Για το μυθιστόρημα του Mia Couto «Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο» (μτφρ. Νίκος Πρατσίνης, εκδ. Gutenberg).
Του Διονύση Μαρίνου
Μαγικός ρεαλισμός, αλλά και όχι ακριβώς. Εξαίρετο δείγμα ανιμισμού, αλλά δίχως τα ανοίκεια βάρη του φολκλόρ. Γραμμένο σε μια στέρεα και κοινά παραδεκτή γλώσσα (πορτογαλικά, εν προκειμένω), ωστόσο με ένα γλωσσοπλαστικό πλούτο που φέρει πολλά στοιχεία προφορικότητας που υπονομεύει –εν τοις πράγμασι– την επίσημη γραμματική. Μια ιστορία που ενώ φέρει πολλά στοιχεία ρεαλισμού και ιστορικότητας, κατ’ ουσίαν ιστορεί το επέκεινα των γεγονότων.
Ο Κότου κουβαλάει σε τούτο το μυθιστόρημα την ιδιαιτερότητα της Μοζαμβίκης. Μιας χώρας που έγινε πεδίον δόξης για τους δυτικούς και πέρασε μέσα από το «σίδερο» του εμφυλίου πολέμου έτσι ώστε να αποκτήσει ανεξάρτητη κρατική οντότητα.
Τι ακριβώς μάς παραδίδει ο Μία Κότου με το μυθιστόρημά του Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο; Η ακατάτακτη φύση του δεν είναι αποτέλεσμα ενός κάποιου μοντερνισμού (καίτοι ο συγγραφέας θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους της λογοτεχνίας που μας έρχεται από την Αφρική), αλλά η αποτύπωση ενός κόσμου ιδιαίτερου, ολότελα διαφορετικού από τον ρασιοναλισμό της Δύσης, τα επαγωγικά συμπεράσματα του ορθολογισμού και την τελεολογία με την οποία έχουμε συνηθίζει να βαπτίζουμε τα γεγονότα αυτού του κόσμου. Ο Κότου κουβαλάει σε τούτο το μυθιστόρημα την ιδιαιτερότητα της Μοζαμβίκης. Μιας χώρας που έγινε πεδίον δόξης για τους δυτικούς και πέρασε μέσα από το «σίδερο» του εμφυλίου πολέμου έτσι ώστε να αποκτήσει ανεξάρτητη κρατική οντότητα.
Η παρουσία των Πορτογάλων στην περιοχή είναι κάτι παραπάνω από έντονη αν σκεφτεί κανείς πως την κατέλαβαν ήδη από το 1507. Χρειάστηκε να περάσουν πολλοί αιώνες για να αποκτήσει η χώρα την ανεξαρτησία της (σ.σ: τον Ιούνιο του 1975), κάτι που αντί να οδηγήσει σε μια φάση εθνικής αφύπνισης, προκάλεσε έναν απηνή εμφύλιο πόλεμο που είχε ως απολογισμό πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς. Στις αρχές του ’90, ο ΟΗΕ αναγκάστηκε να αποστείλει επιχειρησιακή δύναμη με σκοπό να βοηθήσει στην εξομάλυνση της κατάστασης. Για την ιστορία: το 1994 διεξήχθησαν οι πρώτες γενικές εκλογές με όλες τις πρώην αντιμαχόμενες πλευρές να κατεβαίνουν με συνδυασμούς. Στις μέρες μας η Μοζαμβίκη είναι μια πολυκομματική Δημοκρατία. Φευ, όχι μια δημοκρατία δυτικού τύπου αν σκεφτεί κανείς τις πολιτισμικές ιδιομορφίες και την πολιτική καταγωγή των κυβερνώντων.
Ο Κότου δεν αρνείται πως παίρνει πραγματικά στοιχεία για να κινητοποιήσει την ιστορία του. Είμαστε στις αρχές του ’90 όταν σε ένα στρατόπεδο του ΟΗΕ, εξαίφνης, αρχίζουν να εκρήγνυνται κυανόκρανοι. Αυτό δεν είναι ένα μυθοπλαστικό εύρημα, όντως συνέβη. Ο εμφύλιος πόλεμος, ακόμη κι όταν τελείωσε, άφησε πίσω του μια χώρα σπαρμένη –κυριολεκτικά– με νάρκες. Ακόμη και σήμερα ευθύνονται για τον ακρωτηριασμό ή τον θάνατο ανυποψίαστων ανθρώπων και ζώων λόγω τυχαίας πυροδότησής τους. Κοινώς: η χώρα είναι ένα κλασικό «προσέχετε πού πατάτε».
Είναι, όμως, η πρόθεση του Κότου να μιλήσει μόνο γι’ αυτό το γεγονός; Σαφώς και όχι. Θα έλεγε κανείς πως έγραψε ένα εξόχως πολιτικό βιβλίο που δεν κραυγάζει για την πολιτική του σκοπιμότητα. Ο συγγραφέας προσπαθεί να ενοποιήσει την ιστορικότητα του τόπου μακριά από τα επίσημα συμφραζόμενα. Να ορίσει το εθνικό φαντασιακό μέσα από τους πιο γόνιμούς κόλπους των γλωσσών που χρησιμοποιούν οι άνθρωποί της, των θρύλων, των παραδόσεων και ενός δονούμενου ανιμισμού που είναι σύμφυτος με την παράδοση.
Η γλώσσα στο μυθιστόρημα παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς μεταφέρεται στο χαρτί από τον αφηγητή-μεταφραστή που είναι ο κεντρικός ήρωας γνωρίζοντας πως προσπαθεί να ντύσει με χάρτινες λέξεις κάτι που είναι φτιαγμένο μόνο να εκφέρεται, να λέγεται και μηδέποτε να καταγράφεται.
Ο Κότου είναι λευκός Μοζαμβικανός, σπούδασε ιατρική και βιολογία, ενώ ενεπλάκη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και στον εμφύλιο πόλεμο. Ως εγγράμματος χρησιμοποιεί την πορτογαλική γλώσσα. Όμως, στα χέρια του γίνεται ένα εύπλαστο όχημα, δεν κανοναρχείται απ’ αυτήν, καίτοι γνωρίζει πως απευθύνεται σε αναγνώστες που την ομιλούν απταίστως. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και με τους ήρωές του. Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι απλοί άνθρωποι, γνωρίζουν μια προφορική εκδοχή της γλώσσας, η οποία δεν επιβλήθηκε ως επίσημη (δεν το επεδίωξαν ποτέ οι Πορτογάλοι). Κατ’ ουσίαν, είναι ένα συμπίλημα τοπικών διαλέκτων, νεολογισμών, παραφθορών – ένας «πορτογαλισμός» που δημιούργησε μια νέα γλώσσα ιδιαιτέρως πλούσια και απεριόριστη. Η γλώσσα στο μυθιστόρημα παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς μεταφέρεται στο χαρτί από τον αφηγητή-μεταφραστή που είναι ο κεντρικός ήρωας γνωρίζοντας πως προσπαθεί να ντύσει με χάρτινες λέξεις κάτι που είναι φτιαγμένο μόνο να εκφέρεται, να λέγεται και μηδέποτε να καταγράφεται.
Να γιατί το αποτέλεσμα δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως μαγικός ρεαλισμός, έτσι όπως τον γνωρίσαμε από τους λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτό το λογοτεχνικό ρεύμα αποτυπώνεται σε μια κοινή –επίσημη γλώσσα– και παίρνει πραγματικά στα… σοβαρά τον ρεαλισμό για να τον εκτρέψει στη συνέχεια. Η περίπτωση του Κότου είναι εντελώς διαφορετική, καθώς η γλώσσα-όχημα δεν είναι μια και ως πολυκέφαλη δονείται από διαφορετικές οπτικές γωνίες και θεάσεις της πραγματικότητας. Όπως αναφέρει και σε ένα επιγραμματικό γνωμικό της Τιζανγκάρα: «Ο κόσμος δεν είναι ό,τι υπάρχει, αλλά ό,τι συμβαίνει». Κι εδώ, όντως, συμβαίνουν πολλά.
Επιστροφή στην πλοκή, λοιπόν. Οι στρατιώτες του ΟΗΕ εκρήγνυνται και τα αποτυπώματά τους είναι ιδιαζόντως περίεργα: ένα ανδρικό μόριο καταμεσής του δρόμου (!) είναι ό,τι έχει απομείνει. Σε ποιον ανήκει; Από ποιου στρατιώτη το σώμα αποκολλήθηκε; Και, εντέλει, πώς γίνεται να εξαφανίζονται οι στρατιώτες και στον τόπο της τραγωδίας να μένει μόνο ένα ορφανό πέος; Ο Iταλός υπολοχαγός Ρίζι καταφτάνει στην περιοχή, σταλμένος από τους ανώτερούς του στον ΟΗΕ, για να λύσει το μυστήριο και να βρει τους υπεύθυνους των συνεχιζόμενων θανάτων. Δίπλα του τού βάζουν μια βοήθεια τον αφηγητή που ως γνώστης της πορτογαλικής θα του μεταφράζει τις μαρτυρίες των ντόπιων. Κι όλα, σε μια περιοχή επινοημένη από τον Κότου. Η Τιζανγκάρα είναι ένας ακόμη λογοτεχνικός τόπος-σύμβολο που δεν θα τον βρούμε στον επίσημο χάρτη, αλλά που σημαίνει πολλά περισσότερα από μια απλή συγγραφική επινόηση.
Ο Κότου γεννήθηκε στη Μοζαμβίκη το 1955 από γονείς Πορτογάλους εξόριστους. Είναι βιολόγος και έχει, επίσης, διατελέσει διευθυντής του ΑΙΜ (Πρακτορείο Ειδήσεων της Μοζαμβίκης). Έχει τιμηθεί με τα βραβεία Camoes, Neustadt και το βραβείο της Νοτιοαμερικανικής Ένωσης Λογοτεχνίας. Ήταν υποψήφιος και για το βραβείο Booker. |
Καλείται η πόρνη της περιοχής, ως η πιο αρμόζουσα, να πει σε ποιον ανήκει το μόριο, αλλά άκρη δεν βρίσκεται. Η σύγχυση του Ρίζι εντείνεται καθώς αρκετές αντιθετικές φωνές σπρώχνουν τα νήματα της ιστορίας πότε από μια πλευρά και πότε από την άλλη. Μια πλειάδα φωνών που δεν μιλούν απαραιτήτως για τα περίεργα θανατικά, αλλά εκτρέπουν την αφήγηση σε εικασίες, θρύλους, υποβλητικές παρατηρήσεις, θραύσματα ονείρων ή φαντασιοπληξιών. Ακόμη και οι παροιμίες που λέγονται και καταγράφονται σημαίνουν κάτι άλλο από αυτό που δηλώνουν. Έχουν πέσει θύματα μαγείας οι στρατιώτες; Και αν ναι, από ποιον;
Οι διαφορετικές φωνές δημιουργούν ένα αφηγηματικό patchwork. Τα γεγονότα, ο χρόνος και οι πρωταγωνιστές είναι εύπλαστα, σχεδόν ολισθηρά. Αυτό που πραγματικά συνέβη, αν συνέβη, διαφεύγει μονίμως. Οι εικασίες είναι πάμπολλες: πολιτική ίντριγκα, δολοφονία, μαγεία ή τιμωρία από τους προγόνους του έθνους που μπορεί να έχουν φύγει από τη ζωή, αλλά εξακολουθούν να ορίζουν τα πράγματα; Άλλο ένα στοιχείο αιχμής: σε τούτο τον τόπο η ζωή δεν τελειώνει με τον θάνατο. Το υπάρχειν παραμένει ενεργό με άλλον τρόπο. Οι νεκροί καθορίζουν πολλές αποφάσεις των ζώντων, ουσιαστικά η επενέργειά τους στα γεγονότα αυτού του κόσμου είναι διαρκής και ενεργή. Άλλωστε, η φήμη ότι η γη θα εξαφανιστεί λόγων κυβερνητικών ηγετών που δεν σέβονται τις παραδόσεις του τόπου, λειτουργεί και ως προοικονομία για τη λύση που θα δώσει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου.
Οντως, αν δούμε τι είδους φυράματα είναι οι πολιτικοί ταγοί της χώρας έτσι όπως εμφανίζονται στο βιβλίο, θα κατανοήσουμε απολύτως το χάος και τη γενικευμένη αρρυθμία της χώρας. Μικροαπατεώνες που δίνουν ελάχιστα στους πολλούς, κομπιναδόροι που ενδιαφέρονται μόνο για τα οίκου τους, ο στρατός περί άλλα τυρβάζει και οι ξένες δυνάμεις ενδιαφέρονται μόνο για μια επίπλαστη ηρεμία που δεν θα διαταράσσει τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Το «υλικό» θα μπορούσε να ντυθεί με τη φορεσιά μιας πολιτικής ρητορείας, ωστόσο ο Κότου δεν διστάζει να προκαλέσει ακόμη και τον γέλωτα. Άλλωστε, ένα από τα κωμικά στοιχεία του βιβλίου είναι η σύγκρουση που προκαλείται από τις διαφορετικές προσλήψεις του κόσμου. Άλλα καταλαβαίνει ο Ρίζι κι άλλα του λένε οι ντόπιοι. Εδώ ενυπάρχει μια ριζική ανωμαλία γλωσσικής και υπαρξιακής φύσης. Ακόμη και οι νεολογισμοί πυροδοτούν μια εντελώς διαφορετική εικόνα του κόσμου. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ακόμη και το πέταγμα ενός φλαμίνγκο δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Ο Κούτο μιλάει για την κατακρήμνιση μιας χώρας, για το αίτημα μιας κάποιας ενότητας και για την επιτακτική ανάγκη να υπάρξει με άλλο τρόπο, όμως το κάνει με τον δικό του τρόπο. Κάθε σπιθαμή αυτού του μυθιστορήματος είναι μια έκρηξη δημιουργίας – ολότελα διαφορετική από εκείνες που διαμελίζουν στρατιώτες.
Στο μυθιστόρημα αποκτάει έννοια συμβόλου. Η πεθαμένη μητέρα του αφηγητή του είχε πει έναν μύθο σύμφωνα με τον οποίο αυτό το πέταγμα ορίζει τον ερχομό και τη φυγή του ήλιου. Η αποχώρηση των φλαμίνγκο από τις φωλιές τους σηματοδοτεί και τη σταδιακή ερήμωση του τόπου, έτσι του σημείο της πλήρους εξαφάνισης. Είναι, όμως, και ένα στοιχείο ελπίδας για το μέλλον. Ακόμη και ένα χάρτινο ομοίωμα ενός φλαμίνγκο, όπως συμβαίνει στο τέλος, πετάει πάνω από μια χαμένη χώρα. Ναι, ο Κούτο μιλάει για την κατακρήμνιση μιας χώρας, για το αίτημα μιας κάποιας ενότητας και για την επιτακτική ανάγκη να υπάρξει με άλλο τρόπο, όμως το κάνει με τον δικό του τρόπο. Κάθε σπιθαμή αυτού του μυθιστορήματος είναι μια έκρηξη δημιουργίας – ολότελα διαφορετική από εκείνες που διαμελίζουν στρατιώτες.
Ο Κότου είναι πολυμεταφρασμένος, κουβαλάει κάμποσες βραβεύσεις (ήταν υποψήφιος και για το Booker), αλλά στα μέρη μας έρχεται μ’ αυτό το μυθιστόρημα που αποτελεί μια εξαίσια «είσοδο» στον κόσμο του. Η μεταφορά στα ελληνικά από τον Νίκο Πρατσίνη πρέπει να σημειωθεί διότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έργο εντελώς ρευστό που ακόμη και πορτογάλοι αναγνώστες θα είχαν κάποιες δυσκολίες να κατανοήσουν. Πόσο μάλλον Έλληνες που τους λείπουν αρκετά ιστορικά, πολιτισμικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει απολύτως. Η παρούσα έκδοση συμπληρώνεται με την εισαγωγή και δύο κείμενα του μεταφραστή που έχουν να κάνουν με την εξέλιξη της μοζανβικανικής λογοτεχνίας και την εργογραφία του Κότου, καθώς και ένα απόσπασμα από παλαιότερες συνεντεύξεις του συγγραφέα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο
Mia Couto
Μτφρ. Νίκος Πρατσίνης
Gutenberg 2020
Σελ. 328, τιμή εκδότη €16,00