Για το μυθιστόρημα του Nicolas Mathieu «Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους» (μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, εκδ. Στερέωμα).
Της Χριστίνα Μουκούλη
Ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι παρμένος από ένα εδάφιο της Βίβλου, συγκεκριμένα από το βιβλίο Σοφία Σειράχ, το οποίο παρατίθεται σε αρχαία ελληνικά στην αρχή του και η μετάφρασή του είναι: «Υπάρχουν άλλοι των οποίων η μνήμη έχει χαθεί, είναι νεκροί και είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να μην γεννήθηκαν ποτέ, το ίδιο και τα παιδιά τους μετά από αυτούς».
«Στο σπίτι του οι πάντες ήταν απολυμένοι, χωρισμένοι, κερατάδες ή καρκινοπαθείς. Ο Αντονί ολοένα και πιο πολύ φανταζόταν ανώτερο τον εαυτό του. Ονειρευόταν να την κοπανήσει».
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Εγιάνζ, μια κωμόπολη χτισμένη σε μια κοιλάδα στις ανατολικές περιοχές της Γαλλίας. Ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή μιας παρέας εφήβων κατά τη διάρκεια τεσσάρων καλοκαιριών. Το καλοκαίρι του 1992, ο Αντονί, ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, είναι στα δεκατέσσερα. Μαζί με τον λίγο μεγαλύτερο ξάδελφό του, κλέβουν ένα κανό για να διασχίσουν μια λίμνη, παίρνουν στα κρυφά τη μηχανή του πατέρα του Αντονί και γενικότερα προσπαθούν να κάνουν πράγματα που θα τους βγάλουν από την ανία και την πλήξη. Έχουν μειωμένη ή και παντελή έλλειψη της αίσθησης του κινδύνου, κι αυτό γιατί είναι «νέοι μέχρι θανάτου, άτρωτοι από ατυχήματα, πολύ γρήγοροι, ανεπαρκώς θνητοί». Και οι δύο προέρχονται από προβληματικές οικογένειες. Ο πατέρας του Αντονί είναι πρώην εργάτης στο εργοστάσιο χαλυβουργίας που έχει κλείσει και προσπαθεί να βρει παρηγοριά στο ποτό. «Στο σπίτι του οι πάντες ήταν απολυμένοι, χωρισμένοι, κερατάδες ή καρκινοπαθείς. Ο Αντονί ολοένα και πιο πολύ φανταζόταν ανώτερο τον εαυτό του. Ονειρευόταν να την κοπανήσει». Εκείνο το καλοκαίρι γνωρίζει τη Στεφ, η οποία «έμοιαζε επαναλαμβανόμενη μελωδία που σου παίρνει το κεφάλι μέχρι να σε τρελάνει. Η ζωή του έγινε άνω κάτω. Τίποτε δεν είχε κουνηθεί και τίποτε δεν ήταν πια στη θέση του. Υπέφερε· ήταν ωραία. Ήταν τελείως αγχωτικά, αναπάντεχα, υπέροχα».
«Η ζωή επανέρχεται πάντα, ακαταπόνητη και καταιγιστική και ότι σ’ αυτό τον κόσμο της χαρτούρας και των νομικών, δεν υπάρχουν πια άνθρωποι. Μονάχα διευθετήσεις».
Στην ίδια πόλη ζει και ο Χασίν με τον πατέρα του. Μετανάστες από το Μαρόκο, απολυμένος ο πατέρας και ο γιος χρήστης και διακινητής ουσιών για να μπορέσει να επιβιώσει. Οι ζωές των δύο νέων, του Αντονί και του Χασίν, συνδέονται – με γεγονότα αρνητικά, δυσάρεστα, ανταγωνιστικά και εχθρικά. Και οι δύο όμως νιώθουν «εκείνη τη αόριστη δυσφορία, την επιθυμία του τίποτα, το συναίσθημα ότι δεν θα τελείωνε ποτέ η υποτέλεια, η παιδική ηλικία, το να δίνεις λογαριασμό. Κι ότι τίποτα δεν είναι απλό σ’ αυτόν τον κόσμο. Αναρωτιούνται πού διάβολο να βρίσκεται η ζωή». Οι γονείς βλέπουν «να συντελούνται πάνω στα παιδιά τους οι μεταμορφώσεις της εφηβείας», χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα. Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1994, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Οι ήρωές μας έχουν κάπως αναπτυχθεί σωματικά, έχουν αυξήσει τις ερωτικές τους εμπειρίες, έχουν ξεκινήσει περιστασιακές δουλειές, έχουν δοκιμάσει ουσίες, έχουν αποδεχτεί τις αλλαγές στην οικογενειακή τους κατάσταση, έχουν καταλάβει ότι «η ζωή επανέρχεται πάντα, ακαταπόνητη και καταιγιστική και ότι σ’ αυτό τον κόσμο της χαρτούρας και των νομικών, δεν υπάρχουν πια άνθρωποι. Μονάχα διευθετήσεις».
Ο Νικολά Ματιέ γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1978 στο Επινάλ της Γαλλίας. Σπούδασε Ιστορία και Κινηματογράφο. Εργάστηκε στο Παρίσι, στον τομέα του πολιτισμού και της επικοινωνίας. Ζει στο Νανσύ. Το 2014 εκδόθηκε το βιβλίο του Aux animaux la guerre, αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο απέσπασε πολλά βραβεία και διασκευάστηκε για την τηλεόραση. Το 2018 πήρε το βραβείο Goncourt, την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση της Γαλλίας, για το Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους. |
Το καλοκαίρι του 1996, ο Αντονί βιώνει τη μετάβαση από την ανηλικότητα στην ενηλικίωση. «Η ανηλικότητα είχε ένα αμφιλεγόμενο προνόμιο: σε προστάτευε όταν τελείωνε, ωστόσο, σε εκτόξευε μεμιάς σε έναν κόσμο που δεν υποψιαζόσουν την αγριάδα του». Έτσι κάνει αίτηση στο ναυτικό, πιστεύοντας ότι «ο στρατός είναι ένα καινούριο καταφύγιο, όπου θα μπορούσε να λουφάξει. Εκεί θα χρειάζεται μόνο να υπακούει». Επίσης «μισούσε την οικογένεια, γιατί το μόνο που υποσχόταν ήταν μια κόλαση αναπαραγωγής χωρίς σκοπό και χωρίς τέλος». Ο Χασίν, αντίστοιχα, κάνει μόνιμη σχέση, βρίσκει μόνιμη δουλειά και καταλαβαίνει ότι «ο χρόνος του πια δεν του ανήκει. Η ζωή έγινε μια αλληλουχία από προβλέψεις, από μικροαναποδιές, από στερήσεις χωρίς πόνο, που ανταμείβονται με πάντα ανεπαρκείς απολαύσεις». Το καλοκαίρι του 1998, που είναι και το τελευταίο καλοκαίρι της αφήγησης, οι πρώην έφηβοι και νυν ενήλικοι, καλούνται είτε να αποδεχτούν τη μοίρα τους είτε να πάρουν δραστικές αποφάσεις. Μαζί τους και στα τέσσερα καλοκαίρια της ζωής τους, μια πλειάδα αγοριών και κοριτσιών, με ανάλογους προβληματισμούς και ανησυχίες, με παρόμοιες συμπεριφορές. Και πιο πίσω οι γονείς τους, με τις δικές τους δυσκολίες, τα πάθη και τους εφιάλτες τους.
Σίγουρα το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Δεν αναφέρεται μόνο στο πέρασμα των ηρώων από την παιδικότητα σε έναν κόσμο σκληρό και αδυσώπητο. Δεν αναφέρεται μόνο στην προσπάθειά τους να γνωρίσουν τον εαυτό τους, να προσδιορίσουν τη θέση τους στον κόσμο, να αναγνωρίσουν τα όρια, τις δυνατότητες και τις επιλογές τους. Το βιβλίο αυτό είναι επιπλέον μια λεπτομερής αποτύπωση της κοινωνίας της Γαλλίας στη δεκαετία του '90. Αναφέρεται στην παγκοσμιοποίηση, στην ανεργία, στην ανέχεια, στη ματαίωση και στη διάψευση των προσδοκιών όλων εκείνων που βλέπουν τον δυτικό κόσμο ως γη της επαγγελίας, μα και των αυτοχθόνων που ελπίζουν στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Παρουσιάζει το μεταίχμιο μιας εποχής, την παρακμή, την παθητικότητα, την παραίτηση, τις οικονομικές ανισότητες, τις ανικανοποίητες επιθυμίες, τις προβληματικές οικογένειες, οι οποίες τείνουν να γίνουν κατεστημένο, τους γονείς που καταπίνουν τον θυμό τους και βιώνουν και οι ίδιοι περιορισμούς στην ελευθερία τους, την παντελή έλλειψη επικοινωνίας με τα παιδιά τους, τη θλίψη, την ενοχή, την απογοήτευση, τις εξαρτήσεις, την παρανομία. Ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή των ηρώων του σαν «μια αλληλουχία από λάθος εκκινήσεις».
«Μια αλληλουχία από λάθος εκκινήσεις».
Ο Ματιέ χρησιμοποιεί τριτοπρόσωπη αφήγηση, με τον παντογνώστη αφηγητή να περιγράφει τα γεγονότα από απόσταση, με αντικειμενικότητα και σφαιρικότητα. Η γλώσσα του απλή, καθημερινή, περιλαμβάνει πολύ συχνά λέξεις και εκφράσεις από τον προφορικό λόγο που χρησιμοποιούν οι έφηβοι. Η αφήγηση ρέει απρόσκοπτα και, παρά το γεγονός ότι είναι ένα μυθιστόρημα άνω των εξακοσίων σελίδων, κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Έντονος ρεαλισμός, λεπτομερής αποτύπωση μιας πραγματικότητας που μπορεί να είναι σκληρή και επώδυνη, τείνει όμως να κάνει αισθητή την παρουσία της όλο και πιο συχνά και σε μεγαλύτερη έκταση. Σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, καλούνται οι έφηβοι της ιστορίας μας να χαράξουν τον δρόμο τους.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι νηπιαγωγός.