Για το βιβλίο του Joseph Roth «Τα χρόνια των ξενοδοχείων – Περιπλανώμενος στην Ευρώπη ανάμεσα στους πολέμους» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα).
Της Έλενας Χουζούρη
Το 1926 ο Γιόζεφ Ροτ γράφει στον εκδότη της Frankfurter Zeitung: «Η σύγχρονη εφημερίδα χρειάζεται τις επιφυλλίδες περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται τα κύρια άρθρα της. Δεν είμαι η γαρνιτούρα, ούτε το επιδόρπιο, είμαι το κυρίως πιάτο. Οι άνθρωποι αγοράζουν την εφημερίδα για να διαβάσουν εμένα». Ο Ροτ άφησε πίσω του, εκτός από τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα και τις νουβέλες του, τρεις πολυσέλιδους τόμους με επιφυλλίδες που είχαν δημοσιευτεί από το 1919 έως το 1933 στον γερμανόφωνο Tύπο και αποτελούσαν τη βασική πηγή βιοπορισμού του. Ήταν όμως απλώς δημοσιογραφικά κείμενα ή ιδιότυπες λογοτεχνικές καταθέσεις που «βιογραφούσαν» την εποχή τους;
Κανένα επιστημονικό ιστορικό σύγγραμμα, όσο έγκυρο και αξιόπιστο κι αν είναι, δεν μπορεί να αποδώσει υποβλητικότερα την ατμόσφαιρα εκείνης της οριακής, μεταβαλλόμενης, ρευστής, και υπογείως εκρηκτικής εποχής, να φωτίσει την ψυχογεωγραφία της, να αναδείξει τα κατερειπωμένα ψυχικά της τοπία, να ιχνογραφήσει τα πιο αντιθετικά ανθρώπινα πορτρέτα, από όσο οι επιφυλλίδες του Γιόζεφ Ροτ.
Διαβάζοντας ο σημερινός αναγνώστης, πρώτα τα Βερολινέζικα Χρονικά που είχαν μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στα καθ’ ημάς το 2016 και στη συνέχεια Τα χρόνια των ξενοδοχείων, που κυκλοφόρησαν στα τέλη του 2019, γίνεται κοινωνός ενός κόσμου, αυτού που αναδύεται στην Ευρώπη μετά τον Μεγάλο Πόλεμο και δύει με την επικράτηση του ναζισμού και την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενός κόσμου μεταιχμιακού, που ακροβατούσε στο όριο, ανάμεσα σε ό,τι είχε αφήσει πίσω του και σε ό,τι ανοιγόταν μπροστά του. Πιστεύω ότι κανένα επιστημονικό ιστορικό σύγγραμμα, όσο έγκυρο και αξιόπιστο κι αν είναι, δεν μπορεί να αποδώσει υποβλητικότερα την ατμόσφαιρα εκείνης της οριακής, μεταβαλλόμενης, ρευστής και υπογείως εκρηκτικής εποχής, να φωτίσει την ψυχογεωγραφία της, να αναδείξει τα κατερειπωμένα ψυχικά της τοπία, να ιχνογραφήσει τα πιο αντιθετικά ανθρώπινα πορτρέτα, από όσο οι επιφυλλίδες του Γιόζεφ Ροτ.
Οι επιφυλλίδες του Ροτ αποτελούν μικρές λογοτεχνικές διαθήκες ενός κόσμου που παραπαίει ανάμεσα σε δυο παγκόσμιους πολέμους. Πλημμυρισμένες από φαινομενικά απλές, καθημερινές ιστορίες, απλών, καθημερινών ανθρώπων που βιώνουν την εποχή τους με μεγάλα ερωτηματικά χωρίς απάντηση, αφού η μεγάλη ιστορία έχει αποφασίσει διαφορετικά γι’ αυτούς. Και ο Ροτ εστιάζει ακριβώς σ’ αυτά τα εσωτερικά ερωτηματικά τα οποία αφουγκράζεται να πλανώνται στον νοτισμένο ευρωπαικό αέρα. «Τα εγγόνια τους θα ακούνε αυτές τις ιστορίες και μπροστά τους θα ζωντανεύει η παράξενη και αλλόκοτη εποχή μας, μια εποχή στα όριά της, μια εποχή με σαστισμένα παιδιά, με κόκκινους ελεγκτές, λευκούς ταξιδιώτες, ψεύτικους Πέρσες, άνδρες του Κόκκινου Στρατού τυλιγμένους στα κίτρινα μακριά παλτά τους, που σέρνονται στο πάτωμα, η υγρή νύχτα του Νιγκορέλογιε, το βαρύ λαχάνιασμα των χαμάληδων» γράφει χαρακτηριστικά ο Ροτ στην επιφυλλίδα του για τον συνοριακό σταθμό Νιγκορέλογιε και θα δημοσιευτεί στη Frankfurtrer Zeitung τον Σεπτέμβριο του 1926. Το Νιγκορέλογιε είναι ένας συνοριακός σταθμός στο όριο των δύο νέων μεταπολεμικών κόσμων που χωρίζουν πλέον την άλλοτε ενιαία Ανατολική Ευρώπη και ο Ροτ επιστρέφει διαρκώς σε όλο του το έργο σε παρόμοιους συνοριακούς σταθμούς. Στο Κάλπικο ζύγι, στο Hotel Savoy, στις Φράουλες και βέβαια στις επιφυλλίδες του. Άλλωστε και ο ίδιος από μια συνοριακή περιοχή κατάγεται, από μια περιοχή που από τη μια στιγμή στην άλλη πέρασε στην άλλη πλευρά. Η Γαλικία στοιχειώνει τον Ροτ, τη συναντούμε να κρυφοκοιτάζει τον αναγνώστη πίσω από τις γραμμές ή και να διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα σ’ αυτές. «Η Γαλικία» γράφει ο συγγραφέας στην ομότιτλη επιφυλλίδα [Frankfurter Zeitung, 1924] «βρίσκεται στην άκρη του πουθενά, αλλά απομονωμένη δεν είναι. Είναι εξόριστη, αλλά όχι ξεκομμένη. […] Πολλοί την ξέρουν από τα χρόνια του πολέμου, μα τότε η Γαλικία έκρυβε το πραγματικό της πρόσωπο. Δεν ήταν χώρα τότε. Ήταν το Μέτωπο, ήταν τα μετόπισθεν. Έχει, όμως, τις δικές της χάρες, τα δικά της τραγούδια, τη δική της ομορφιά: Την ομορφιά των περιφρονημένων».
Ο κόσμος των ξενοδοχείων είναι ένας ιδιότυπος κόσμος που εξ αντικειμένου είναι μεταβατικός, ρευστός, τα ίδια τα ξενοδοχεία μπορούν να παραλληλιστούν με συνοριακούς σταθμούς. Υποδέχονται και αποχαιρετούν ανθρώπους, που έρχονται, διαμένουν για λίγο και φεύγουν.
Σε όλες τις επιφυλλίδες του ο Ροτ αφήνει το στίγμα και τον αέρα ενός εκ πεποιθήσεως flaneur, ενός πλάνητα, ο οποίος, μετά τη διάλυση αυτής που θεωρούσε πατρίδα του, δηλαδή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, επέλεξε να περιπλανάται ανά την κεντρική Ευρώπη, αναζητώντας στον αναδυόμενο, μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, κόσμο, τα ίχνη του παλιού. Από το 1919 και έπειτα η ζωή του Ροτ αναλώνεται μέσα σε δωμάτια και αίθουσες ξενοδοχείων. «Είμαι πατριώτης των ξενοδοχείων» θα ομολογήσει χαριτολογώντας. Φτάνει σ’ αυτά με ελάχιστες αποσκευές, αναμειγνύεται με τον ετερόκλητο κόσμο τους, εστιάζει, ανασύρει, αποθηκεύει, καταγράφει και τις παραμικρές λεπτομέρειες γύρω από αυτά. Ο κόσμος των ξενοδοχείων είναι ένας ιδιότυπος κόσμος που εξ αντικειμένου είναι μεταβατικός, ρευστός, τα ίδια τα ξενοδοχεία μπορούν να παραλληλιστούν με συνοριακούς σταθμούς. Υποδέχονται και αποχαιρετούν ανθρώπους, που έρχονται, διαμένουν για λίγο και φεύγουν. Έναν κόσμο πολύχρωμο, πολύγλωσσο, πολυεθνοτικό, μια αναπαράσταση του βιβλικού κόσμου της Βαβέλ. Εκεί όπου συνωστίζονται οι πολίτες του κόσμου, όπου «καμία διεθνής δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη δική τους». Πολίτης του κόσμου και ο Ροτ, ένας απανταχού ανέστιος και μονίμως τράνζιτο, ακούγεται εύλογο να θεωρεί τα ξενοδοχεία πατρίδα του. «Άλλοι άντρες» γράφει το 1929, στην επιφυλλίδα «Άφιξη στο ξενοδοχείο», «γυρίζουν στη θαλπωρή των σπιτιών τους, στις γυναίκες και στα παιδιά τους, εγώ γυρίζω στους πολυελαίους του λόμπυ, στην καμαριέρα και στον πορτιέρη…». Η υποδοχή που του κάνει ο πορτιέρης είναι για τον συγγραφέα ανώτερη κι από πατρικό αγκάλιασμα. Στις επιφυλλίδες του όλοι έχουν έναν ρόλο μέσα στο σχεδόν θεατρικό σκηνικό που ο Ροτ στήνει για να μεταδώσει στον αναγνώστη του την γοητευτική, θορυβώδη κι άλλο τόσο μυστηριακή ατμόσφαιρα των ξενοδοχείων: Ο διευθυντής της ρεσεψιόν, ο γέρος σερβιτόρος, ο μάγειρας στην κουζίνα του, ο ρεσεψιονίστας, ο μετρ’ ντ’ οτέλ, ο γκρουμ, η μαντάμ Αννέτ, αλλά και το αφεντικό, ο Ροτ φιλοτεχνεί για όλους μια μικρή ή μεγαλύτερη προσωπογραφία.
Το 1927, η εφημερίδα Frankfurter Zeitung έστειλε τον Γιόζεφ Ροτ στην τότε Γιουγκοσλαβία και στην Αλβανία. Από την εκεί διαμονή του οι ανταποκρίσεις του δημοσιεύτηκαν υπό τον τίτλο «Ταξίδι στην Αλβανία». Στη φωτογραφία ο Ροτ με τοπική ενδυμασία, φλανάροντας στην αλβανική επαρχία. |
Όπως προσωπογραφεί, άλλοτε με αδρές και άλλοτε με μαλακές πινελιές, αλλά και με μια απρόβλεπτη δόση ειρωνείας και σαρκασμού, μια σειρά ανθρώπων που συναντά τυχαία καθώς περιπλανάται στους δρόμους των γερμανικών πόλεων, όπως: Τον ξανθό νέγρο Γκυγιώμ, «εξαιρετικό δείγμα, σχεδόν εκατό τοις εκατό γνήσιο δείγμα της άριας φυλής», ο οποίος επί πλέον τολμά να κυκλοφορεί στο Μόναχο, «όπου ζουν οι λευκοί νέγροι με τις σβάστικες». Τον κομψό συνταξιδιώτη του στο τρένο, του οποίου την προσωπικότητα κατεδαφίζει σιγά σιγά ώσπου να απογυμνώσει εντελώς τη ματαιοδοξία και την κενότητά του. Τον κλόουν Γκροκ που αλλάζει προσωπεία και μάσκες αλλά που στην πραγματικότητα είναι ένας απελπισμένος, ένας άνθρωπος χίλιες φορές νικημένος, μα πάντα νικητής.
Στην οξυδέρκεια της ματιάς του, την ευστοχία των παρατηρήσεών του αλλά και την πολιτική του οξύνοια, που ορισμένες φορές εντυπωσιάζει, εμπίπτουν και οι περιπλανήσεις του ανά την Ευρώπη του Μεσοπολέμου: Στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στη νεαρή ΕΣΣΔ, στην Αλβανία. Σταθμεύει στις πόλεις Μπρουκ-Κίλαρυ Χίλντα για να πλέξει ολόκληρη την επιφυλλίδα του γύρω από την παύλα που μεταφορικά στο κείμενο αναπαριστά τη γέφυρα η οποία πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο ένωνε τις δύο πόλεις σε μία στο πλαίσιο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και η οποία μετατράπηκε σε σύνορο που χωρίζει πλέον δύο πόλεις, δύο χώρες, δύο λαούς. Έτσι με αφορμή ένα σημείο στίξης ο Ροτ μιλάει για ό,τι τραγικό και αναπότρεπτο επέφερε ο Μεγάλος Πόλεμος στην Ευρώπη και στους λαούς της. Στην ΕΣΣΔ ο Ροτ ταξιδεύει με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο από το Μπακού στο Σαμπουντσού όπου βρίσκονται οι πετρελαιοπηγές που αλλάζουν την παλιά Ρωσία σε νέα. Τον βρίσκουμε στο λευκό ποταμόπλοιο, που άλλοτε έφερε τσαρικό όνομα και σήμερα ενός διάσημου επαναστάτη, να περιπλέει τον Βόλγα έως το Αστραχάν. Ο «Κόκκινος Ροτ» του 1919, αν και επτά χρόνια μετά, έχει κατά πολύ αμβλύνει τις σοσιαλιστικές του απόψεις, δεν κρύβει τη συμπάθειά του στα τεκταινόμενα στη νέα Ρωσία, χωρίς όμως να αφίσταται της κριτικής και σατυρικής του ματιάς. Η ικανότητά του να ισορροπεί ανάμεσα σε αντιθέσεις είναι ιδιαίτερα εμφανής σ’ αυτές τις επιφυλλίδες-ανταποκρίσεις του για τη Frankfurter Zeitung το 1926.
Οι επιφυλλίδες του Γιόζεφ Ροτ διεκδικούν τους τόπους της λογοτεχνίας, εισχωρούν σ’ αυτούς και συναντούν τα δικά τους λεκτικά σχήματα. Αποτέλεσμα, η διαρκής υπονόμευση του επικαιρικού στοιχείου, πασπαλισμένη με μια λεπτή και πικρή αίσθηση του παράλογου και αναπότρεπτου.
Το τελικό ερώτημα που προκαλεί στον απαιτητικό αναγνώστη η ανάγνωση των επιφυλλίδων του Γιόζεφ Ροτ είναι προς τα πού αυτές κλίνουν περισσότερο; Προς τη δημοσιογραφία ή προς τη λογοτεχνία; Η επιφυλλίδα βέβαια ως είδος αποδίδεται στη λεγόμενη σχολιαστική δημοσιογραφία και ο ίδιος ο Ροτ την εκτιμούσε πολύ, εξού και οι τρεις πολυσέλιδοι τόμοι που άφησε πίσω του. Ωστόσο στις περισσότερες από αυτές –και στα Βερολινέζικα χρονικά και στα Χρόνια των ξενοδοχείων– το προσωπικό του ύφος, με εμφανείς τις λογοτεχνικές του καταβολές, υπερβαίνει την επικαιρότητα του εκάστοτε θέματος στο οποίο αναφέρεται, προδίδοντας τελικά το δημοσιογραφικό είδος της επιφυλλίδας που προσυπογράφει. Οι επιφυλλίδες του Γιόζεφ Ροτ διεκδικούν τους τόπους της λογοτεχνίας, εισχωρούν σ’ αυτούς και συναντούν τα δικά τους λεκτικά σχήματα όπως: τις τολμηρές, μεστές υπαινιγμών, παρομοιώσεις, τις ευφάνταστες μεταφορές, τις προσωποποιήσεις, τις απρόβλεπτες εννοιολογικές ανατροπές, αλλά και το υπόγειο χιούμορ, την ειρωνεία, τον λεπτό σαρκασμό. Αποτέλεσμα, η διαρκής υπονόμευση του επικαιρικού στοιχείου, πασπαλισμένη με μια λεπτή και πικρή αίσθηση του παράλογου και αναπότρεπτου.
Ωστόσο η απόλαυση που προσφέρει συνολικά το έργο του Γιόζεφ Ροτ οφείλεται και στην άψογη μετάφρασή του από την Μαρία Αγγελίδου, η οποία έχει κατορθώσει να αποδώσει μοναδικά στα καθ’ ημάς τον πολύχρωμο πλούτο και τις ποικίλες αποχρώσεις αυτού του έργου. Στην ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση φιλοξενείται και η εκτενής εισαγωγή του Michael Hofmann, συλλέκτη και επιμελητή των τόμων με τις επιφυλλίδες του Ροτ, καθώς και χάρτης της εποχής των περιπλανήσεων του συγγραφέα στην Ευρώπη.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Τελευταίο βιβλίο της, η επανέκδοση του μυθιστορήματός της «Σκοτεινός Βαρδάρης» (εκδ. Πατάκη).
Τα χρόνια των ξενοδοχείων