Για το μυθιστόρημα του Sabahattin Ali «Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό» (μτφρ. Ε. Ι. Σακαλή, εκδ. Ροές).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Μπορούν να συνυπάρξουν και να δεθούν ουσιαστικά δύο άνθρωποι προερχόμενοι από διαφορετικές χώρες, με άλλη θρησκεία, κουλτούρα και συνήθειες, οι οποίοι όμως βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση όχι μιας αγάπης όπως αυτές που ξέρουμε, αλλά μιας σχέσης πέρα από τα τετριμμένα, ενός ολοκληρωτικού δοσίματος, μιας αφοσίωσης διαχρονικής που δεν την αγγίζει η καθημερινότητα; Η εγγύτητα των σωμάτων είναι απαραίτητη στην εγγύτητα των ψυχών και ποιοι παράγοντες μπορούν να την καταλύσουν; Μπορούμε να κρίνουμε με την πρώτη εντύπωση το βάθος και τον πλούτο μιας ανθρώπινης ψυχής; Πώς είναι δυνατόν να επιτευχθεί η σύμπνοια, ο αλληλοσεβασμός, η κατανόηση και η αλληλοβοήθεια μεταξύ των μελών μιας οικογένειας; Γιατί οι γυναίκες να μην μπορούν να αναλάβουν ρόλους ισάξιους με τους άντρες, να μην παίρνουν αποφάσεις και να μη θέτουν τα πλαίσια που επιθυμούν στις σχέσεις τους; Μπορεί η τέχνη ή η φύση να γεμίσει τα κενά της υπαρξιακής μοναξιάς του ανθρώπου, δίνοντάς του την παρηγοριά που χρειάζεται;
Περιπλανιέται στην πόλη, στα πάρκα, στις βιβλιοθήκες και στα μουσεία. Ώσπου μια μέρα, ενώ επισκέπτεται μια γκαλερί, αντικρίζει έναν ξεχωριστό πίνακα. Έναν πίνακα που θα γίνει γι’ αυτόν σημείο αναφοράς. Απεικονίζει το πορτρέτο μιας γυναίκας...
Το βιβλίο
Ένας νεαρός Τούρκος, ο Ραΐφ, πηγαίνει στο Βερολίνο με σκοπό να μάθει την τέχνη της σαπωνοποιίας και επιστρέφοντας να αναλάβει την επιχείρηση του πατέρα του. Ενδόμυχη επιθυμία του είναι να γνωρίσει την Ευρώπη και τους ανθρώπους της, τους οποίους έως τότε συναντούσε μόνο στα μυθιστορήματα που διάβαζε. Μοναχικός και ιδιόρρυθμος, ψάχνει διαρκώς κάτι που θα γεμίσει την ψυχή του και θα δώσει στην ζωή του νόημα. Περιπλανιέται στην πόλη, στα πάρκα, στις βιβλιοθήκες και στα μουσεία. Ώσπου μια μέρα, ενώ επισκέπτεται μια γκαλερί, αντικρίζει έναν ξεχωριστό πίνακα. Έναν πίνακα που θα γίνει γι’ αυτόν σημείο αναφοράς. Απεικονίζει το πορτρέτο μιας γυναίκας, η οποία είναι «ένα κράμα και μια σύνθεση όλων των γυναικών που στοίχειωναν τη φαντασία του» και τον μαγνητίζει με την πρώτη ματιά.
Αρχίζει να επισκέπτεται τακτικά την έκθεση και να αφιερώνει πολλές ώρες της ημέρας στο να περιεργάζεται τον συγκεκριμένο πίνακα. Νιώθει ότι κάτι τον συνδέει με τη γυναίκα που απεικονίζεται σ’ αυτόν. Στη συνέχεια γνωρίζει τη ζωγράφο, τη Μαρία Πούντερ, η οποία είναι και η εικονιζόμενη του πίνακα και ξεκινά μαζί της μία ιδιότυπη σχέση. Εκείνη είναι Γερμανοεβραία από την Τσεχία, εκείνος Τούρκος μουσουλμάνος. Εκείνη, πέρα από τη ζωγραφική, ασχολείται με το τραγούδι, τραγουδάει σε ένα κακόφημο μαγαζί για να μπορέσει να επιβιώσει. Εκείνος ξοδεύει τον χρόνο του και τα χρήματα που του στέλνει ο πατέρας του ψάχνοντας αυτό το κάτι που θα αλλάξει τη ζωή του και θα της προσδώσει ενδιαφέρον και νόημα.
Εκείνη, απόμακρη, αμφισβητεί τις προθέσεις και τα συναισθήματά του και θέτει όρια απαράβατα στη σχέση τους. Εκείνος είναι δοσμένος ολοκληρωτικά σε αυτή τη σχέση και για τον λόγο αυτόν δέχεται τα όρια και ακολουθεί τους ρυθμούς της Μαρίας. Η σχέση τους περνά από διάφορα στάδια μέχρι να ολοκληρωθεί. Γιατί η αμφισβήτηση καραδοκεί σε κάθε περίσταση και το μεγάλο ζητούμενο παραμένει διαρκώς η πίστη και η αφοσίωση.
«Η Μαρία Πούντερ μού έμαθε ότι έχω ψυχή. Μια ψυχή αποκαλύπτεται όταν βρει εκείνη που της μοιάζει. Μόνο τότε αρχίζουμε να ζούμε πραγματικά, να ζούμε με την ψυχή μας».
Το μυθιστόρημα του Σαμπαχατίν Αλί περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, τόσο για τις σπουδές στο Βερολίνο και για την οικονομική κατάσταση του ήρωά του όσο και για τις συνήθειες, τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του – μοναχικότητα, ευαισθησία, απομόνωση, αγάπη για τα βιβλία, αναζήτηση διεξόδου από τη μοναξιά στον έρωτα.
Η παραπάνω ιστορία είναι εγκιβωτισμένη στην αφήγηση ενός άλλου προσώπου. Είναι γραμμένη στις σελίδες ενός τετραδίου. Ένας νεαρός, υπάλληλος σε μια εταιρεία, τη διαβάζει στο τετράδιο που του εμπιστεύτηκε, πριν πεθάνει, ένας συνάδελφός του. Το μυθιστόρημα του Σαμπαχατίν Αλί περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, τόσο για τις σπουδές στο Βερολίνο και για την οικονομική κατάσταση του ήρωά του όσο και για τις συνήθειες, τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του – μοναχικότητα, ευαισθησία, απομόνωση, αγάπη για τα βιβλία, αναζήτηση διεξόδου από τη μοναξιά στον έρωτα.
Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Χακικάτ» το 1940-41. Το 1943 εκδόθηκε ολόκληρο το μυθιστόρημα, που όμως δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Οι πωλήσεις του αυξήθηκαν αρκετά μετά από τον θάνατο του συγγραφέα, το 1948. Η μεγάλη επιτυχία του βιβλίου όμως σημειώθηκε με την έκδοση του 2013, όταν μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά κ.ά.). Αγαπήθηκε έντονα από τον λαό της Τουρκίας, ειδικά από τη νεολαία της, γιατί τόλμησε να εκφραστεί ενάντια στο απολυταρχικό καθεστώς της, γεγονός που ο συγγραφέας πλήρωσε με τη ζωή του, και γιατί πρόβαλε ιδέες και απόψεις τις οποίες πολλοί κάτοικοι της γείτονος χώρας ενστερνίζονται.
Ο συγγραφέας
Γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1907 στο Αρντίνο της Βουλγαρίας. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς η οικογένειά του είχε να αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες, ασθένειες και των δύο γονιών και έλλειψη οικογενειακής γαλήνης. Σπούδασε δάσκαλος και, ενώ εργαζόταν σε κάποιο σχολείο, κέρδισε μια υποτροφία για σπουδές στη Γερμανία στο πλαίσιο της προσπάθειας της κυβέρνησης Ατατούρκ για εκδυτικισμό της Τουρκίας. Επέστρεψε από τη Γερμανία νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Είχε μάθει όμως τη γερμανική γλώσσα και ξεκίνησε να τη διδάσκει σε τουρκικά σχολεία. Πέραν τούτου, έγραφε άρθρα, εξέδιδε περιοδικά και βιβλία, έγραφε ποιήματα και δημοσιογραφικά κείμενα. Επίσης υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Γραφείου Μετάφρασης, του κρατικού φορέα που αναλάμβανε τις μεταφράσεις ξενόγλωσσων λογοτεχνικών έργων με σκοπό να περάσουν και στην Τουρκία τα λογοτεχνικά ρεύματα και οι ανθρωπιστικές αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πολλοί θεωρούν ότι ο τρόπος ζωής του δεν ταίριαζε με τις ιδέες που υποστήριζε, καθώς έδινε μεγάλη σημασία στο καλό ντύσιμο και στις απολαύσεις που μπορεί να προσφέρει η καθημερινότητα, πράγμα αντίθετο με το σοσιαλιστικό και επαναστατικό ιδεώδες που πρέσβευε. Από τους αριστερούς λοιπόν κατηγορήθηκε για τον αστικό του βίο, ο οποίος δεν ταίριαζε με το προφίλ του σοσιαλιστή διανοούμενου που ήθελε να προβάλει. Και από τους δεξιούς χαρακτηρίστηκε «κομμουνιστής και προδότης της πατρίδας του». Έτσι τον αποκάλεσε ο Νιχάλ Ατσίζ, εθνικιστής διανοούμενος, σε επιστολή του στο περιοδικό «Ορχούν», το 1944. Συνελήφθη και φυλακίστηκε αρκετές φορές λόγω των άρθρων του, μέσω των οποίων δήλωνε τη διαφωνία του προς την εξουσία και προς τον τρόπο άσκησής της.
Ο Σαμπαχατίν Αλί ήταν ένας από τους κατεξοχήν εκφραστές της «προλεταριακής λογοτεχνίας» της Τουρκίας και πρόδρομος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στη χώρα του. Προέρχεται από τα λαϊκά στρώματα και στα βιβλία του περιγράφει τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων που δεν διαθέτουν οικονομική άνεση, τους καημούς και τα βάσανά τους, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και την ανισότητα που επικρατεί σε όλους τους τομείς. |
Στις 2 Απριλίου 1948, πέθανε κοντά στα σύνορα, στην προσπάθειά του να διαφύγει στη Βουλγαρία. Παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες του θανάτου του δεν διευκρινίστηκαν ποτέ, επικρατεί η άποψη ότι δολοφονήθηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Την ευθύνη για τον θάνατο του συγγραφέα ανέλαβε ο Αλί Ερτεκίν, πρώην αξιωματικός του στρατού, ο οποίος είχε αναλάβει να τον βοηθήσει να δραπετεύσει. Τον σκότωσε όμως, όπως είπε, γιατί προσέβαλε τα εθνικά του αισθήματα. Ο Ερτεκίν έμεινε στη φυλακή μόνο για μερικές εβδομάδες, αντί για τέσσερα χρόνια που ήταν η ποινή του, πράγμα το οποίο ενισχύει την άποψη ότι πίσω από τη δολοφονία κρύβονταν οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες.
Ο Σαμπαχατίν Αλί πίστευε ότι οι Έλληνες, οι Τούρκοι και οι Αρμένιοι, είναι λαοί φιλικά διακείμενοι ο ένας προς τον άλλον, παρά τις διαφορές στη γλώσσα, τη θρησκεία ή την κουλτούρα τους. Ο μόνος κοινός εχθρός και των τριών, πρέσβευε, είναι οι κατέχοντες, οι οποίοι ελέγχουν το κράτος και τον πλούτο. Σύμφωνα με όσα είπε ο Σαμπαχατίν Αλί σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Βαρλίκ» το 1936 και τα οποία παρατίθενται και από την κα Σακαλή στο επίμετρο του βιβλίου: «Η λογοτεχνία είναι και υπηρεσία και αγώνας. Δεν είναι για τη διασκέδαση της αστικής τάξης. Έχει έναν και μοναδικό σκοπό: να εξυψώσει τους ανθρώπους προς το Καλό και το Ωραίο. Να αφυπνίσει μέσα τους την επιθυμία της ανάτασης. Να διδάξει τους ανθρώπους σχετικά με τη ζωή, την ανθρωπιά και το νόημά τους».
Με απλή, καθημερινή γλώσσα και ρεαλιστικό ύφος, ο συγγραφέας καταφέρνει να μας μεταδώσει τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς του, συνοδευόμενα από την ελπίδα ότι μπορούμε να βάλουμε το δικό μας χρώμα στη ζωή και στην καθημερινότητά μας. Αρκεί να το θέλουμε.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι είναι νηπιαγωγός.