Επιστρέφοντας φορτωμένοι εμπειρίες, μνήμες και σύνδρομα - Για το μυθιστόρημα του António Lobo Antunes «Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ' το νερό» (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Πόλις).
Του Γεώργιου Ν. Σχορετσανίτη
Στην αρχή του νέου μυθιστορήματος του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες (António Lobo Antunes, 1942- ) με τον τίτλο Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ' το νερό, ο αφηγητής της εισαγωγής μάς αραδιάζει μια ασυνήθιστη λίστα αντικειμένων, όταν μας εξιστορεί ότι «… ο ξάδελφος είχε επιστρέψει μ’ ένα παιδί ίσως πιο ευτυχισμένο εκεί στη ζούγκλα όπου το είχε βρει…», τη στιγμή που «… σχεδόν όλοι οι στρατιώτες επέστρεφαν με αναμνηστικά, μια μάσκα, ένα ξύλινο αγαλματίδιο, ένα αυτί μέσα σε ένα μπουκάλι με οινόπνευμα, ένα αγοράκι, ένα μπράτσο λιγότερο, σιωπές στη μέση της κουβέντας…». Για τους έχοντες ειδικότερες και εστιασμένες γνώσεις της ψυχιατρικής, ετούτο το μυθιστόρημα του Αντούνες αποτελεί, από μια άποψη, άλλη εκδοχή του γνωστού μετατραυματικού συνδρόμου. Εκείνοι οι στρατιώτες επέστρεψαν στην πατρίδα τους, την Πορτογαλία, μετά από έναν δεκαπεντάχρονο αποικιοκρατικό πόλεμο στα χώματα της αφιλόξενης Αγκόλας, ο οποίος έφερε και έθεσε τα εθνικιστικά κινήματα των αφρικανικών αποικιών της Πορτογαλίας ενάντια στο αυταρχικό καθεστώς του «Νέου Κράτους» (Estado Novo) του άκαμπτου Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλαζάρ (1889-1970). Σ’ αυτήν τη λίστα των ενθυμίων τους, ένας περίεργος και μη αναμενόμενος υπήκοος βρίσκεται κρυμμένος ανάμεσά τους, ο οποίος και δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να δρομολογήσει και να ξεδιπλώσει την πλοκή του καινούργιου του μυθιστορήματος. Είναι ένα αγόρι μαύρο, ένα ζωντανό προφανώς τρόπαιο, αλλά τι ζωή μπορεί να έχει στη μητροπολιτική Λισαβόνα, όταν ζει και περιφέρεται ανάμεσα στις σιωπές των πρώην στρατιωτών, που περιβάλλονται από μάσκες, αυτιά και επώδυνες μνήμες;
Η ανάμνηση του πολέμου της Πορτογαλίας στην Αγκόλα είναι αιμάσσουσα πληγή που χαρακτηρίζει, σηματοδοτεί και πλημυρίζει την πλειονότητα των σελίδων στα μυθιστορήματα του Λόμπο Αντούνες.
Η ανάμνηση του πολέμου της Πορτογαλίας στην Αγκόλα είναι αιμάσσουσα πληγή που χαρακτηρίζει, σηματοδοτεί και πλημυρίζει την πλειονότητα των σελίδων στα μυθιστορήματα του Λόμπο Αντούνες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πέρασε δεκαπέντε δραματικούς και ανεξίτηλους στη μνήμη του μήνες, δουλεύοντας ως στρατιωτικός γιατρός σε ψυχιατρικό νοσοκομείο στα νοτιοανατολικά χώματα της Αγκόλα. Έκτοτε, ο Αντούνες γράφει και δημοσιεύει ένα μυθιστόρημα κάθε δύο χρόνια, κατά μέσον όρο, κερδίζοντας απ’ αυτά μια σειρά ευρωπαϊκών βραβείων και τον ανεπίσημο τίτλο, σίγουρα μετά το θάνατο του Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010), του μεγαλύτερου εν ζωή Πορτογάλου μυθιστοριογράφου, αν και πολλοί του απέδωσαν αυτόν τον τίτλο ακόμα και όταν ζούσε ο Σαραμάγκου.
Ένας σπουδαίος Πορτογάλος πεζογράφος
Το μυθιστόρημα, για παράδειγμα, “Os Cus de Judas” ήταν μια παραισθησιακή ομολογία ενός γιατρού στοιχειωμένου από τον αποικιοκρατικό πόλεμο της Αφρικής. Ένα πλούσιο κείμενο, στο οποίο τα πάντα είναι υπερβολικά, όπως φυσικά και η ακατάσχετη βία του πολέμου. Τα περισσότερα μυθιστορήματα που έγραψε ο Αντούνες μετά απ’ αυτό, δεν μιλούν άμεσα γι’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά αντίθετα στοιχειώνονται από την εμπειρία του στην Αγκόλα, με περισσή λεπτότητα και τη δύναμη φυσικά της ύπουλης και παντοδύναμης μνήμης. Στο “O Esplendor de Portugal” του 1997 (Το μεγαλείο της Πορτογαλίας, Καστανιώτης), όπως και στο “O Manual dos Inquisidores” (1996) (Το εγχειρίδιο των ιεροεξεταστών, Καστανιώτης), οι μνήμες εκείνου του καταστροφικού πολέμου, στην πραγματικότητα αντανακλούν την αποσύνθεση της πορτογαλικής κοινωνίας, ενώ στα “Conhecimento do Inferno” (1980) και “Fado Alexadrino” (1983) οι σωματικά και ψυχικά διαλυμένοι συμμετέχοντες του πολέμου κλονίζουν μια Πορτογαλία την οποία με την επιστροφή τους δεν αναγνωρίζουν πλέον, κινούμενα συντρίμμια στην Αγκόλα παράλληλα με τα συντρίμμια της ζωής τους πίσω στην πατρίδα τους. Αλλά αναρωτάται εύλογα κάποιος στο μυθιστόρημα, «… ποιος μπορεί να ορκιστεί ότι οι δρόμοι, όπως και οι άνθρωποι, δεν αλλάζουν, παραδείγματος χάρη δρόμοι που γνωρίσαμε παιδιά και τους ξαναεπισκεπτόμαστε μεγάλοι στενοί αυτοί που ήταν απέραντοι, ασφαλώς και μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ότι είμαστε εμείς που μεγαλώσαμε αλλά μεγαλώσαμε άραγε πραγματικά και πόσο και πως, δύσκολες ερωτήσεις και απαντήσεις…», φέρνοντας το θέμα του ανίκανου εν τέλει χρόνου και το πέρασμά του στο προσκήνιο των εξελίξεων και δίπλα σε εκείνο της επώδυνης μνήμης. Όλα αυτά τα μυθιστορήματα αναλύουν τις ουλές που άφησε ο πόλεμος, τον τρόπο με τον οποίο τα επακόλουθά του ενέσκηψαν στην πορτογαλική ζωή, διακόπτοντας τους ρυθμούς στις ράγες της καθημερινότητάς της και αποκαλύπτοντας κάποιες πτυχές της ίδιας της ύπαρξής της, τις οποίες όμως, κι’ αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία, μεγάλο μέρος της κοινωνίας θα προτιμούσε και θα ευχόταν να παραμείνουν εσαεί κρυμμένες. Η πορτογαλική εμπειρία κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αγκόλας βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των έργων του Αντούνες, αλλά η αφρικανική αυτή χώρα παρουσιάζεται στα κείμενά του ωσάν ένα θέατρο, περισσότερο, μια απέραντη σκηνή όπου εξελίσσονται και διαδραματίζονται βίαια και ανομολόγητα γεγονότα.
Στο Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ' το νερό, υπάρχουν διάφοροι μακρείς και αλληλεπικαλυπτόμενοι μονόλογοι και το σπουδαιότερο όλων, βεβαίως, η φωνή του μαύρου αγοριού που εγκαταλείπει την Αφρική και επιστρέφει στην Πορτογαλία μαζί με τον πατριό του, τώρα σε μεγαλύτερη ηλικία, παντρεμένος και δυστυχισμένος στο γάμο του με μια φωνή καθόλου χαρακτηριστική της πατρίδας του. Οι μονόλογοί του, μέσα στο βιβλίο, είναι στην ουσία οι αρνητικοί απόηχοι της πορτογαλικής βίας και οι μόνες αναμνήσεις απ’ την πατρίδα του που εμφιλοχωρούν στη ζωή του, είναι εν πολλοίς ταυτόσημες ή συγκλίνουν με αυτές του πατριού του, τουτέστιν του στρατιώτη που σκότωσε τους γονείς του και στη συνέχεια τον υιοθέτησε και τον έφερε μαζί του, ως ζωντανό λάφυρο, πίσω στη Λισαβόνα. Οι μοναδικές του αναμνήσεις, λοιπόν, είναι τα φτωχά χωριά της Αγκόλας που καίγονταν απ’ τις βόμβες, ταλαιπωρημένα από τη ζέστη, την υγρασία και τους απρόσκλητους επισκέπτες, και τα πτώματα χωρίς αυτιά. Οι διάλογοι είναι ανύπαρκτοι στο κείμενο, αφού όπως εξηγούσε σε άλλη ανύποπτη στιγμή ο συγγραφέας, κάτι τέτοιοι δεν είναι δυνατόν να υφίσταται, ειδικά όταν η βία μας έχει καταστήσει ακατανόητους απέναντι στους άλλους.
Στα μυθιστορήματά του, ο πόλεμος στην Αγκόλα είναι μια κατάρα που πέφτει σαν βαρύς πέλεκυς στους αφηγητές του, ένα γεγονός που κανένας δεν μπορεί να αντέξει, που συμβαίνει σε ένα μέρος που κανένας τους δεν κατανοεί ικανοποιητικά παρά μόνο επιφανειακά.
Στα τελευταία του μυθιστορήματα, η έννοια και οι εκφάνσεις της βίας εμφανίζονται στις άκρες των φράσεων και των συνομιλιών, στους δισταγμούς και στις σιωπές, αλλά εν προκειμένω, μια αφήγηση πρώτου προσώπου, πλημμυρίζεται από καμένα κορμιά χωρίς αυτιά και την άχαρη μυρωδιά του θανάτου πανταχού παρούσα. Μπορεί οι χαρακτήρες του Αντούνες να φέρουν στη θύμησή τους την Αγκόλα, αλλά περισσότερο θυμούνται τότε όταν ονειρεύονταν την μακρινή Πορτογαλία. Αλλά κατά την επιστροφή τους στη Λισαβόνα, οι στρατιώτες βιώνουν τον πόλεμο που παρουσιάζεται διαχρονικά δίπλα τους, όμως με μια διαφορετική τώρα μορφή. Στα μυθιστορήματά του, ο πόλεμος στην Αγκόλα είναι μια κατάρα που πέφτει σαν βαρύς πέλεκυς στους αφηγητές του, ένα γεγονός που κανένας δεν μπορεί να αντέξει, που συμβαίνει σε ένα μέρος που κανένας τους δεν κατανοεί ικανοποιητικά παρά μόνο επιφανειακά.
Ο πόλεμος στην Ανγκόλα
Στην αρχή του βιβλίου, ένας στρατιώτης γυρίζοντας απ’ τον πόλεμο, κόβει τυχαία το κεφάλι ενός σκύλου με μια σκαπάνη και κάθεται για να καπνίσει σιωπηλά, σκηνή που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε αμερικανική ταινία που αναφέρεται στον «μακρινό» επίσης πόλεμο του Βιετνάμ, «δημοφιλούς» τόσο στον κινηματογράφο όσο και στη λογοτεχνία. Τα μυθιστορήματα του Αντούνες, αντίθετα, εμφανίζονται μέσα σε μια σχετική έλλειψη αντίστοιχων πορτογαλικών έργων, βιβλίων και ταινιών, σχετικά με τον δικό τους πόλεμο στην Αγκόλα, με τους χαρακτήρες που προσπαθούν να κατανοήσουν τη βία του πολέμου, αλλά χωρίς να τους επιτρέπεται να ξεφύγουν από το αέναο βαθύ σκοτάδι στο οποίο βρίσκονται εγκλωβισμένοι. Όλες αυτές οι μνήμες και νοσταλγίες, τις περισσότερες φορές σκιαγραφούν και φωτίζουν τα συντρίμμια της χώρας στην οποία επιστρέφουν οι τραυματισμένοι, πολλαπλώς, στρατιώτες μετά τον πόλεμο. Ενώ το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Αντούνες αφηγείται από πολλούς, προεξέχει η χροιά της φωνής ενός στρατιώτη που επέστρεψε στα πάτρια εδάφη με το μαύρο αγόρι της Αγκόλας, καθώς και η θλίψη της, ένας χαρακτηριστικός διαχρονικά τύπος του Πορτογάλου συγγραφέα. Ο στρατιώτης αρέσκεται στο να πίνει και είναι ολοφάνερο πως ο πόλεμος διέλυσε οποιαδήποτε σχέση με τη γυναίκα του. Η όλη αναστάτωση που προκαλεί η μνήμη του πολέμου και η ανάμνηση της βίας, είναι εκείνα που επιτρέπουν στον στρατιώτη να δει μέσα από το ψέμα της ιστορίας που εκστομίζει με διάφορους τρόπους η Πορτογαλία για τον εαυτό της, τουτέστιν μια διαλυμένη και ψεύτικη σε μεγάλο βαθμό αυτοκρατορία που εμπορεύεται στο παρόν της παρελθούσες δόξες και επιτυχίες.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες “Memória de Elefante” (Elephant's Memory) κυκλοφόρησε το 1979 και μιλούσε για τον χωρισμό του με την πρώτη του σύζυγο. Έπειτά από την επιτυχία που σημείωσε το βιβλίο, αποφάσισε να αφοσιωθεί στο γράψιμο, ενώ δεν σταμάτησε ποτέ να ασκεί την ψυχιατρική στο ιδιωτικό του ιατρείο. |
Η βία της ανδρικής μύησης και η τοξική αρρενωπότητα εμφανίζονται αρκετά συχνά στα βιβλία του Αντούνες. Εδώ, η πολυποίκιλη βία του αποικιοκρατικού πολέμου χρησιμοποιείται για να αποκαλύψει το σύνολο των βίαιων και επιθετικών ενεργειών στην οικογένεια του στρατιώτη, τις ρωγμές του γάμου του και φυσικά τις απατηλές υποσχέσεις των πολιτικών που έστειλαν τόσους πολλούς και υγιείς νέους πολίτες της Πορτογαλίας σ’ έναν άσκοπο πόλεμο. Η σχέση του άντρα με τη γυναίκα, το πρόβλημα της αναζήτησης και ανεύρεσης της ταυτότητας, η Αφρική και η βαρβαρότητα της αποικιακής εκμετάλλευσης, είναι για τον Αντούνες οι λιγότερο σημαντικές πτυχές των βιβλίων του που πλημυρίζουν από μνήμες και φανταστικές ψευδαισθήσεις σ’ έναν χρόνο που συνεχίζει να κυλά όταν όλα γύρω φαίνεται πως έχουν καταρρεύσει. Οι χαρακτήρες του συχνά βρίσκονται ανήμποροι να ξεφύγουν από τα ερείπια και τα χαλάσματα που τους περιβάλλουν, όπως ερειπωμένα σπίτια, διαλυμένοι γάμοι, ανύπαρκτες ή ανήμπορες σχέσεις, καταστραμμένες ζωές και αναγκάζονται να μαθαίνουν πώς να ζουν με ιστορίες που δεν είναι πλέον αληθινές, αγωνιζόμενοι με αυτό που ο Αντούνες αποκαλεί «σκελετό της θλίψης». Αρκετά συχνά, μάλιστα, αυτή η μάχη παίρνει τη μορφή της δυνατής σιωπής, όπως «περιγράφεται» υπέροχα σε τούτο μυθιστόρημα. Αυτά τα χαρακτηριστικά κενά στην καθημερινή συζήτηση είναι όλα εκείνα που σηματοδοτούν την επιμονή του τελειωμένου πολέμου να αμαυρώνει δυσάρεστα το παρόν του στρατιώτη, στα χώματα της Πορτογαλίας, πια.
Τελετές μύησης αρσενικών
Στον ζοφερό κόσμο των χαρακτήρων του Αντούνες, τίποτα δεν δείχνει πως επιλύεται! Όλα είναι ανοιχτά και μη προβλέψιμα. Σε τούτο το μυθιστόρημα, γίνεται αναφορά σε έναν ταλαιπωρημένο πολλαπλώς στρατιώτη που φέρνει τον υιοθετημένο του γιό πίσω στο χωριό των προγόνων του για να συμμετάσχει στην ετήσια θανάτωση χοίρων, μια βασική τελετή μετάβασης στη ενηλικίωσή του. Να διδαχτεί, τουτέστιν, την εθνική υπερηφάνεια και για τη δύναμη του αρσενικού, τρομοκρατημένος από τη δική του αδυναμία και νωθρότητα. Πού αλλού θα ήταν καλύτερα να διδάξει κατάματα τον υιοθετημένο γιο του όσα αφορούν τη βία; Αυτό που συμβαίνει στην ετήσια αυτή γιορτή αποκαλύπτεται στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου: «… κανείς δεν θυμάται πια τι έγινε πριν από δέκα χρόνια στα χοιροσφάγια, όταν ο μαύρος γιος σκότωσε τον λευκό πατέρα με το μαχαίρι ακόμα ματωμένο από το ζώο, όχι άλλο μαχαίρι, το ίδιο μαχαίρι, αλλά το ίδιο μαχαίρι μου φάνηκε πως γι’ αυτόν ήταν άλλο μαχαίρι, πολύ παλιό, θα ορκιζόμουν ότι στο μυαλό του άλλο μαχαίρι πολύ παλιό, ο μαύρος γιος ουρλιάζοντας στον λευκό πατέρα…» το επώδυνο και ανατριχιαστικό, «Θυμάσαι τι έκανες, θυμάσαι τι έκανες»;
Το μεγάλο επίτευγμα του έργου του Αντούνες, είναι ο τρόπος με τον οποίο πήρε τα ψυχικά τραύματα του πολέμου και τα χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει έναν ξεχωριστό λογοτεχνικό λόγο και κόσμο που ελκύει όλο και περισσότερους αναγνώστες.
Χαρακτηριστικό, επίσης του βιβλίου, είναι η ανάμιξη πολυποίκιλων φωνών, όπως κάποιων ερωτικών, ας πούμε, που εμπλέκονται αλληλένδετα με τις πολεμικές κραυγές τραυματισμένων στην Αγκόλα, τα εγκαύματα από τις βόμβες ναπάλμ που κατακαίουν τα πράσινα φυλλώματα, τις απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια, και τόσα άλλα όνειρα στην ουσία που απομένουν εν τέλει είτε χωρίς λύση, είτε έχουν χαθεί οριστικά.
Το μεγάλο επίτευγμα του έργου του Αντούνες, είναι ο τρόπος με τον οποίο πήρε τα ψυχικά τραύματα του πολέμου και τα χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει έναν ξεχωριστό λογοτεχνικό λόγο και κόσμο που ελκύει όλο και περισσότερους αναγνώστες. Ο Αντούνες πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του εργαζόμενος ως ψυχίατρος και τα βιβλία του αφορούν εμμέσως την κλινική ιατρική με την έννοια ότι παρέχουν τη διάγνωση ενός κόσμου γεμάτο από κατακερματισμένους ανθρώπινους χαρακτήρες που βρίσκονται προσκολλημένοι σε γλωσσικά θραύσματα που αντηχούν στα κατάβαθα της συνείδησής τους. Είναι εκείνη η τρυφερή στιγμή που ακολουθεί, που στοιχειώνει τον στρατιώτη καθώς ο υιοθετημένος γιος του τον μαχαιρώνει, καθώς τα στρατιωτικά ελικόπτερα στριφογυρίζουν πάνω στη συνείδησή του, καθώς ακούγονταν παραμορφωμένες φωνές, με το μουρμουρητό του ανέμου ανάμεσα στα χορτάρια, ενόσω ο Μάρτης έμπαινε μέσα από το πλαίσιο του ανοιχτού παραθύρου και διαχεόταν πάνω στο πάτωμα και τον γιό να αγκαλιάζει τον πατέρα του μέχρι να έρθουν οι χωροφύλακες…!
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Τα νέγρικα μπλουζ και οι ιατρικές τους αναφορές» (εκδ. Οδός Πανός).
Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ' το νερό
António Lobo Antunes
Μτφρ. Μαρία Παπαδήμα
Πόλις 2020
Σελ. 478, τιμή εκδότη €20,00