Για το μυθιστόρημα του Jérôme Ferrari «Κατ' εικόνα του» (μτφρ. Έφη Κορομηλά, εκδ. Στερέωμα).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, ο Γάλλος συγγραφέας Ζερόμ Φερραρί, με καταγωγή από την Κορσική, γεννημένος το 1968 και βραβευμένος το 2012 με το βραβείο Goncourt, επιχειρεί να προσεγγίσει τον κόσμο και την πραγματικότητα στη σχέση τους με την εικόνα. Από τη μία, ο κόσμος και η πραγματικότητα ως ομοιώματα που προέκυψαν και συνεχίζουν να παράγονται και να αναπαράγονται με βάση κάποιο πρότυπο. Από την άλλη, η φωτογραφική εικόνα ως ομοίωμα της χρονικής στιγμής, ως αποτύπωμα της ιστορίας, ως καταγραφή και διάσωση της πεπερασμένης διάρκειας των διαδρομών μεμονωμένων ατόμων αλλά και επιμέρους ομάδων μέσα στον χρόνο.
«Ο θάνατος πέρασε. Η φωτογραφία έπεται και, σε αντίθεση με τη ζωγραφική, δεν αφήνει τον χρόνο μετέωρο, αλλά τον παγώνει».
Ματιέ Ριμπουλέτ
Ήδη από την αρχή του βιβλίου, στα τρία μότο της εισαγωγής, ο Φερραρί ορίζει ένα πλαίσιο σκέψης για την εικόνα ως ομοίωμα, ως μαρτυρία, ως μνήμη. Ξεκινάει με τη 2η εντολή από το βιβλίο της Εξόδου: «Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα, και κανενός είδος ομοίωμα, δεν θα τα προσκυνάς ούτε θα τα λατρεύεις». Συνεχίζει με ένα απόσπασμα από την Ελίζαμπεθ Κοστέλλο του Τζ.Μ. Κούτσι που αναφέρεται στην οργή, στην απάθεια των αγγέλων που παρακολουθούν από ψηλά, στα πράγματα «που δεν θα έπρεπε να γίνονται», αλλά και ακόμα και αν γίνονται, που «δεν θα έπρεπε να έρχονται στο φως της μέρας». Και τέλος, ένα απόσπασμα από Τα έργα της ευσπλαχνίας (Verdier, 2012) του συγγραφέα και σκηνοθέτη Ματιέ Ριμπουλέτ: «Ο θάνατος πέρασε. Η φωτογραφία έπεται και, σε αντίθεση με τη ζωγραφική, δεν αφήνει τον χρόνο μετέωρο, αλλά τον παγώνει».
Το Κατ’ εικόνα του ξεκινάει με την τυχαία συνάντηση της Αντόνια και του Ντράγκαν, στο λιμάνι του Κάλβι, στην Κορσική, το 2003. Η τελευταίας τους συνάντηση ήταν το 1992, στο Βελιγράδι. Η Αντόνια είναι φωτογράφος και ο Ντράγκαν εργάζεται για τον Στρατό. Θα κανονίσουν να συναντηθούν το επόμενο βράδυ και αυτός είναι ο λόγος που η Αντόνια θα παρατείνει τη διαμονή της κατά ένα εικοσιτετράωρο. Ενημερώνει τη μητέρα της και μεταθέτει το κανονισμένο δείπνο με την οικογένειά της για τη μεθεπόμενη. Η μητέρα της αντιδρά, η Αντόνια παραμένει ψύχραιμη. Θα συναντηθεί τελικά με τον Ντράγκαν, θα δειπνήσουν, θα κουβεντιάζουν όλη τη νύχτα. Η Αντόνια θα επιστρέψει στο ξενοδοχείο στις πέντε το πρωί και θα πάρει τελικά την απόφαση να αναχωρήσει κατευθείαν. Στη διαδρομή είναι ακόμα σκοτεινά αλλά ο ήλιος έχει αρχίσει να φωτίζει τον ουρανό και να ανατέλλει πίσω από τα βουνά μέχρι εκείνη τη στιγμή που «ξεπρόβαλλε απότομα πάνω από τις κορυφογραμμές και οι πρώτες ακτίνες του έπεσαν κατευθείαν πάνω στο πρόσωπο της Αντόνια. Θαμπώθηκε και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια».
Μέσα από τις φωτογραφίες που βγάζει και τη σταδιακή εξοικείωσή της με τη φύση της εικόνας παρακολουθούμε τη γέννηση των βασικών ερωτημάτων που διέπουν τη φωτογραφική εικόνα: Τι επιλέγω να αποθανατίσω; Είναι ζήτημα επιλογής; Πώς αποφεύγω την κοινοτοπία;
Ο θάνατος της Αντόνια (1965-2003) είναι ο αφηγηματικός μίτος που θα διατρέξει στιγμιότυπα και ιστορίες από τη ζωή της. Θα οδηγηθούμε στο 1979, όταν η δεκατετράχρονη τότε Αντόνια αποκτά την πρώτη της φωτογραφική μηχανή. Μέσα από τις φωτογραφίες που βγάζει και τη σταδιακή εξοικείωσή της με τη φύση της εικόνας παρακολουθούμε τη γέννηση των βασικών ερωτημάτων που διέπουν τη φωτογραφική εικόνα: Τι επιλέγω να αποθανατίσω; Είναι ζήτημα επιλογής; Πώς αποφεύγω την κοινοτοπία; Πώς διαχειρίζομαι αυτό το αποτύπωμα που είναι τα σώματα, τα πρόσωπα, τα πράγματα, τα χρώματα πάνω στην επιφάνεια της εικόνας; Πώς διαχειρίζομαι αυτή την αποτυπωμένη πραγματικότητα; Ποια η σχέση της με το τώρα; Ποια η σχέση της με την πραγματικότητα που μένει εκτός εικόνας; Ποια η σχέση της με την αλήθεια; Ποιο βάθος μπορεί να υπάρχει πίσω από την επιφάνεια της εικόνας; Ποιες φωτογραφίες αξίζει να κρατήσουμε και ποιες όχι; Πόση σκληρότητα μπορεί να απεικονιστεί σε μια φωτογραφία; Ποιο είναι το λεπτό όριο ανάμεσα σε θέαμα (του θανάτου) και τεκμήριο (του θανάτου);
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν αβίαστα για την οικονομία της εικόνας μπορεί ο αναγνώστης να τα εξετάσει σε αντιπαραβολή με την οικονομία της αφήγησης. Έχει ενδιαφέρον για παράδειγμα να «ερωτηθεί» ο Φερραρί πότε καταφεύγει στη λεπτομέρεια και πότε στην αφαίρεση και πώς όλο αυτό το δίκτυο πληροφοριών, προσώπων, εικόνων και διαδρομών στον χρόνο, οργανώνεται μέσα από τα 12 κεφάλαια που αποτελούν το μυθιστόρημα και με τέτοιο τρόπο ώστε να παράγεται επαρκώς το νόημα και να διασφαλίζεται σταθερά η νοηματική συνοχή. Σε ένα αντίστοιχο ερώτημα οδηγείται και η Αντόνια:
«Διότι το πρόβλημα ήταν ακριβώς η παντελής απουσία οποιασδήποτε τραγικότητας και οι φωτογραφίες της Αντόνια δεν κατάφερναν να το δώσουν αυτό επειδή ήταν υπερβολικά βαριές σε νοήματα, που την ίδια στιγμή δεν υπήρχαν. Οι εικόνες της στερούνταν αθωότητας. Δεν αρκούνταν να παίρνουν το απλό ίχνος της στιγμής αλλά εγγράφονταν, χωρίς η Αντόνια να καταλαβαίνει γιατί, μέσα σ’ ένα ολόκληρο δίκτυο, φλύαρο και πομπώδες, περιττών, ίσως και ψευδών ερμηνειών».
Ο Ζερόμ Φερραρί γεννήθηκε το 1968 στο Παρίσι. Είναι καθηγητής φιλοσοφίας και διδάσκει στο Λύκειο Giocante de Casabianca της Μπαστιά. Τα κυριότερα έργα του είναι Un dieu, un animal (2009), Où j'ai laissé mon âme (2010). Tο 2012 του απονέμεται το βραβείο Goncourt για το βιβλίο του Le sermon sur la chute de Rome. Το μυθιστόρημά του Κατ' εικόνα του απέσπασε το Βραβείο Λογοτεχνίας 2018 της εφημερίδας Le Monde, ενώ, μεταξύ άλλων, πήρε το Βραβείο Méditerranée 2019. |
Από την άλλη, έχει ενδιαφέρον, μέσα από μία αμιγώς εικαστική προσέγγιση, να τεθεί το ερώτημα: Ποιο είναι το φόντο που επιλέγει ο Φερραρί; Είναι αυτό του Γιουγκοσλαβικού Εμφυλίου, του αγώνα για την αυτονομία της Κορσικής ή της προσωπικής ιστορία της Αντόνια; Πώς συνδέονται μεταξύ τους; Αλλά και επίσης: Είναι απαραίτητο να υπάρχει εστίαση και πώς κρίνεται η κατανομή του βλέμματος ανάμεσα στα επιμέρους μέρη που διεκδικούν την προσοχή του αναγνώστη; Όλα αυτά τα ερωτήματα, δομούνται σταδιακά και κυρίως μέσα από την επιλογή του Φερραρί να αφιερώσει ένα σημαντικό μέρος της αφήγησης στην ιστορία συγκεκριμένων, αληθινών φωτογραφιών, όπως για παράδειγμα αυτή με τους κρεμασμένους Άραβες στην πλατεία της Αγοράς στην Τρίπολη το 1911 (κεφάλαιο 4) ή με τον στρατιώτη που ψυχορραγεί κοντά στον γιατρό του στην Κέρκυρα το 1915 (κεφάλαιο 7), και από την άλλη, μέσα από ιστορικά γεγονότα που κάλυψε η Αντόνια με τον φωτογραφικό της φακό (πτώση του Τείχους του Βερολίνου, Γιουγκοσλαβικός Εμφύλιος, δράση του Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Κορσικής).
«Δίνοντας τον Χριστό για τη σωτηρία του κόσμου, ο Θεός δεν είχε δώσει με τη συγκατάθεσή Του και την πιο τέλεια εικόνα του;»
Ο Φερραρί σε όλο το βιβλίο, ξεκινώντας από τους τίτλους που επιλέγει, τόσο ο κεντρικός όσο και αυτοί των επιμέρους κεφαλαίων, επιχειρεί να υποβάλλει ένα θεολογικό και θρησκευτικό πλαίσιο προσέγγισης της πραγματικότητας και της εικόνας. Κινούμενος ανάμεσα στην κριτική και τον σεβασμό αυτού του πλαισίου, θα θέσει ανοιχτά το ερώτημα στη μέση (για την ακρίβεια ακριβώς στη μέση) του βιβλίου: «Δίνοντας τον Χριστό για τη σωτηρία του κόσμου, ο Θεός δεν είχε δώσει με τη συγκατάθεσή Του και την πιο τέλεια εικόνα του;» Από αυτή την άποψη, η φωτογραφία αλλά και η τέχνη γενικότερα, γίνονται συμπληρώματα, μαρτυρίες μιας αποτυχίας (εκτός και αν πιστέψουμε ότι αυτή είναι η πιο τέλεια εικόνα, αυτός ο κόσμος είναι η καλύτερη εκδοχή που μας προσφέρθηκε), μεσσιανισμοί για τις στιγμές, τα πρόσωπα, τις ζωές που οδηγούνται μέσα από τον χρόνο, την ιστορία, αλλά και τους άλλους που χάνονται επίσης, στην ανυπαρξία. Το Κατ’ εικόνα του μπορεί να διαβαστεί τέλος με έναν τρόπο έντονα αυτο-αναφορικό: Ποια είναι η εικόνα (του κόσμου και της πραγματικότητας) που χρησιμοποίησε ο Φερραρί για να γράψει το βιβλίο του;
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, μαζί με τη Γιούλη Ράπτη, το δοκίμιο «Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και τα νέα μέσα» (εκδ. Νεφέλη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στο Παρίσι περιμένουν τώρα με περισσότερη ανυπομονησία τις φωτογραφίες παρά τα άρθρα του. Ίσως γι’ αυτό επιμένει να υποβάλλει τον εαυτό του στο θέαμα αυτών των καθημερινών θανατώσεων, που μουδιάζουν σιγά σιγά την καρδιά του και την ψυχή του και τον βυθίζουν σ’ ένα απαύδισμα από το οποίο φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να γλιτώσει ποτέ. Θα δουν τις φωτογραφίες του και χάρη σ’ αυτές όλος ο κόσμος θα μάθει τι συνέβη κάποτε εκεί· η ανάμνηση αυτών που έχασαν τη ζωή τους στην Τριπολίτιδα δεν θα χαθεί μέσα στην ανυπαρξία και κανείς δεν θα μπορεί να αγνοεί ότι έζησαν». [σελ.72]
Κατ' εικόνα του
Jérôme Ferrari
Μτφρ. Έφη Κορομηλά
Στερέωμα 2019
Σελ. 254, τιμή εκδότη €17,00