Για το μυθιστόρημα του Jaume Cabré «Η σκιά του ευνούχου» (μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Πόλις).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Γνωρίσαμε τον Ζάουμε Καμπρέ με τις Φωνές του ποταμού Παμάνο (2004), το οποίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2008 από τις εκδόσεις Πάπυρος. Ακολούθησε το Confiteor (2011), στα ελληνικά το 2016 από τις εκδόσεις Πόλις. Η σκιά του ευνούχου (1996), σε πολύ καλή μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού, όπως και τα προηγούμενα δύο, έφτασε στους Έλληνες αναγνώστες το φθινόπωρο του 2019 από τις εκδόσεις Πόλις.
Η υπόθεση
«Πάντα υπάρχουν πράξεις που δεν σβήνουν και γίνονται βασανιστήριο για τη μνήμη μας. […] Οι πράξεις μου θα με συνοδεύουν για πάντα. Οι πράξεις μου και οι παραλείψεις μου. Αν δεν είσαι διατεθειμένος να ζήσεις χωρίς συνείδηση, οφείλεις να δεχτείς το βάρος του παρελθόντος σου».
Ο Μικέλ Ζενζάνα, γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Καταλονίας αποδέχεται την πρόσκληση σε δείπνο από τη Ζούλια, συνάδελφό του δημοσιογράφο, με σκοπό να της μιλήσει για τον φίλο του Μπολός, ο οποίος σκοτώθηκε σε δυστύχημα και για τη ζωή του οποίου η Ζούλια θέλει να γράψει ένα άρθρο. Το δείπνο λαμβάνει χώρα σε ένα εστιατόριο το οποίο λειτουργεί στον χώρο του πατρικού σπιτιού του Μικέλ, στο Φέσες. Σε αυτόν τον συγκινησιακά φορτισμένο χώρο και με τη σκέψη στον πρόσφατο χαμό του φίλου του, ο Μικέλ αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά ανοιχτά για το παρελθόν του. Θα αναφερθεί στα μέλη της οικογένειάς του μέχρι αρκετές γενιές πίσω, στα παιδικά του χρόνια, στους λιγοστούς αλλά σημαντικούς φίλους του, στους αγώνες του εναντίον της δικτατορίας, τόσο κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής όσο και αργότερα, στις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του, στη σχέση με τους γονείς του, στην έντονη αγάπη του για τη μουσική και για τις τέχνες γενικότερα.
Σε αυτή την εκ βαθέων εξομολόγηση οδηγείται αφενός από τη συνειδητοποίηση ότι δεν του ανήκει πια το σπίτι αυτό, το οποίο υπήρξε σημείο αναφοράς και στο οποίο πάντα επέστρεφε, αν και μόνος του το είχε εγκαταλείψει, και αφετέρου από την επιτακτική ανάγκη του να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να κοιτάζει πίσω. «Η ζωή είναι να ξαναρχίζεις συνεχώς από το μηδέν». Σε εφηβική ηλικία αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και την οικογενειακή εστία, θεωρώντας τη δεδομένη στιγμή πιο σημαντική την επανάσταση και τον αγώνα για ελευθερία από οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση. Ο αγώνας αυτός του χάρισε εμπειρίες και βιώματα συνοδευόμενα –εκτός των άλλων συναισθημάτων– από ενοχές τις οποίες αδυνατεί να αποβάλει. Τις ενοχές αυτές είχε σπείρει αρχικά στην ψυχή του η θρησκεία (φοιτούσε στο σχολείο των Ιησουιτών) και στη συνέχεια το Κόμμα φρόντισε να τις ενισχύσει. «Πάντα υπάρχουν πράξεις που δεν σβήνουν και γίνονται βασανιστήριο για τη μνήμη μας. […] Οι πράξεις μου θα με συνοδεύουν για πάντα. Οι πράξεις μου και οι παραλείψεις μου. Αν δεν είσαι διατεθειμένος να ζήσεις χωρίς συνείδηση, οφείλεις να δεχτείς το βάρος του παρελθόντος σου». Επιστρέφοντας μετά το τέλος της δικτατορίας, αρνείται να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, επιλέγοντας να ασχοληθεί με κάτι που να τον εκφράζει. Ασχολείται με τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά κι εκεί νιώθει ανεπαρκής.
Θαυμάζει τη λογοτεχνία αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να γράψει. Λατρεύει τη μουσική αλλά δεν μπορεί ούτε να συνθέσει ούτε να παίξει κάποιο όργανο. Παρατηρεί, απολαμβάνει και γράφει κριτική για κάθε είδους τέχνη, όμως ο ίδιος δεν δρα, δεν παράγει έργο. Δεν είναι δημιουργός. «Όταν κοιτάζει πίσω του, ο κριτικός βλέπει τη σκιά ενός ευνούχου. Ποιος θα επιθυμούσε, λοιπόν, να είναι κριτικός αν είχε τη δυνατότητα να είναι συγγραφέας;»
Άρρηκτα δεμένος με τη μουσική
Ο ήρωας του βιβλίου, μέσω της μουσικής, προσπαθεί να εκφράσει το πένθος του για τα αγαπημένα πρόσωπα που έχασε, τον φόβο του μπροστά στον θάνατο, και την ανάγκη εύρεσης μιας οδού σωτηρίας που μόνο η τέχνη μπορεί να του προσφέρει.
Το βιβλίο απαρτίζεται από δύο μέρη και τέσσερις κινήσεις: Andante, Allegretto, Allegro και Adagio. Η δομή του βασίζεται στη δομή του μουσικού έργου του Άλμπαν Μπεργκ Κονσέρτο για βιολί «στη μνήμη ενός αγγέλου», το οποίο είναι αφιερωμένο στη Μανόν, την κόρη της Άλμα Μάλερ, που πέθανε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Ο Καμπρέ, λάτρης της κλασικής μουσικής, καταδεικνύει μέσω του βιβλίου του και τις ιδιαίτερες γνώσεις που διαθέτει για αυτή τη μορφή τέχνης. Και ο ήρωας του βιβλίου, μέσω της μουσικής, προσπαθεί να εκφράσει το πένθος του για τα αγαπημένα πρόσωπα που έχασε, τον φόβο του μπροστά στον θάνατο, και την ανάγκη εύρεσης μιας οδού σωτηρίας που μόνο η τέχνη μπορεί να του προσφέρει.
Τα πρόσωπα του βιβλίου
Εκτός από τον βασικό ήρωα του βιβλίου, τον Μικέλ και τους δύο φίλους του, τον Μπολός και τον Ροβίρα, άπειρα άλλα πρόσωπα κάνουν την εμφάνισή τους στις σελίδες του. Όλα τα μέλη της οικογένειάς του, από πάππου προς πάππου, μέχρι τους ιδρυτές του γενεαλογικού του δέντρου, του οποίου η απεικόνιση στις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι επαρκώς κατατοπιστική και αναγκαία στον αναγνώστη. Και το κάθε μέλος του δέντρου αυτού έχει τη δική του ιστορία. Έντονη η παρουσία και των γυναικών που πέρασαν από τη ζωή του Μικέλ και συνεχίζουν να ζουν στο μυαλό του, καθώς το πέρασμά τους συνοδεύτηκε από έντονα συναισθήματα για τον ήρωα, παρά τη μικρή χρονικά διάρκεια της παραμονής τους στη ζωή του.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον θείο του Μικέλ, τον Μαουρίσι, ο οποίος είναι η μνήμη της οικογένειας και μέσω του οποίου ο Μικέλ μαθαίνει πληροφορίες που αγνοούσε για πολλά μέλη της οικογένειάς του και από τον οποίο προμηθεύεται δύο γενεαλογικά δέντρα, ένα επίσημο κι ένα ανεπίσημο, την εγκυρότητα των οποίων θα αργήσει να ανακαλύψει. Τόσο ο θείος Μαουρίσι όσο και ο ίδιος ο Μικέλ, αποκαλούνται στη διάρκεια της αφήγησης, με το μικρό τους όνομα συνοδευόμενο από ένα επίθετο που χαρακτηρίζει τα συναισθήματά τους εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ή κάποια δράση τους. Έχουμε λοιπόν τον Χωρίς Πατρίδα, τον Νόμιμο, τον Γιο ενός Μεγάλου έρωτα, τον Προδότη, τον Αναποφάσιστο, τον Αγνό, τον Μεγάλο Ερωτευμένο, τον Χρονικογράφο του Ανέμου, τον Επινοητή Πραγματικοτήτων και πολλούς ακόμα χαρακτήρες και χαρακτηρισμούς, οι οποίοι συνοδευόμενοι από μια λεπτή ειρωνεία, που κάποιες φορές φτάνει στον αυτοσαρκασμό, συνδράμουν στο να εισαχθούμε βαθύτερα στο ιδιαίτερο κλίμα της αφήγησης.
Οι αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και τις οποίες έχουμε συναντήσει τόσο στις Φωνές του ποταμού Παμάνο όσο και στο Confiteorχαρακτηρίζονται από διαρκείς εναλλαγές. Εναλλαγές στον χρόνο, καθώς το παρόν και το παρελθόν αλληλοπαραχωρούν τη θέση τους, με αποτέλεσμα μέσα στην ίδια πολλές φορές πρόταση, να έχουμε ρήματα παροντικού και παρελθοντικού χρόνου. Εναλλαγές στους αφηγητές, με την αφήγηση να γίνεται άλλοτε πρωτοπρόσωπη και άλλοτε τριτοπρόσωπη, εξασφαλίζοντας έτσι και τον εξομολογητικό τόνο του πρώτου προσώπου και την αντικειμενικότητα του τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή.
Ο Ζάουμε Καμπρέ, Καταλανός συγγραφέας και σεναριογράφος, γεννήθηκε στις 30 Απριλίου 1947. Σπούδασε Καταλανική Φιλολογία. Το 1974 έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων και έκτοτε ακολούθησαν έργα πεζογραφίας, δοκίμια, θεατρικά, καθώς και σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Είναι ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα του και έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία για το έργο του. Έχει διδάξει στο πανεπιστήμιο της Λιέιδα. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τρία βιβλία του. |
Αρχικά, αυτή η πολύπλοκη τεχνική, μπερδεύει και ίσως δυσκολεύει λίγο τον αναγνώστη. Στην πορεία όμως αυτή η ιδιοτυπία αποδίδει στο κείμενο ένα δικό του ξεχωριστό ύφος και μια έντονη γοητεία, με πολλές παράλληλες αφηγήσεις, παρεμβολές και μονολόγους που κόβουν την ανάσα. Απαράμιλλος δεξιοτέχνης του λόγου, ο Καμπρέ μας παραδίδει, όπως διαβάζουμε και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «ένα έργο μελαγχολικής ομορφιάς, χρονικό του τέλους του φρανκισμού, οικογενειακή σάγκα, στοχασμό για την τέχνη, φιλόδοξο ιστορικό και κοινωνικό μυθιστόρημα». Ύμνος στη φιλία, νοσταλγία για βιώματα και πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια, προσπάθεια αυτοκριτικής και αυτογνωσίας, αναθεώρηση απόψεων, αναζήτηση των σωστών και των λαθεμένων επιλογών του παρελθόντος, αναμνήσεις σε μια διαρκή διαμάχη με τη θέληση να πας παρακάτω, έρωτας που αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια του αλλά και «δίνει λόγο ύπαρξης στους ανθρώπους», έλλειψη ικανοποίησης, αναζήτηση του χαμένου νοήματος, άρνηση της πεπατημένης, ανάγκη για εξιλέωση, υπαρξιακά ερωτήματα και αναζητήσεις. Η εξουσία και η καθοριστική της δύναμη στη συμπεριφορά του ανθρώπου, το πένθος, ο θάνατος και η επώδυνη συνειδητοποίηση ότι όλα οδηγούν σε αυτόν, το ανέφικτο της εξεύρεσης μιας ισορροπίας στη ζωή, «ο φόβος για την αποτυχία σε μια ζωή χωρίς διακυμάνσεις», η αναζήτηση της σωτηρίας στην τέχνη και στην καλλιτεχνική δημιουργία. «Ανακάλυπτα ότι η τέχνη είναι ένα φαινόμενο στο οποίο μπορείς να διεισδύσεις χωρίς να ζητήσεις άδεια και να μείνεις εκεί χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογήσεις τις κινήσεις σου». Βέβαια «το να ζεις σημαίνει να μαθαίνεις να κουβαλάς το κομμάτι της ανεπιθύμητης ζωής και των συνεπειών του μέχρι τον θάνατο. Όμως, μερικές φορές, στη ζωή των ανθρώπων, δημιουργούνται οάσεις καθαρής ευτυχίας, ήρεμες, εύθραυστες, απρόβλεπτες… Μα οι οποίες, για τα δευτερόλεπτα που διατηρούνται ζωντανές, δικαιολογούν όλη την ύπαρξη του ατόμου».
Ένας λαβύρινθος προσώπων, γεγονότων, καταστάσεων, συναισθημάτων και προβληματισμών, κάτω από μια μελαγχολική μουσική υπόκρουση. Ο συγγραφέας κατέχει τον μίτο του λαβύρινθου και τον παραδίδει με ευκολία στον αναγνώστη, δίνοντάς του έτσι τη δυνατότητα να απολαύσει μια συναρπαστική περιήγηση στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.