική διακειμενική επικοινωνία μαζί του. Με την άλλη όχθη, τη δυτική, γέφυρες συνομιλίας στήνει ο Παμούκ με τον Νερβάλ, τον Γκωτιέ, τον Φλωμπέρ από τους οποίους ομολογεί ότι επηρεάστηκε όσον αφορά τον τρόπο που «είδαν» και έγραψαν για την Κωνσταντινούπολη του 19ου αιώνα. Στέκεται όμως πλουσιοπάροχα και στις γκραβούρες του δυτικού ζωγράφου Μελίν, οι οποίες είχαν φιλοτεχνηθεί το 1819 και αναπαριστούν εικόνες της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης, εμπλουτίζοντας τις σελίδες του βιβλίου του Παμούκ.
Ο Ορχάν Παμούκ σε νεαρή ηλικία. |
Ωστόσο ο συγγραφέας καθώς αφήνεται στις ανακυκλήσεις της μνήμης του, που τον οδηγούν στα σοκάκια, στις πλατείες, στα γιαλιά, στα ερειπωμένα κονάκια, στα καμένα οθωμανικά παλάτια, στα παλιά στέκια, στα μισογκρεμισμένα βυζαντινά τείχη, στον πολυπαινεμένο Βόσπορο, στο λιμάνι, στα τζαμιά, στις ρωμαίικες συνοικίες, στις λιθόστρωτες λεωφόρους, ξεδιπλώνει αφενός τα μυστικά της οικογένειάς του όσο και εκείνα της πεζογραφίας του. Διότι στις σελίδες του αυτοβιογραφικού-βιογραφικού βιβλίου του ο Παμούκ αποκαλύπτει και τα κλειδιά του ιδιαίτερου μυθιστορηματικού του σύμπαντος. Για το βασικό κλειδί, το οποίο διαπερνά ολόκληρο το έργο του, την σύζευξη δηλαδή ανατολικού και δυτικού μιλήσαμε ήδη.
Να μας προειδοποιήσει ότι η Πόλη του Βοσπόρου δεν είναι μονοσήμαντα εξωτική αλλά κρύβει έναν πλούτο σηματοδοτήσεων, και να μας προκαλέσει την επόμενη φορά που θα την επισκεφτούμε, να αρχίσουμε να την βλέπουμε μέσα από ένα καλειδοσκόπιο;
Ένα δεύτερο, το οποίο επίσης συναντούμε στα περισσότερα μυθιστορήματα του Παμούκ, είναι το παιχνίδι του ανάμεσα στον πρωταγωνιστή του και στον σωσία του. Ο ένας είναι αναπαράσταση του άλλου. Το είδωλό του. Στις αυτοβιογραφικές του σελίδες μάς αποκαλύπτει ότι αυτό το «παιχνίδι» το ξεκίνησε από την παιδική του ηλικία. Όταν άρχιζε να πλήττει ή ήθελε να ξεφύγει από τους μεγάλους, δημιουργούσε στο παιδικό μυαλό του τον «άλλο» Ορχάν, ο οποίος μπορούσε να ακολουθεί και παρακολουθεί τις διαδρομές του πραγματικού Ορχάν, από απόσταση. Έτσι η ματιά του πραγματικού Ορχάν γίνεται «η ματιά του σωσία του». «Ο σωσίας» βιώνει ότι συμβαίνει γύρω του για να μπορέσει στη συνέχεια να τα αφηγηθεί ο πραγματικός Ορχάν, απαλλαγμένος από το βάρος της υποκειμενικότητας. Στην Ιστανμπούλ ο Παμούκ προχωρεί το παιχνίδι των αναπαραστάσεων μέσα από τις οικογενειακές φωτογραφίες που παραθέτει.
Ο Ορχάν Παμούκ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1952. Σπούδασε αρχιτεκτονική και δημοσιογραφία, πολύ γρήγορα όμως αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Το 1978 σε ηλικία μόλις εικοσιέξι ετών δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα “Cevdet Bey ve Ogullari” (Τζεβντέτ Μπέης και Υιοί), ένα ογκώδες έργο εξακοσίων είκοσι σελίδων, στο οποίο αφηγείται, μέσα από την ιστορία τριών γενεών μιας οικογένειας τούρκων εμπόρων, τη δημιουργία της τουρκικής αστικής τάξης και έμμεσα της σύγχρονης Τουρκίας. Το 2006 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας, καθώς «αναζητώντας τη μελαγχολική ψυχή της γενέθλιας πόλης του, ανακάλυψε καινούργια σύμβολα για τη σύγκρουση και τη συνύφανση των πολιτισμών». Στη φωτογραφία με τη μητέρα του και ένα από τα δύο αδέλφια του.
|
Ένα τρίτο κλειδί είναι η διακειμενικότητα και η γόνιμη συνομιλία του συγγραφέα με τη φωτογραφία, τη ζωγραφική, την τέχνη της μικρογραφίας, με αρκετές σελίδες του βιβλίου του να βρίθουν από σχετικές εικόνες, καθώς και ατμοσφαιρικές μαυρόασπρες φωτογραφίες της Πόλης, του περίφημου ιστανμπουλίτη φωτογράφου Αρά Γκιουλέρ.
Εν τέλει, τι προσπαθεί να κάνει ο Παμούκ με το αυτοβιογραφικό του βιβλίο; Να χρησιμοποιήσει την πανάρχαια γενέτειρά του ως δεξαμενή των αναμνήσεων του; Να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο τόσο της παιδικής του ηλικίας όσο και της ίδιας της Ιστανμπούλ περιπλανώμενος στους χώρους της, που είναι γεμάτοι από τα φαντάσματα και τις σκιές του ατομικού του καθώς και του συλλογικού παρελθόντος της πόλης; Να μας υπενθυμίσει ότι η Ιστανμπούλ για εκείνον, Κωνσταντινούπολη για μας, είναι μια πόλη της λογοτεχνίας αλλά και της φωτογραφίας, ένα είδος λογοτεχνικού κειμένου με φωτογραφίες ατομικές και συλλογικές; Ένα πολυσέλιδο βιβλίο που διαπερνά τον χρόνο και την Ιστορία; Να μας προειδοποιήσει ότι η Πόλη του Βοσπόρου δεν είναι μονοσήμαντα εξωτική αλλά κρύβει έναν πλούτο σηματοδοτήσεων, και να μας προκαλέσει την επόμενη φορά που θα την επισκεφτούμε, να αρχίσουμε να την βλέπουμε μέσα από ένα καλειδοσκόπιο; Όσο για το χιουζούν, τη θλίψη, την αντίστοιχη γαλλική tristesse, είναι αυτή η οποία χρωματίζει με τους μαυρόασπρους τόνους της το βιβλίο του Τούρκου συγγραφέα και σ΄ αυτήν οφείλεται η μοναδικότητα του. Ίσως ο Παμούκ έμμεσα ομολογεί ότι αυτός είναι ο πέμπτος θλιμμένος συγγραφέας της Ιστανμπούλ.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της βιβλίο η μελέτη «Η στρατιωτική ζωή στη νεοελληνική λογοτεχνία, 19ος-21ος αιώνας» (εκδ. Επίκεντρο).
→ Η κεντρική φωτογραφία είναι του εμβληματικού Τούρκου φωτογράφου Ara Guler.
Ιστανμπούλ
Πόλη και αναμνήσεις
Ορχάν Παμούκ
Μτφρ. Στέλλα Βρετού
Πατάκης 2020
Σελ. 624, τιμή εκδότη €19,90