Ένα πορτρέτο του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα, δέκα χρόνια από τον θάνατό του.
Του Παναγιώτη Γούτα
————Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ————
Κυριαρχεί η άποψη πως η συντριπτική πλειοψηφία των μεγάλων συγγραφέων (μαζί και κάποιοι από τους λιγότερο σπουδαίους) έπασχε (ή πάσχει) από κάποιου είδους νεύρωση ή ψύχωση, που αποτέλεσε (και αποτελεί) πάντως τη γενεσιουργό αιτία των μεγάλων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αυτές οι νευρώσεις ή οι ψυχώσεις –σύμφωνα με τη φροϋδική ορολογία– ευτυχώς που έμειναν αθεράπευτες, όσο βασανιστικές κι αν υπήρξαν για τα εν λόγω άτομα στη ζωή τους, διαφορετικά θα είχαμε στερηθεί πολυάριθμες σελίδες λογοτεχνικών κειμένων υψηλού επιπέδου. Μήπως όμως ολόκληρος ο παγκόσμιος πολιτισμός δεν βασίζεται σε δημιουργούς με σύνδρομα και νευρώσεις; Ο Φίλιπ Ροθ είχε δηλώσει κάποτε πως βιβλία του όπως Το βυζί, Το σύνδρομο Πόρτνοϊ ή Η πατρική κληρονομιά δεν θα είχαν γραφτεί αν ο ίδιος δεν είχε οδηγηθεί προηγουμένως στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή.
Ο Σάλιντζερ, γεννημένος την 1η Ιανουαρίου 1919, σίγησε εκδοτικά από το 1965 και εντεύθεν, δίνοντας απλώς οδηγίες για το πώς θα τυπώνονται εφεξής τα βιβλία του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του φωτογραφήθηκε ελάχιστα, ενώ έδωσε δύο μόλις συνεντεύξεις (μία το 1953 στη Daily Eagle και μία στους New York Times το 1974).
Ο διάσημος συγγραφέας Τζ.Ντ. Σάλιντζερ βίωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα Μετατραυματικό Σύνδρομο Άγχους, που έπειτα από τη θητεία του ως τυφεκιοφόρος πεζικού κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ιδιαίτερα σκληρά πεδία μάχης – στη Νορμανδία, στη Μάχη των Αρδενών αλλά και στο δάσος Χούρτγκεν, στα σύνορα Βελγίου και Γερμανίας. Αυτό το ψυχωτικό σύνδρομο, που λειτούργησε ως κίνητρο στη συγγραφή του δημοφιλούς μυθιστορήματός του Ο φύλακας στη σίκαλη, αλλά και αρκετών διηγημάτων και νουβελών, φαίνεται πως καθόρισε όχι μόνο τη συγγραφική του πορεία και δημιουργία, αλλά και την υπόλοιπη ζωή του. Αυτή η διαταραχή του προφανώς τον οδήγησε στη σιωπή και στην απομόνωση (ή επέτεινε την απόφασή του για αναχωρητισμό), πιθανότατα στην επαφή του με τον βουδισμό, τις ινδουιστικές σέκτες και τους ζεν πειραματισμούς του, αλλά και διαμόρφωσε τον, εν γένει, κλειστοφοβικό του χαρακτήρα.1
Ο Σάλιντζερ, γεννημένος την 1η Ιανουαρίου 1919, σίγησε εκδοτικά από το 1965 και εντεύθεν, δίνοντας απλώς οδηγίες για το πώς θα τυπώνονται εφεξής τα βιβλία του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του φωτογραφήθηκε ελάχιστα, ενώ έδωσε δύο μόλις συνεντεύξεις (μία το 1953 στη Daily Eagle και μία στους New York Times το 1974). Ακόμα κι αν δεν τύπωνε άλλες δουλειές του, δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει στο καταφύγιό του, στο Κόρνις του Νιου Χάμσαϊρ, στο οποίο διέμενε από τη δεκαετία του ’50. Δεν επέτρεπε επί χρόνια σε κανέναν να τον ενοχλεί κατά τη διάρκεια της συγγραφής – ούτε καν στις συζύγους του ή στις κατά καιρούς ερωμένες του. Πέθανε από φυσικά αίτια στις 27 Ιανουαρίου του 2010. Τον Νοέμβριο του 2013, τρία ακυκλοφόρητα διηγήματά του διέρρευσαν στο διαδίκτυο για μικρό χρονικό διάστημα, με μια από τις ιστορίες, το The Ocean Full of Bowling Balls, να πιθανολογούν οι κριτικοί πως αφορά γεγονότα που προηγούνται εκείνων που περιγράφονται στον Φύλακα.
————Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ————
Το εξώφυλλο της 1ης έκδοσης του μοναδικού μυθιστορήματος που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Ημ/νια κυκλοφορίας: 16 Ιουλίου 1951 |
Με αφορμή τον θάνατο του Σάλιντζερ στις αρχές του 2010, επανήλθε στο προσκήνιο το σημαντικό του μυθιστόρημα Ο φύλακας στη σίκαλη, κάνοντας συνεχείς ανατυπώσεις και μπαίνοντας σε λίστες ευπώλητων βιβλίων για αρκετές εβδομάδες. Ο Σάλιντζερ έγραψε το εν λόγω βιβλίο το 1951, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1978, σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη. Για το μυθιστόρημα αυτό χύθηκαν τόνοι μελανιού παγκοσμίως σε κριτικές (οι περισσότερες θετικές, κάποιες αρνητικές), ενώ μια από τις παράπλευρες ιστορίες σχετικά με το πόσο επιδραστικό υπήρξε το βιβλίο, είναι αυτή που αναφέρει οτι ο Mark David Chapman –ο άνθρωπος που δολοφόνησε τον John Lennon– κατά την έρευνα που του έγινε όταν τον συνέλαβαν, είχε μαζί του ένα αντίτυπο από τον Φύλακα, το οποίο και είχε αγοράσει λίγες ώρες νωρίτερα. Γεγονός που έκανε κάποιους συντηρητικούς κύκλους να απαγορέψουν, να κακοχαρακτηρίσουν ή και να δαιμονοποιήσουν τον Φύλακα. Περισσότερο βέβαια από το βιβλίο και την επιρροή που είχε σε εφήβους και μη, ξένιζε η στάση του ίδιου του Σάλιντζερ που, απομονωμένος επί χρόνια στο ιδιωτικό του καταφύγιο, αρνιόταν πεισματικά να γίνει Ο φύλακας στη σίκαλη κινηματογραφική ταινία, με τον ισχυρισμό πως δεν ήταν δα τίποτα το σπουδαίο και πως ο Χόλντεν Κόλφιλντ, ο ήρωάς του, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από «μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο».
Ο φύλακας στη σίκαλη εντάσσεται στην κατηγορία των βιβλίων του μεταπολεμικού ρεαλισμού, μιας σχολής που θα αποτελέσει πρόδρομο του νεορεαλισμού και του βρόμικου ρεαλισμού στην Αμερική. Με αυστηρά λογοτεχνικά κριτήρια δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, αφού η πλοκή του είναι ελλιπής, και όπως εύστοχα διαπίστωσε ο Αναστάσης Βιστωνίτης: «Ο Φύλακας διαρκώς πάει να αποκτήσει μυθιστορηματική πλοκή και διαρκώς ο συγγραφέας μοιάζει να την “αναστέλλει”»2.
Ο λόγος του ήρωα του Σάλιντζερ έχει αμεσότητα, φρεσκάδα, γνησιότητα, κυνισμό και τρυφερότητα. Στο πρόσωπο του Χόλντεν και στις σκέψεις του όλοι θα αναγνωρίσουμε έναν μακρινό εαυτό μας, τον επαναστατημένο έφηβο που κρύβαμε μέσα μας και που ελάχιστα στοιχεία του κρατήσαμε σήμερα στην αλλοτριωμένη ζωή μας.
Πρωταγωνιστής ο Χόλντεν Κόλφιλντ, ένας έφηβος διωγμένος από το σχολείο του, το Πένσυ που, μην ξέροντας τι να κάνει, περιφέρεται στη Νέα Υόρκη, τηλεφωνεί σε παλιές του φιλενάδες ή το αναβάλλει, μένει σε ξενοδοχεία κι εντέλει γυρίζει κρυφά στο σπίτι του, νωρίτερα του αναμενόμενου, μόνο και μόνο για να δει και να μιλήσει με την αδελφή του τη Φοίβη, το Φοιβάκι όπως τρυφερά την αποκαλεί. Ο Χόλντεν είναι «φορτωμένος» με τον άδικο χαμό ενός φίλου του, ο οποίος πήδηξε από το παράθυρο για να γλιτώσει από κάποια συμμορία συμμαθητών του που τον εκβίαζαν, ενώ φορούσε μια μπλούζα που του είχε δανείσει ο Κόλφιλντ. Βρίσκει το σχολείο αποκρουστικό, τους συμμαθητές του ανυπόφορους, τους δασκάλους του γελοίους και την κοινωνία μίζερη και απωθητική. Δεν θέλει να κάνει τίποτα, καπνίζει τσιγάρα και κάποιες στιγμές φαντασιώνεται πως βρίσκεται σε μια έκταση από σίκαλη που καταλήγει σε έναν γκρεμό, και αυτός, στην άκρη του γκρεμού, φυλάει τα παιδιά να μην πλησιάσουν και γκρεμοτσακιστούν. Είναι ίσως η μόνη άξια λόγου πράξη που θα μπορούσε να κάνει στη ζωή του. Ολοένα θέλει να ταξιδέψει δυτικά, αλλά συνεχώς κάτι συμβαίνει και το αναβάλει. Η γλώσσα του είναι αγοραία, πεζοδρομιακή και μιλάει χρησιμοποιώντας κώδικες ή στερεότυπα των συνομηλίκων του, μια γλώσσα πάντως που δεν μας φαίνεται χυδαία και αποκρουστική, αλλά τρυφερή και γοητευτική, σε σημείο που να θέλει ο αναγνώστης να ακούει τον ήρωα να μιλάει με τον τρόπο που μιλάει (ή που σκέφτεται). Φράσεις όπως «και τα ρέστα», «ή κάτι τέτοιο», «με σκότωσε», «με πέθανε», «η παλιο-Σάλυ», «ο γερο-Άκλευ» κ.λπ., βρίσκονται διάσπαρτες στο κείμενο. Ο λόγος του ήρωα (του αντιήρωα, καλύτερα) του Σάλιντζερ έχει αμεσότητα, φρεσκάδα, γνησιότητα, κυνισμό και τρυφερότητα. Στο πρόσωπο του Χόλντεν και στις σκέψεις του όλοι θα αναγνωρίσουμε έναν μακρινό εαυτό μας, τον επαναστατημένο έφηβο που κρύβαμε μέσα μας και που ελάχιστα στοιχεία του κρατήσαμε σήμερα στην αλλοτριωμένη ζωή μας.
Αριστερά ο Φύλακας από το 1978 και δεξιά ο Πιάστης από το 2014. Η Τζένη Μαστοράκη υπογράφει και τις δύο μεταφράσεις με 37 χρόνια διαφορά. |
Ο φύλακας στη σίκαλη είναι ένα βιβλίο που ύστερα από τόσα χρόνια διατηρεί την αλήθεια και τη φρεσκάδα του στο ακέραιο. Σ' αυτό φυσικά συνετέλεσε και η θαυμάσια μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, που πέτυχε να μεταφερθεί αυτούσια και αναλλοίωτη η τρυφερά βρόμικη γλώσσα του εφήβου. Η ίδια μεταφράστρια, τριάντα επτά χρόνια αργότερα, υπέγραψε μια νέα μετάφραση «δουλεμένη εκ του μηδενός», με πολύ μεγάλη επιτυχία (Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης, Γράμματα, 2014), ενώ, απ’ όσο γνωρίζω, ήδη ετοιμάζεται και μια τρίτη μετάφραση, από την Αθηνά Δημητριάδου, για τις εκδόσεις Πατάκη.
Ο Σάλιντζερ έγραψε ένα βιβλίο που σε πιάνει απ' τον λαιμό και σε οδηγεί μέχρι την τελευταία σελίδα του, δίχως να πάρεις ανάσα, σε μια λύση που δεν έρχεται ποτέ. Κι όταν ολοκληρώσεις και την τελευταία αράδα, θαρρείς και σου αποκαλύπτεται ψιθυριστά στο αυτί πως ο κόσμος μας δεν είναι τίποτα άλλο, παρά τα απραγματοποίητα όνειρα ενός εφήβου.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ
————ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ————
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο Σάλιντζερ θα μείνει βέβαια στην παγκόσμια λογοτεχνία για το αριστουργηματικό –και μοναδικό του– μυθιστόρημα Ο φύλακας στη σίκαλη, ένα βιβλίο που, όπως επισημάνθηκε και από την κριτική, γράφτηκε σε μια εποχή που ο κοινωνικός και εκφραστικός καθωσπρεπισμός στην Αμερική χτυπούσε κόκκινο. Το βιβλίο δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης αλλά ήταν (και παραμένει) ένας ύμνος στην αυθεντικότητα και στη νεότητα. Μια κραυγή αγωνίας και αντίδρασης στην επιτήδευση, τον αφύσικο τρόπο ζωής και στις γερασμένες αντιλήψεις όλων των σπουδαίων και ισχυρών της γης. Ο Σάλιντζερ όμως, εκτός από τον Φύλακα έγραψε και μερικές άκρως ενδιαφέρουσες νουβέλες και διηγήματα, τα οποία μοιραία έμειναν στη σκιά του πολύκροτου μυθιστορήματός του. Μια επιλογή των διηγημάτων του, οι Εννέα ιστορίες (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης) κυκλοφόρησαν το 2010 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ενώ αναφορά σε ένα διήγημα της συλλογής, στο «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα» (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Νew Υorker τον Ιανουάριο του 1948, τρία χρόνια πριν από την έκδοση του Φύλακα), γίνεται και στην κινηματογραφική ταινία Επαναστάτης στη σίκαλη, στην οποία θα αναφερθώ αναλυτικότερα παρακάτω.
Οι ιστορίες παρουσιάζουν ανάγλυφα ανθρώπινους χαρακτήρες της Αμερικής, στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Πρόσωπα που μιλούν ακατάπαυστα, συνήθως με διαταραγμένο ειρμό σκέψης (έντονο το διαλογικό μέρος των ιστοριών), ενώ συχνά ο λόγος τους διακόπτεται απότομα για να απαντήσει ο συνομιλητής ή για να διακόψει –τις περισσότερες φορές άκομψα–, τον ομιλούντα.
Τα εννέα διηγήματα της συλλογής άρχισαν να γράφονται το 1948 και εκδόθηκαν το 1953. Εδώ ο Σάλιντζερ είναι φανερά επηρεασμένος από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στον οποίο συμμετείχε ως μάχιμος σε πολεμικές συρράξεις στην Ευρώπη. Ως παράσημο αυτού του ακατανόητου πολέμου απέκτησε, όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, Μετατραυματικό Σύνδρομο Άγχους ή καλύτερα, αυτό που αποκαλούσαν οι ψυχίατροι της εποχής «κόπωση μάχης». Μέσα από τέτοιες απάνθρωπες συνθήκες προέκυψαν οι εννέα ιστορίες του βιβλίου, αλλά και Ο φύλακας στη σίκαλη.
Οι ιστορίες παρουσιάζουν ανάγλυφα ανθρώπινους χαρακτήρες της Αμερικής, στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Πρόσωπα που μιλούν ακατάπαυστα, συνήθως με διαταραγμένο ειρμό σκέψης (έντονο το διαλογικό μέρος των ιστοριών), ενώ συχνά ο λόγος τους διακόπτεται απότομα για να απαντήσει ο συνομιλητής ή για να διακόψει –τις περισσότερες φορές άκομψα–, τον ομιλούντα. Νευρωτικές μανάδες και αυστηροί ηθικολόγοι σχολαστικοί πατεράδες, μισότρελοι και απρόβλεπτοι νεαροί που οδηγούνται σε ακραίες πράξεις, φαντάροι σε απόγνωση που δέχονται γράμματα στο μέτωπο και που δεν τα ανοίγουν για να τα διαβάσουν, η εύθραυστη ισορροπία των μελών της αμερικανικής οικογένειας, παιδιά ατίθασα και ανυπάκουα, το Ιστ Σάιντ, η Νέα Υόρκη, το Κονέκτικατ, οι φοβίες και ο καθωσπρεπισμός της εποχής. Το τέλος των ιστοριών συχνά αναπάντεχο, ακαριαίο ή διαφωτιστικό, παραπέμπει στους άλλους μεγάλους μάστορες της αμερικανικής διηγηματογραφίας, τον Τσίβερ και τον Κάρβερ – που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια.
Ξεχώρισα από τις ιστορίες κυρίως όσες έχουν να κάνουν με μικρά παιδιά, με νέους ή με εφήβους, απόδειξη ότι και εδώ ο Σάλιντζερ συνεχίζει (εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων) τον θεματικό πυρήνα του Φύλακα και του ήρωά του, του Χόλντεν Κόλφιλντ.
Στο «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα» μια υπερπροστατευτική, σχεδόν υστερική μάνα, συνεπικουρούμενη από τον σύζυγό της, επικοινωνεί τηλεφωνικώς με την κόρη τους που περνά μήνα του μέλιτος, φοβούμενη για τη σχέση με τον άντρα της που τον παρουσιάζουν ως διαταραγμένο ψυχικά. Δεν διστάζουν μάλιστα να κάνουν και εκ του μακρόθεν διάγνωση του νεαρού, ρωτώντας σχετικά κάποιον γνωστό τους ψυχίατρο. Ωστόσο, το τέλος του διηγήματος και η ακατανόητη πράξη του νεαρού, δυστυχώς, τους δικαιώνει.
Στο διήγημα «Κάτω στη βάρκα» ένας ατίθασος πιτσιρίκος, ο Λάιονελ, έχει τάσεις φυγής όταν ακούει κουβέντες των μεγάλων, χωρίς να μπορεί να τις επεξεργαστεί και να τις κατανοήσει, λόγω της έντασης που κρύβουν. Η μητέρα του, η Μπου Μπου (ένα από τα επτά αδέλφια της οικογένειας Γκλας, για την οποία θα αναφερθώ παρακάτω), προσπαθεί να του κόψει το χούι, αλλά συνεχώς κάνει υποχωρήσεις, δίνοντας έδαφος στον μικρό να συνεχίζει τη δράση του και τις πράξεις του που, ωστόσο, κρίνονται δικαιολογημένες.
Στο διήγημα «Λίγο πριν από τον πόλεμο με τους Εσκιμώους» η δεκαπεντάχρονη Τζίνι διαφωνώντας με τη φίλη της Σελίνα για το κόμιστρο του ταξί, που καθημερινά εκείνη πληρώνει, φτάνει στο σπίτι της και γνωρίζει τον ιδιόρρυθμο, φοβικό εικοσιτετράχρονο αδελφό της, που, συν τοις άλλοις, έχει πολλές εμμονές. Στο τέλος χαρίζει στη φίλη της το κόμιστρο, αναγνωρίζοντας πως εκείνη πάντα φέρνει τα μπαλάκια του τένις στους αγώνες που δίνουν συχνά στο γήπεδο του Ιστ Σάιντ.
Κρατώ για το τέλος τα δύο κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, διηγήματα της συλλογής, που αναφέρονται σε παιδιά-θαύματα. Στο «Τέντι», με το οποίο ολοκληρώνεται η συλλογή, ένα παιδί-θαύμα, ο Τέντι, που κατά θαυμαστό τρόπο έχει καθυποτάξει τόσο τη λογική του («Η λογική είναι το πρώτο πράγμα απ’ το οποίο πρέπει κανείς ν’ απαλλαγεί», σελ. 204) όσο και τα συναισθήματά του, ταξιδεύει από την Ευρώπη στην Αμερική με πλοίο, στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Είχε βρεθεί στην Ευρώπη για να ελεγχθεί από φημισμένα πανεπιστήμια για την υψηλή του νοημοσύνη. Οι γονείς του, και συγκεκριμένα ο πατέρας του, τον μαλώνουν και τον επικρίνουν γνωρίζοντας πως έχουν να κάνουν απλώς με ένα δεκάχρονο αγόρι, εκείνος όμως έχει έναν πολύ προχωρημένο, φιλοσοφικού τύπου, διάλογο με έναν τριαντάχρονο επιβάτη, στο κατάστρωμα του πλοίου, που τον θαυμάζει γι’ αυτό που είναι. Το τέλος της ιστορίας, ιδιαιτέρως σκληρό, το είχε ήδη προφητεύσει ο Τέντι λίγες σελίδες πιο πριν. Στο «Για την Εσμέ, με φρικωδία και αγάπη», που το ξεχώρισα ιδιαιτέρως απ' όλα τα διηγήματα του βιβλίου, έχουμε το πορτρέτο μιας χαρισματικής δεκατριάχρονης, της Εσμέ, από έναν Αμερικανό που τη γνώρισε στο Ντέβον της Αγγλίας, στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, τον Απρίλιο του 1944. Το παράδοξο σ’ αυτή την ιστορία είναι πως ο ήρωας αντιμετωπίζει την κοπέλα σαν μεγάλη, νιώθει ιδιαίτερη συστολή στη συζήτηση μαζί της, ενώ η Εσμέ κάνει παιχνίδι στη γνωριμία-συζήτηση (που πάντα, από τη μεριά της κοπέλας, κρύβει έναν υπολανθάνοντα ερωτισμό), στέλνοντάς του, κατόπιν, ένα ευγενικό και διακριτικά αισθαντικό γράμμα, στο μέτωπο. Ωραίο το εύρημα με το ρολόι που είχε προσέξει ο λοχίας στον καρπό της κοπέλας και που του είχε φανεί κάπως παράταιρο με το όλο κομψό παρουσιαστικό της. Εκείνη, θαρρείς και είχε διαβάσει τότε τις σκέψεις του, του το ταχυδρομεί μαζί με το γράμμα. Η ιστορία προκύπτει χρόνια μετά, κι αφού ο συγγραφέας δέχεται προσκλητήριο γάμου από την Εσμέ, παίρνοντας τελικώς την απόφαση να μην παραστεί στον γάμο της.
Φαίνεται πως ο Σάλιντζερ και σ’ αυτό του το βιβλίο, που προέκυψε από τα χαλάσματα και τα τραύματα ενός παγκόσμιου πολέμου, αποθεώνει τη νεότητα σε όλες τις εκφάνσεις της. Ακόμη κι αν αυτή φαντάζει ακρωτηριασμένη και παραμορφωμένη από τα σφάλματα και τις εγκληματικές παραλείψεις των μεγάλων.
Στην έκδοση, εντύπωση προκαλεί το λιτό της στήσιμο – δίχως βιογραφικά στοιχεία, οπισθόφυλλο ή περαιτέρω πληροφορίες για τα διηγήματα, σύμφωνα με διαχρονική επιθυμία του συγγραφέα. Αν συνυπολογίσουμε την ποιότητα της αφήγησης και την εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, το όλο αποτέλεσμα μπορεί να αποτυπωθεί τηλεγραφικά με δύο μόνο επίθετα: λιτό και ουσιαστικό.
ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΚΗΣ ΡΟΗΣ
Ή
ΟΤΑΝ Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗ ΓΡΑΦΗ
Οι δύο ιστορίες, που ο ίδιος ο Σάλιντζερ θεωρούσε πως ήταν ό,τι καλύτερο είχε γράψει ποτέ του, βρίθουν πληροφοριών και γεγονότων που αφορούν την οικογένεια Γκλας.
Οι δύο νουβέλες του Σάλιντζερ Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί και Σιμόρ, συστατικά στοιχεία, είναι άνισες σε ποιότητα, ύφος και αφηγηματική ένταση, ωστόσο η δεύτερη λειτουργεί συμπληρωματικά και επεξηγηματικά της πρώτης που, αν και θίγει ζητήματα μικροαστισμού και μικροπρεπών καταστάσεων με φόντο έναν γάμο, είναι λιγότερο νευρώδης και κάπως χαλαρή στην εξιστόρηση των συμβάντων από τη δεύτερη. Πάντως, και οι δύο ιστορίες, που ο ίδιος ο Σάλιντζερ θεωρούσε πως ήταν ό,τι καλύτερο είχε γράψει ποτέ του, βρίθουν πληροφοριών και γεγονότων που αφορούν την οικογένεια Γκλας, ένα από τα πρόσωπα της οποίας –ίσως το πιο κομβικό–, τον Σιμόρ Γκλας, τον πρωτογνώρισαν οι αναγνώστες του Αμερικανού συγγραφέα στο διήγημά του «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα», δημοσιευμένο το 1948 στο περιοδικό New Yorker.
Στη νουβέλα Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί, ο αφηγητής Μπάντι Γκλας (προφανές alter ego του Σάλιντζερ), δεύτερο κατά σειρά παιδί της εν λόγω οικογένειας, τρυπώνει σε ένα αυτοκίνητο μαζί με τέσσερις άλλους καλεσμένους στον ματαιωμένο εντέλει γάμο του αδελφού του, Σιμόρ, δίχως οι καλεσμένοι να γνωρίζουν την ταυτότητά του, που θα τους την αποκαλύψει ο ίδιος μετά το μέσον της αφήγησης. Ο Σιμόρ, ο οποίος είναι ακόμη εν ζωή, είναι ωσεί παρών στις σελίδες μέσα από αναφορές και σχόλια που γίνονται για το πρόσωπό του από τους καλεσμένους αλλά και μέσα από σελίδες του προσωπικού του ημερολογίου. Ωστόσο, αυτή η ελλειπτική παρουσία του έχει πολύ ενδιαφέρον, αφού προοικονομείται τρόπον τινά η ολοκληρωτική του απουσία στη νουβέλα που ακολουθεί. Η νουβέλα παραπέμπει σε φάρσα ή φαρσοκωμωδία, και είναι γραμμένη ανάλαφρα, με τα ίδια, όμως, υλικά τρυφερότητας και οργής που διακρίναμε στον Φύλακα.
Σε αντίθεση με το Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί, η υψηλής αφηγηματικής τάσης νουβέλα Σιμόρ, συστατικά στοιχεία, είναι ένα διαμάντι συνειδησιακής ροής. Πρόκειται για ένα ευφυέστατο παραλήρημα του συγγραφέα Μπάντι Γκλας, που, δεκαπέντε χρόνια έπειτα από την αυτοκτονία του Σιμόρ (το 1948, σε ηλικία 34 ετών, κατά τα λεγόμενα του αφηγητή), προσπαθεί να μας επανασυστήσει τον αδελφό του, χρησιμοποιώντας συστατικά στοιχεία που αφορούν την εξωτερική του εμφάνιση, τις δεξιότητές του, τον χαρακτήρα του και την εν γένει συμπεριφορά του. Αυτή του, όμως, η απόπειρα φαίνεται πως πηγαίνει στον βρόντο, αφού ο βερμπαλισμός, η φιλαυτία και η συγγραφική ματαιοδοξία του Μπάντι αφήνουν ελλιπές το πορτρέτο του Σιμόρ, καταλήγοντας σε ένα αυτοαναφορικό, ναρκισσιστικό, αφηγηματικό χείμαρρο, που έχει χάσει τον αρχικό του σκοπό και στόχο. Η οδύνη και ο θρήνος για τον Σιμόρ, εν ολίγοις, παλαντζάρουν ανάμεσα στο πρόσωπο που ανακαλείται στη μνήμη αλλά και στον εγωτικό χαρακτήρα του συγγραφέα Μπάντι, που θέλει να κυριαρχεί ο ίδιος εμφατικά ακόμα και έναντι του νεκρού αδελφού του, με σκέψεις που αφορούν αποκλειστικά τον ίδιο. Φυσικά, όλο αυτό που περιγράφω, είναι φτιαγμένο με μαστοριά από τον Σάλιντζερ, που με πρόσχημα αυτόν τον ιλαροτραγικό, επίτηδες φλύαρο και τραβηγμένο από τα μαλλιά επικήδειο, καταδεικνύει την αδυναμία των συγγραφέων να μιλήσουν για πρόσωπα και πράγματα πέραν του εαυτού τους.
Η κριτική, εύστοχα, χαρακτήρισε τη νουβέλα Σιμόρ, συστατικά στοιχεία ως την «ελεγειακή ανάκληση του προσώπου του απόντος», και τόνισε πως «ο Σιμόρ γίνεται εκμαγείο απ’ όπου ο αδελφός του εξορύσσει όλη τη συγγραφική παθολογία, αρχής γενομένης από τον εαυτό του»3.
Σταχυολόγησα μερικά αξιοπρόσεκτα σημεία της αφήγησης, όπου η ευφυΐα του Σάλιντζερ διασταυρώνεται με το χιούμορ και τη λεπτή ειρωνεία, μια ειρωνεία που τσακίζει τα όρια της ευπρέπειας και του συγγραφικού καθωσπρεπισμού:
Σελ. 101: «(Ο αδελφός μου, για του λόγου το αληθές, είχε την ανησυχητική συνήθεια, σ’ όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή του, να εξερευνά τιγκαρισμένα σταχτοδοχεία με το δείκτη του, παραμερίζοντας όλες τις γόπες στο πλάι –και συγχρόνως γελώντας ως τ’ αφτιά–, θαρρείς και περίμενε ν’ αντικρίσει τον Χριστό τον ίδιο χερουβικά κουλουριασμένο στη μέση του σταχτοδοχείου, και ποτέ δεν έδειχνε απογοητευμένος απ’ τα ευρήματά του)».
Σελ. 106-107: (τα ποιήματα του Σιμόρ) «θα βρεθούν δεμένα κάτω από ’να εξώφυλλο με διχρωμία, κομπλέ, με αφτί που θα περιέχει μερικά περιέργως καταδικαστικά σχόλια έγκρισης και υποστήριξης, παρμένα με ικεσίες κι ανηθικότητες απ’ τους “ονομαστούς” ποιητές και συγγραφείς που δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό όταν πρόκειται να σχολιάσουν δημόσια το έργο των ομοτέχνων τους (φυλάσσοντας, κατά το σύνηθες τους βαθείς, τεταρτημόριους επαίνους τους για τους φίλους τους, τους υπόπτους κατώτερου ταλέντου, τους αλλοδαπούς, τους διάττοντες εκκεντρικούς και τους δουλευτήδες άλλων πεδίων…»
«Εκτός από τα μάτια, κι ενδεχομένως (το τονίζω, ενδεχομένως) τη μύτη, μπαίνω στον πειρασμό να προσπεράσω το υπόλοιπο πρόσωπό του, και στο διάολο να πάει και η Πληρότητα. Δε θ’ άντεχα να με κατηγορήσουν πως δεν αφήνω τίποτα στη φαντασία του αναγνώστη».
Σελ. 150: «Εδώ Μπάντι Γκλας και πάλι. (Μπάντι Γκλας, βέβαια, είναι απλώς το λογοτεχνικό μου ψευδώνυμο. Το πραγματικό μου όνομα είναι ταγματάρχης Τζορτζ Φίλντινγκ Ξενερωσέμας)».
Σελ. 155: «Είμαι ένας γκριζομάλλης, πλαδαρόπυγος σαραντάρης κατά τη συγγραφή του παρόντος, με μια σεβαστή μπάκα και κάποιες αντιστοίχως σεβαστές πιθανότητες, ευελπιστώ, να μην πετάξω το αργυρό μου ψώνιο καταγής επειδή δε θα καταφέρω να μπω στην ομάδα μπάσκετ φέτος ή επειδή ο χαιρετισμός μου δεν είναι αρκούντως ζωηρός για να με στείλει σε Σχολή Δόκιμων Αξιωματικών».
Σελ. 163: «Εκτός από τα μάτια, κι ενδεχομένως (το τονίζω, ενδεχομένως) τη μύτη, μπαίνω στον πειρασμό να προσπεράσω το υπόλοιπο πρόσωπό του, και στο διάολο να πάει και η Πληρότητα. Δε θ’ άντεχα να με κατηγορήσουν πως δεν αφήνω τίποτα στη φαντασία του αναγνώστη».
Σελ. 169: «Μα οι ιστορίες αυτές δεν ήταν ο Σιμόρ. Δοκίμασε να οικοδομήσεις την όποια συγκρατημένη δήλωση για τον Σιμόρ, και θα τη δεις να μετατρέπεται, να ωριμάζει, σε ψέμα. Περίτεχνο ψέμα, ενδεχομένως, κι ορισμένες φορές ως κι απολαυστικό, μα ψέμα μολαταύτα. Έχω την αίσθηση ότι πρέπει να το ξενυχτήσω για καμιά ωρίτσα ακόμη. Κλειδοφύλαξ! Φρόντισε τούτος ’δώ να μην πέσει για ύπνο».
Ο Αύγουστος Κορτώ έδωσε ρεσιτάλ σπαρταριστής μετάφρασης σ’ αυτές τις δύο νουβέλες, διεισδύοντας στον πυρήνα της σκέψης του Σάλιντζερ και αποτυπώνοντας εξαιρετικά τα παιχνιδίσματα της γλώσσας, τις υπερβολές και τα ευφυολογήματα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα.
————…ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΑΚΟΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΓΚΛΑΣ————
↑ Ολλανδική έκδοση |
↑ Αργεντίνικη έκδοση |
Επίσημες κυκλοφορίες ανά τον κόσμο, μαζί με εμπνευσμένα εξώφυλλα ανεξάρτητων illustrators. |
Το βιβλίο του Σάλιντζερ Φράνυ και Ζούι θυμίζει στη δομή και στο στήσιμό του την προηγούμενη συλλογή νουβελών (δύο πάλι νουβέλες, η πρώτη μικρής έκτασης, η δεύτερη εκτενέστερη, εγκιβωτισμένα γράμματα που τα διαβάζουν οι ήρωες, πάλι αναφορά σε πρόσωπα της επινοημένης οικογένειας Γκλας, και πάλι ο Σιμόρ εκκωφαντικά παρών-απών), εδώ όμως γίνεται αναφορά στα στερνοπούλια της ιρλανδοεβραϊκής οικογένειας Γκλας, στη Φράνυ και στον Ζούι, που στον αφηγηματικό χρόνο είναι είκοσι και εικοσιπέντε χρονών αντίστοιχα…
Η νουβέλα Φράνυ (διήγημα, θα ταίριαζε καλύτερα) αφορά έναν διάλογο της Φράνυ με τον Λέιν Κουτέλ, στο εστιατόριο του Σίκλερ. Συζητούν για γραπτά, για θέατρο, για συνομηλίκους τους, για λογοτεχνία, για τον Θεό. Υπάρχει διαφορά αντίληψης μεταξύ τους, που αποτυπώνεται στις συζητήσεις τους. Η Φράνυ εύθραυστη, επίμονη, ταγμένη σε ιδέες, με θεολογικές ανησυχίες, ενώ ο Λέιν πιο πραγματιστής, αδιάφορος και αρκετά επηρμένος. Εκείνος συνεχώς τρώει κι εκείνη συνεχώς καπνίζει. Όταν η Φράνυ προσπαθεί να εξηγήσει στον φίλο της την αδιάλειπτη χριστιανική προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», έτσι όπως τη γνώρισε μέσα από ένα βιβλίο που αναφέρεται στο ταξίδι ενός προσκυνητή, βλέποντας την άκαμπτη και αδιάφορη στάση του Λέιν, λιποθυμά στη μέση του εστιατορίου. Διήγημα γραμμένο με τα ίδια αφηγηματικά υλικά και τη σπιρτάδα του Φύλακα –και με μια μικρή, νεανική, γοητευτική αθυροστομία– που μαρτυρούν τους θρησκευτικούς προβληματισμούς και τις αγωνίες του Σάλιντζερ, σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, καθώς και το νόημα και την ουσία της προσευχής.
Η δεύτερη νουβέλα, Ζούι, αποτελεί συνέχεια του πρώτου κειμένου και είναι ένα κείμενο έντονης θεατρικότητας. Ο συγγραφέας μάς προδιαθέτει από τις πρώτες σελίδες περί του τι θα διαβάσουμε, λέγοντας πως αυτό που θ’ ακολουθήσει δεν είναι διήγημα αλλά ένα είδος «πεζής σπιτικής ταινίας» (σελ. 41). Μας ξεκαθαρίζει επίσης πως ο αφηγητής του κειμένου δεν είναι ο Μπάντι Γκλας, αλλά κάποιος τριτοπρόσωπος αφηγητής (του άρεσε του Σάλιντζερ να συσκοτίζει και να παραπλανεί τον αναγνώστη σχετικά με το πρόσωπο που αφηγούταν την εκάστοτε ιστορία του). Το βιβλίο μπορεί να μοιραστεί σε τρία μέρη, με εναλλαγές του θεατρικού σκηνικού. Στην αρχή στο μπάνιο του σπιτιού, ενώ ο Ζούι κάνει μπάνιο και ξυρίζεται συνομιλώντας με τη μητέρα του, Μπέσι, που ανησυχεί για την υγεία και για το μέλλον της Φράνυ. Στο δεύτερο μέρος έχουμε, σε άλλο χώρο του σπιτιού, συνομιλία του Ζούι με τη Φράνυ – ο αδελφός μαλώνει και συνετίζει την αδελφή, λέγοντάς της πως δεν συνάδει η αδιάλειπτη προσευχή με τον εγωιστικό χαρακτήρα της και τη συνήθειά της να κριτικάρει τους άλλους. Τέλος, στο τρίτο μέρος, ο Ζούι με ένα τηλεφώνημα φάρσα προσπαθεί –ως έσχατη, απεγνωσμένη προσπάθεια– να συνετίσει ξανά τη Φράνυ, μια πράξη που, παρότι αποκαλύπτεται, φαίνεται πως φέρνει κάποιο αποτέλεσμα. Σε ολόκληρη τη νουβέλα ο εικοσιπεντάχρονος Ζούι, που είναι ηθοποιός, έχει «ένα είδος παντοτινής χαράς αποτυπωμένο στα μάτια του», «ιρλανδέζικο χείλι» –παρόμοια περιγραφή χρησιμοποίησε, μετέπειτα, και ο Ρίτσαρντ Φορντ για να περιγράψει τον πατέρα του στο πολύ συγκινητικό αυτοβιογραφικό κείμενό του Μεταξύ τους (Πατάκης, 2018)– και ένα έντονο πάθος-νοιάξιμο να μεταμορφώσει την αδελφή του προς το καλύτερο. Η Φράνυ, πάλι, εμφανίζεται απόλυτη –έχει διαβάσει πολλά θρησκευτικά βιβλία–, πάσχει από νευρική ανορεξία, δεν τρώει ποτέ την κοτόσουπα που της προσφέρει η μητέρα της για να πάρει τα πάνω της, αρέσκεται στο να τσιγκλάει και να αντιδρά στους πληκτικούς, κατά τη γνώμη της, χαρακτήρες που την περιβάλλουν, και είναι ιδιαίτερα ευσυγκίνητη και εύθραυστη. Ο Ζούι πιστεύει πως αυτά τα δυο στερνοπούλια ανατράφηκαν με «ανώμαλο» τρόπο, αποκτώντας στη ζωή τους κάποιου τύπου διαστροφή, ακριβώς επειδή έδωσαν μεγάλη σημασία στα λόγια και στις πράξεις των δύο μεγάλων αδελφών τους, του Μπάντι και του Σιμόρ («Σέιμουρ» τον μεταφράζει στην παλιά έκδοση του 1982 ο Κώστας Αλάτσης). Ας μην ξεχνούμε πως και τα επτά αδέλφια της οικογένειας Γκλας συμμετείχαν για πολλά χρόνια (1927-1943) ως παιδιά-θαύματα σε ραδιοφωνική εκπομπή της εποχής. Αυτή η προγενέστερη «σοφία» τους, όμως, όπως μας παρουσιάζει ο Σάλιντζερ, δεν τους απάλλαξε από το να έχουν πολλά προβλήματα και ανασφάλειες στη μετέπειτα ζωή τους.
Το βιβλίο, που θυμίζει σε αρκετά σημεία τον Φύλακα στη σίκαλη, αποτυπώνει την ανυπέρβλητη δύναμη της νεότητας, υμνεί την αγνή, αντικομφορμιστική και ανυπότακτη ματιά των νέων ανθρώπων απέναντι στον γηραλέο και χαλασμένο κόσμο των μεγάλων. Πίσω από το οργισμένο και απόλυτο ύφος του Ζούι που κλονίζει τη Φράνυ, κρύβεται απίστευτη αγάπη και τρυφερότητα, θυμίζοντάς μας την ανιδιοτελή αγάπη του Χόλντεν Κόλφιλντ για τη δική του αδελφή, το Φοιβάκι. Παράλληλα απηχεί τις βαθύτερες σκέψεις και θεολογικές ανησυχίες του Σάλιντζερ, εκφρασμένες, για την περίσταση από τα στόματα των δύο μικρότερων αδελφών της οικογένειας Γκλας. Και μία ακόμη παρατήρηση: Σε αρκετά σημεία του βιβλίου –αυτό συμβαίνει και σε άλλα βιβλία του συγγραφέα– ο Σάλιντζερ, διά των ηρώων του, μιλάει αρκετά υποτιμητικά για τους συγγραφείς και το συγγραφικό σινάφι (συχνά χρησιμοποιώντας τσιτάτα ή αφορισμούς τρίτων). Κάτι αντίστοιχο θα κάνει, χρόνια μετά, και ο Μπουκόβσκι σε αρκετά του διηγήματα. Ιδού μερικά τέτοια σημεία:
Σελ. 113 (λόγια του Ζούι): «και τι δε θα μπορούσα να του ψάλλω για τους Συγγραφείς που γνώρισα».
Σελ. 64: «ο Μπάντυ (που ήταν συγγραφέας και συνεπώς, όπως μας είπε ο Κάφκα, κοτζάμ Κάφκα, όχι καλός άνθρωπος)…»
Σελ. 84: «Ουάαα, λέω, σ’ όλα τα κολεγιόπαιδα με τ’ άσπρα παπούτσια που βγάζουν τα λογοτεχνικά περιοδικά του σχολείου τους. Χίλιες φορές καλύτερος ένας δηλωμένος παγαπόντης».
Η μετάφραση του Κώστα Αλάτση, στο κείμενο του Επίκουρου (1982), κλασική και αρκούντως απολαυστική. Την προχώρησε αρκετά σε σύγχρονη καθομιλουμένη, με σπαρταριστό τρόπο, ο Αύγουστος Κορτώ, στην τύπωση του Καστανιώτη (2012), για να την απογειώσει η Αθηνά Δημητριάδου με έναν ιδιαίτερα ελκυστικό, φυσικό και απόλυτα εναρμονισμένο στο σήμερα τρόπο (Πατάκης, 2019), αποδεικνύοντάς μας πως ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο έχει θέση σε κάθε εποχή – τα έργα του Σάλιντζερ κατά κάποιον παράδοξο τρόπο γίνονται όλο και πιο ελκυστικά και ενδιαφέροντα με τις καινούριες κάθε φορά μεταφράσεις, ένδειξη της αδιαμφισβήτητης λογοτεχνικής τους αξίας, αλλά και της πρόσληψής τους από επαρκείς αναγνώστες και ικανούς μεταφραστές.
————Ο ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ————
Ο Σάλιντζερ εξαρχής ήταν αρνητικός στο να μεταφερθεί κάποιο διήγημα ή κάποια νουβέλα του στη μεγάλη οθόνη. Ωστόσο, το διήγημά του «Ο θείος Γουίγκιλι στο Κονέκτικατ», γραμμένο το 1948 και ενταγμένο στο βιβλίο του Εννέα ιστορίες, ευτύχησε να μεταφερθεί στον κινηματογράφο ως ταινία, με τον τίτλο My Foolish Heart (Ανόητη καρδιά μου). Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 1949, σε σκηνοθεσία Μαρκ Ρόμπσον και με βασικούς πρωταγωνιστές τους Ντάνα Άντριους και Σούζαν Χέιγουορντ, διεκδικώντας μάλιστα και δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ (καλύτερης ηθοποιού και τραγουδιού). Ο Σάλιντζερ πάντως δυσαρεστήθηκε με την κινηματογραφική μεταφορά του διηγήματός του, κρίνοντάς την ανεπαρκή.
Το 1995, ο Ιρανός σκηνοθέτης Dariush Mehrjui γύρισε την ταινία Pari, βασισμένη (άτυπα) στο βιβλίο του Σάλιντζερ «Φράνυ και Ζούι».
Το 1995, ο Ιρανός σκηνοθέτης Dariush Mehrjui γύρισε την ταινία Pari, βασισμένη (άτυπα) στο βιβλίο του Σάλιντζερ Φράνυ και Ζούι.
Τρία χρόνια έπειτα από τον θάνατο του συγγραφέα, το 2013, παίχτηκε στις αίθουσες το ντοκιμαντέρ Salinger, διάρκειας 2 ωρών και 9 λεπτών, σκηνοθετημένο από τον Σέιν Σαλέρνο (παραγωγή Αυστραλίας).
Τέλος, μια άκρως ενδιαφέρουσα βιογραφία του Σάλιντζερ διά χειρός Ντόνι Στρονγκ (σκηνοθέτης) και με πρωταγωνιστές τον Νίκολας Χουλτ, τον Κέβιν Σπέισι, τη Σάρα Πόλσον και τη Ζόι Ντόιτς, παίχτηκε στις ελληνικές αίθουσες το φθινόπωρο του 2017. Η ταινία αποτελεί μια πιστή βιογραφία του Σάλιντζερ και παρότι αφηγείται γραμμικά τα γεγονότα (παρακολούθηση μαθημάτων δημιουργικής γραφής στο Κολούμπια, προσπάθεια του ήρωα για συγγραφική καταξίωση, κλήτευση στον αμερικανικό στρατό και άγριες πολεμικές εμπειρίες στο μέτωπο, συγγραφή του Φύλακα αδιαλείπτως – ακόμη και στο μέτωπο, εκτόξευση στα ύψη από καλλιτεχνικής και εμπορικής πλευράς του Σάλιντζερ, απόσυρση στο καταφύγιό του, συμφιλίωση με τον μέντορά του Whit Burnett κλπ.) διατηρεί στο ακέραιο τον ατμοσφαιρικό χαρακτήρα της. Ενδιαφέρουσες στιγμές της η σκηνή με την άρνηση του Εβραίου πατέρα του Σάλιντζερ (και γιο ραβίνου) στο να ασχοληθεί επαγγελματικά ο γιος του με τη συγγραφή (εκπληκτική η έκρηξη του πατέρα λέγοντας πως ένας γείτονάς τους, ο Μπάντι –μήπως ο μετέπειτα ήρωας του Σάλιντζερ από την οικογένεια Γκλας;– έγινε ο «βασιλιάς του ζαμπόν» ασχολούμενος με κρέατα και παροτρύνοντας τον γιο του να κάνει κάτι παρόμοιο), αλλά και όλη η σχέση του Σάλιντζερ με τον συγγραφέα και δάσκαλο μαθημάτων δημιουργικής γραφής και σύντομου διηγήματος, τον Burnett από το λογοτεχνικό περιοδικό του οποίου, το Story, ξεπετάχτηκαν δεκάδες λογοτέχνες πρώτης γραμμής (Μπουκόβσκι, Κάλντγουελ, Τσίβερ, Τένεσι Ουίλιαμς, Ρίτσαρτ Ράιτ κ.ά.). Ο Burnett δημοσίευσε για πρώτη φορά διήγημα του Σάλιντζερ στο Story, το «The Young Folks», αντί του ποσού των 25 δολαρίων. Τέλος, άλλη αξιοσημείωτη στιγμή της ταινίας η αναφορά σε εμμονικούς αναγνώστες –stalkers–, που στη μεγάλη εκδοτική έκρηξη του Φύλακα είχαν ταυτιστεί με τον Κόλφιλντ και παραφυλούσαν συχνά έξω από το σπίτι του Σάλιντζερ, μ’ ένα αντίτυπο του εν λόγω βιβλίου στο χέρι, για να ισχυριστούν στον συγγραφέα πως ο Κόλφιλντ είναι… οι ίδιοι. Γενικά η ταινία Επαναστάτης στη σίκαλη κρίνεται άκρως ενδιαφέρουσα μεταφορά της ζωής του μεγάλου συγγραφέα στη μεγάλη οθόνη, παρότι η ερμηνεία του Κέβιν Σπέισι ως Whit Burnett επισκίασε καταφανώς εκείνη του Νίκολας Χουλτ, που υποδύθηκε τον ιδιοφυή Αμερικανό συγγραφέα.
————ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ;————
Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ με την κόρη του Μάργκαρετ Σάλιντζερ, σε μια από τις λίγες κοινές τους φωτογραφίες. |
Σε δημοσιευμένο κείμενο του Αναστάση Βιστωνίτη στο Βήμα4, αναφέρεται πως εδώ και χρόνια, έχει αναπτυχθεί έντονη φημολογία (μια φημολογία που αναζωπυρώθηκε ύστερα από τον θάνατο του συγγραφέα) πως τουλάχιστον ένα μυθιστόρημα –εφάμιλλο του Φύλακα– περιμένει να δει το φως της δημοσιότητας. Ο ποιητής-αρθρογράφος γράφει πως η πεποίθηση αυτή βασίζεται κυρίως σε δηλώσεις της πρώην ερωμένης του Σάλιντζερ, Τζόις Μέιναρντ («υπάρχουν στο αρχείο του τουλάχιστον δύο πλήρη μυθιστορήματα») αλλά και από τη δήλωση του Γκόρντον Λις (επιμελητή των χειρογράφων του Κάρβερ) πως: «σίγουρα υπάρχει σημαντικό ανέκδοτο υλικό». Αυτή η φημολογία σίγουρα έχει τις ρίζες της στο ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια της ζωής του ο συγγραφέας ζούσε μια μυστική ζωή, έγραφε συνεχώς αλλά δεν τύπωνε ούτε δημοσίευε τίποτα, αφού αυτό δεν ήταν πλέον στη σφαίρα των ενδιαφερόντων του. Κύριος οίδε αν επαληθευτεί ή διαψευστεί μελλοντικά αυτή η φήμη, αν και μάλλον θα περιμένουμε αρκετά αφού, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από την ημερομηνία του θανάτου του Σάλιντζερ, η αποκάλυψη ενός καινούργιου μυθιστορήματός του φαντάζει πιο εντυπωσιακή.
————ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ο ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ;————
Ο Σάλιντζερ, παρότι τύπωσε τέσσερα μόλις βιβλία και κάποια ακόμη μεμονωμένα διηγήματα, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες φωνές της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κινήθηκε στο ρεύμα του μεταπολεμικού ρεαλισμού, με συνοδοιπόρους του τους μετέπειτα συγγραφείς της τάσης του «βρόμικου ρεαλισμού», τον Κάρβερ, τον Τσίβερ, τον Μπουκόβσκι, τον Χένρι Μίλερ. Μέσα από το έργο του αναδύεται η αλλόκοτη πλευρά της Αμερικής του ’50 και του ’60, λογοτεχνικοί ήρωες που συνθέτουν ένα παράλογο, ιδιότυπο και πολύ προσωπικό ψηφιδωτό της αμερικανικής κοινωνίας της εποχής του. Και σήμερα, όμως, τα κείμενά του είναι επίκαιρα όσο ποτέ. Στην εποχή της εύκολης δημοσιότητας, των δεκάδων (ή μήπως εκατοντάδων;) ανά την επικράτεια τμημάτων δημιουργικής γραφής που βαφτίζουν συγγραφείς άτομα που, συχνά, στερούνται στοιχειώδους ταλέντου και ικανοτήτων, στην εποχή της απομυθοποίησης των συγγραφέων, των πολλών ευκαιριών και των αθέμιτων (ή και θεμιτών) συναλλαγών, ο Σάλιντζερ στέκει φάρος φωτεινός διατηρώντας στο ακέραιο τον μύθο του. Δεν συνεντευξιαζόταν, δεν φωτογραφιζόταν, απέφευγε τη δημοσιότητα, έμεινε σταθερός στα λίγα σε αριθμό αλλά πολύ σπουδαία βιβλία του, καταφέρνοντας –παρά τις εμμονές του, την αρρωστημένη καχυποψία του και τον αντικοινωνικό τρόπο ζωής του– να αγγίξει την ουσία της συγγραφικής δημιουργίας: να γράφει όχι για τη δημοσιότητα, τα τυπωμένα αντίτυπα, τη φήμη και την ακόμη μεγαλύτερη καλλιτεχνική αναγνώριση, αλλά για τη χαρά της δημιουργίας και μόνο γι’ αυτή. Δέκα χρόνια από τον βιολογικό του θάνατο και έναν γεμάτο αιώνα από τη γέννησή του, σε όλους εμάς που τον διαβάσαμε (και τον διαβάζουμε) και τον αγαπήσαμε, μένει ολοζώντανος, να μας υποδεικνύει το συγγραφικό μέτρο, την αξία της ολιγογραφίας, την εκφραστική λιτότητα, την ταπείνωση, τον αναχωρητισμό, το συνεχές ένδον σκάπτε, πέρα από σκοπιμότητες, συγγραφικές ματαιοδοξίες, μεγαλομανία και λύσσα για αναγνώριση και υστεροφημία. Και για όλους εμάς που γράφουμε (ή προσπαθούμε να γράψουμε) βιβλία, ίσως, από εκεί που βρίσκεται, να μας υπενθυμίζει, με το πάντα σπιρτόζικο και βιτριολικό ύφος του: «Δε νομίζω ότι ένας άνθρωπος του πνεύματος απαλλάσσεται στ’ αλήθεια απ’ τις παλιές κροκί γραβάτες του. Αργά ή γρήγορα, πιστεύω, σκάνε μύτη στην πρόζα του, και εκεί είναι που του δένουνε τα χέρια, οι ρουφιάνες».5
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).
ΠΡΩΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Η ενότητα «Ο φύλακας στη σίκαλη», δημοσιευμένη στο περιοδικό INDEX, τχ. 40, Μάιος-Ιούνιος 2010, περιλαμβάνεται ως δοκίμιο στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων – Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), εκδ. Νησίδες, 2011, σελ. 182-183.
Η ενότητα «Ιστορίες μέσα από τα χαλάσματα του πολέμου» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΘΕΥΘ – Οι δύο όψεις της γραφής, τχ. 9, Ιούνιος 2019. Στην παρούσα εκδοχή έχουν γίνει κάποιες μικρές αλλαγές.