Για το μυθιστόρημα του Jeffrey Eugenides «Αυτόχειρες παρθένοι» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη) – μια ελεγεία για τις ιδανικά όμορφες, άπιαστες και αιώνια απροσπέλαστες αδελφές Λίσμπον.
Της Νίκης Κώτσιου
Η προβληματική του φύλου διατρέχει ολόκληρο το έργο του χαρισματικού Τζέφρυ Ευγενίδη (1960) με τρόπους ευρηματικούς και αναπάντεχους. Το φύλο ως φυλακή, τα στερεότυπα ως καλούπια που περιορίζουν ασφυκτικά την ατομική ελευθερία, η υπέρβαση ως ζητούμενο και προαπαιτούμενο για μια γνήσια και αυθεντική ζωή, είναι μερικές μόνο από τις ιδέες που επανέρχονται στα εμβληματικά μυθιστορήματα αυτού του ταλαντούχου συγγραφέα, που αναζητά το νόημα στην αυτεξουσιότητα και στη χειραφέτηση. Στις Αυτόχειρες Παρθένους, που έγιναν ταινία από τη Σοφία Κόπολα και είναι το πρώτο μυθιστόρημα (1993) του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα με τις μικρασιάτικες ρίζες, παρακολουθούμε, μέσα από τα εμπύρετα μάτια συμμαθητών, φίλων και γειτόνων, την ιστορία των πέντε έφηβων κοριτσιών της μεσοαστικής οικογένειας Λίσμπον καθώς οδηγούνται η μία μετά την άλλη στην αυτοκτονία σκορπίζοντας πένθος και οδύνη στην οικογένεια και τον περίγυρο.
Ο συλλογικός αφηγητής σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο είναι η ομαδική, ενιαία φωνή των αγοριών που γνώρισαν και συναναστράφηκαν τα κορίτσια της οικογένειας Λίσμπον στο βιομηχανικό Ντιτρόιτ της δεκαετίας του 1970. Γείτονες και συμμαθητές που παρακολούθησαν από κοντά το σερί των αυτοκτονιών παρέχουν τη μαρτυρία τους και προσπαθούν αναδρομικά να διαγνώσουν αιτίες. Η συλλογική αυτή φωνή από τα χείλη των αγοριών επιχειρεί να ξεκλειδώσει το μυστήριο και να οδηγηθεί σε συμπεράσματα. Όμως οι μαρτυρίες αυτές, ενίοτε αντικρουόμενες και αναξιόπιστες, αδυνατισμένες από το πέρασμα του χρόνου και αλλοιωμένες από τις προσδοκίες και τις θαμπές αναμνήσεις του εκάστοτε μάρτυρα, αντί να διαφωτίσουν και να διαλευκάνουν, συσκοτίζουν ακόμη περισσότερο. Τα αγόρια που μιλούν είναι ενήλικες πλέον και καταθέτουν τις θολές μνήμες τους από την απόσταση πολλών χρόνων.
Η θρησκευόμενη μητέρα, πιστή καθολική, επιθυμεί να καταπνίξει τις επιθυμίες των κοριτσιών εν τω γεννάσθαι επιβάλλοντας μια σκληρή πειθαρχία. Ο πατέρας, καλόβολος αλλά αδύναμος, προτιμά να αφήνει τη διαχείριση και διαπαιδαγώγηση στα στιβαρά χέρια της μητέρας, που ξέρει καλύτερα να επιβάλλει τιμωρίες και φραγμούς.
Οι αδελφές Λίσμπον παρουσιάζονται από τον συλλογικό αφηγητή μυστηριώδεις και αινιγματικές. Βιώνουν την εφηβεία τους προβληματικά μέσα σε μια οικογένεια συντηρητική και απαγορευτική, που θέτει όρια και απαράβατους κανόνες. Η θρησκευόμενη μητέρα, πιστή καθολική, επιθυμεί να καταπνίξει τις επιθυμίες των κοριτσιών εν τω γεννάσθαι επιβάλλοντας σκληρή πειθαρχία. Οι κόρες δεν μπορούν να ταυτιστούν με τα μητρικά πρότυπα και ιδεώδη. Ο πατέρας, καλόβολος αλλά αδύναμος, προτιμά να αφήνει τη διαχείριση και διαπαιδαγώγηση στα στιβαρά χέρια της μητέρας, που ξέρει καλύτερα να επιβάλλει τιμωρίες και φραγμούς.
Οι γονείς ερμηνεύουν την αυτοκτονία της μικρότερης κόρης ως ατύχημα, αρνούμενοι να επωμιστούν ευθύνες και να επανεξετάσουν τη συμπεριφορά τους. Παρόμοια, ο περίγυρος δεν φαίνεται να δίνει τη δέουσα προσοχή στο ανησυχητικό συμβάν, απωθώντας και αποφεύγοντας την τραγικότητα της περίστασης. Στο ανώνυμο προάστιο του Ντιτρόιτ, όπου ζει η οικογένεια Λίσμπον, προέχει η διαφύλαξη της κανονικότητας ώστε να μη διασαλευθούν οι εμπεδωμένες αξίες και νοοτροπίες. Το προάστιο, ως προνομιακός θύλακας του αμερικάνικου ονείρου, πρέπει να διατηρηθεί αλώβητο από παρεκκλίσεις που αμαυρώνουν την εικόνα του.
Στο ανώνυμο προάστιο του Ντιτρόιτ, όπου ζει η οικογένεια Λίσμπον, προέχει η διαφύλαξη της κανονικότητας ώστε να μην διασαλευθούν οι εμπεδωμένες αξίες και νοοτροπίες. Το προάστιο, ως προνομιακός θύλακας του αμερικάνικου ονείρου, πρέπει να διατηρηθεί αλώβητο από παρεκκλίσεις που αμαυρώνουν την εικόνα του.
Τα κορίτσια προσπαθούν να αξιοποιήσουν κάθε διαφυγή. Ο αδελφικός δεσμός τις κάνει αλληλέγγυες μεταξύ τους και ελαφρώνει το φορτίο της καταπίεσης. Στα μάτια των γειτονόπουλων και των συμμαθητών είναι όλες τους γοητευτικές και απόκοσμες, φευγάτες και αλλοπαρμένες. Διαθέτουν μια ονειρική υφή και φαντάζουν φτιαγμένες από ένα διαφορετικό υλικό, που τις απογειώνει και τις τοποθετεί σε μια άλλη σφαίρα, απρόσιτη και μακρινή. Περιορισμένες στα όρια της οικογενειακής εστίας, χωρίς πολλές συναλλαγές με το μαθητικό περιβάλλον, χωρίς πολλά πάρε-δώσε με τον περίγυρο, οι αδελφές Λίσμπον λαμβάνουν εξωπραγματικές διαστάσεις και δημιουργούν ένα μύθο.
Ο Τζέφρυ Ευγενίδης (Jeffrey Eugenides), γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1960 στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν, από γονείς που κατάγονταν από την Προύσα της Μικράς Ασίας. Σπούδασε αγγλική και αμερικανική λογοτεχνία και φιλολογία και δημιουργική γραφή στα πανεπιστήμια Μπράουν και Στάνφορντ. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Αυτόχειρες παρθένοι ("The Virgin Suicides"), εκδόθηκε το 1993 και έγινε ταινία το 1999, σε σκηνοθεσία της Σοφίας Κόπολα, με πρωταγωνιστές τους Κίρστεν Ντανστ, Τζος Χάρτνετ, Καθλίν Τέρνερ και Τζέημς Γουντς. Το δεύτερο μυθιστόρημά του Middlesex, που εκδόθηκε το 2003, απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και βραβεύτηκε με το βραβείο Πούλιτζερ. Επίσης, συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για τα βραβεία National Book Critics Circle Award, International IMPAC Dublin Literary Award και το Prix Medicis στη Γαλλία. Το Σενάριο γάμου ("The Marriage Plot", 2011) ήταν υποψήφιο για το National Book Critics Circle Award. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Δελτία παραπόνων ("Fresh Complaint", 2017). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και ανθολογίες, όπως "The New Yorker", "The Paris Review", "The Yale Review", "Granta", "Best American Short Stories".
|
Ο κοσμος φτιάχνει ιστορίες για τα τεκταινόμενα εντός της οικίας, η οικογένεια Λίσμπον πυροδοτεί τη φαντασία και προσφέρεται για σενάρια και μυθοπλασίες χωρίς τέλος. Τα αγόρια τις μελετούν επισταμένως, όποτε βρίσκουν την ευκαιρία. Και οι πέντε μαζί, αποτελούν ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο, που χρήζει παρατήρησης. Φαντάζουν εντελώς όμοιες και αξεχώριστες, πέντε παραλλαγές στο ίδιο θέμα, αλλά μια πιο προσεκτική παρατήρηση μπορεί να εντοπίσει τις διαφορές και να αναδείξει τη σημαίνουσα διαφορετικότητα της καθεμιάς. Όλες μαζί συνθέτουν ένα αξεδιάλυτο μυστήριο, που θέλγει και μαγνητίζει την αγορίστικη φαντασία.
Μετά την πρώτη αυτοκτονία και τα ολισθήματα της νεαρής Λουξ, το σπίτι των Λίσμπον μετατρέπεται σε φρούριο και φυλακή. Η μητέρα λαμβάνει δραστικά μέτρα ώστε να ελαχιστοποιήσει τις επαφές των θυγατέρων της με το περιβάλλον και επιβάλλει κατ’ οίκον περιορισμό. Εγκλωβισμένες σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον, οι αδελφές Λίσμπον ψυχανεμίζονται ποιες είναι οι προσδοκίες της οικογένειας και της κοινωνίας από ένα κορίτσι. Αντιλαμβάνονται διαισθητικά το περιεχόμενο και την ουσία των απαγορεύσεων, ενώ ταυτόχρονα ιχνηλατούν στο βλέμμα και τη συμπεριφορά των αγοριών την αλλόκοτη υφή της ερωτικής επιθυμίας. Η ερωτική προσδοκία των συμμαθητών είναι κι αυτή μια άλλου είδους φυλακή, αλλά και η διαχείριση της ολόδικής τους επιθυμίας αποτελεί κι αυτή ένα ακόμη μαρτύριο. Μέσα σε μια συντηρητική οικογένεια που λειτουργεί ως μηχανή νευρώσεων, οι αδελφές Λίσμπον προσπαθούν εις μάτην να χαράξουν ένα δρόμο ελευθερίας, προσπαθούν εις μάτην να βρουν δικλείδες ασφαλείας.
Η πολύπλοκη εμπειρία της εφηβείας με τις καταιγιστικές αλλαγές σε ψυχή και σώμα μπορεί να εξελιχθεί σε τραυματικό βίωμα μέσα σ’ ένα περιβάλλον, που δεν κατανοεί και δε σέβεται τις σύνθετες ανάγκες των εφήβων. Οι απαγορεύσεις και η ανελαστικότητα συμβάλλουν στην περαιτέρω επιδείνωση της κρίσης που, ούτως ή άλλως, αντιμετωπίζει ένας έφηβος, ιδίως το έφηβο κορίτσι που βρίσκεται σε μια δίνη αντικρουόμενων και αντιφατικών κοινωνικών μηνυμάτων σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της σεξουαλικότητας.
Οι αδελφές Λίσμπον, ερωτευμένες, ερωτεύσιμες, επιθυμητές και συγχρόνως αποκλεισμένες από τον έρωτα, υφίστανται την επιθυμία των αγοριών αλλά και τη δική τους ως ένα δυσβάσταχτο βάρος. Αποκωδικοποιώντας τα κρυπτογραφημένα μηνύματα της κοινωνίας για το σωστό και το πρέπον μέσ’ από τις συμπεριφορές και τη δεοντολογία των μεγάλων, δέχονται μια πίεση αφόρητη που οδηγεί στην έκρηξη και την ηρωική έξοδο απ΄ τη ζωή μέσ’ από θεαματικές αυτοχειρίες, που συνταράσσουν την κοινότητα. Αρνούμενες τον έλεγχο, την επιτήρηση και τη συμμόρφωση, αποφασισμένες να δραπετεύσουν από έναν κόσμο σταθερά εχθρικό απέναντι στην αθεράπευτα ονειροπόλα φύση τους, επιλέγουν να αποχωρήσουν νωρίς, απορρίπτοντας τον συμβιβασμό.
Αρνούμενες τον έλεγχο, την επιτήρηση και τη συμμόρφωση, αποφασισμένες να δραπετεύσουν από έναν κόσμο σταθερά εχθρικό απέναντι στην αθεράπευτα ονειροπόλα φύση τους, επιλέγουν να αποχωρήσουν νωρίς, απορρίπτοντας τον συμβιβασμό.
Δεκαετίες μετά, τα αγόρια που έχουν γίνει πλέον ενήλικες, θα προσπαθήσουν να ερμηνεύσουν το αδιανόητο. Μέσ’ από σπαράγματα θολών αναμνήσεων και αβέβαιες, αμφιταλαντευόμενες αφηγήσεις, θα ανασυστήσουν τον μύθο των Λίσμπον και θα αναζητήσουν τα κίνητρα και τις αιτίες. Οι αδελφές Λίσμπον, ιδανικά όμορφες, άπιαστες και αιώνια απροσπέλαστες, θα τους στοιχειώνουν για πάντα.
Οι Αυτόχειρες Παρθένοι επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη, σε όμορφη, ρέουσα μετάφραση της Άννας Παπασταύρου.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
→ Στην κεντρική εικόνα: Οι κινηματογραφικές αδελφές Λίσμπον από την ταινία της Σοφία Κόπολα.
Αυτόχειρες παρθένοι
Τζέφρυ Ευγενίδης
Μτφρ. Άννα Παπασταύρου
Πατάκης 2020
Σελ. 304, τιμή εκδότη €16,60