Για το μυθιστόρημα της Rosella Postorino «Στο τραπέζι του λύκου» (μτφρ. Στέλλα Πεκιαρίδη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Της Αθηνάς Ντίνου
«Δεν πέφτουμε ποτέ δύο φορές στην ίδια άβυσσο.
Αλλά πέφτουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο,
με γελοιότητα και τρόμο».
Ερίκ Βυϊγιάρ
Την ώρα που η δεύτερη παγκόσμια σύρραξη βρισκόταν σε εξέλιξη, το γερμανικό πλήθος που αποθέωνε για χρόνια τη χιτλερική παράνοια και είχε συνταχθεί με το ναζιστικό καθεστώς ακολούθησε τρεις διακριτές κατευθύνσεις. Ανάμεσα στην ακλόνητη παραμονή στις επιταγές του φασιστικού ιδεώδους και στη συνειδητή και πρακτική αποτίναξή τους, ορθώθηκαν μεταιχμιακές στάσεις, αυτών που συγκαταβατικά συναίνεσαν απλώς και μόνο για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Η κεντρική (αντι)ηρωίδα του βιβλίου Ρόζα Ζάουερ δεν διαφοροποιείται από τη μεταβατική ροπή της γενιάς της και αντιπαλεύει μέσα της την ακλόνητη θέληση για ζωή με τις προσωπικές αντιρρητικές διεργασίες που σταδιακά σχηματοποιούνται. Στρατολογείται υποχρεωτικά στις δοκιμάστριες του φαγητού του Χίτλερ και αναμετριέται κάθε στιγμή με την ιδέα του θανάτου.
Μέσα στον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, η δοκιμάστρια ισορροπεί ανάμεσα στο ευτελές και το αξιοθρήνητο της ανθρώπινης ύπαρξης και στις ανώτερες εκείνες νοητικές διεργασίες που ισχυροποιούν τις διερωτήσεις απέναντι στα ηθικά διλήμματα.
Το μυθιστόρημα οφείλει τη γέννησή του στην ιστορική μαρτυρία της Μάργκοτ Βολτ, δοκιμάστριας του φαγητού του Χίτλερ στο στρατόπεδο του Κράουζεντορφ. Αντιστικτικά με την αναγνωστική προσδοκία να αποτυπωθεί η ανηλεής αγωνία του δυνάμει μελλοθανάτου, το κείμενο της Ιταλίδας συγγραφέα Ροζέλα Ποστορίνο προβάλλει διεισδυτικά (και) τις ψυχοσυναισθηματικές ταλαντεύσεις, υπό τη φαινομενικά σιωπηρή αποδοχή του παραλογισμού. Μέσα στον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, η δοκιμάστρια ισορροπεί ανάμεσα στο ευτελές και το αξιοθρήνητο της ανθρώπινης ύπαρξης και στις ανώτερες εκείνες νοητικές διεργασίες που ισχυροποιούν τις διερωτήσεις απέναντι στα ηθικά διλήμματα. Η ιστορική μυθοπλασία εξυφαίνεται πάνω σ’ αυτό το αντιθετικό πλέγμα, που από τη μια πλευρά γειτνιάζει και από την άλλη έρχεται σε συναισθηματική ρήξη με τις ναζιστικές πρακτικές.
Μπορεί να μη γνώριζε κανείς για το μυστικό κρησφύγετο του Χίτλερ και για όσους βρίσκονταν στην υπηρεσία του, το κρυμμένο, όμως, πρόσωπο του ναζισμού ήταν απολύτως υπαρκτό και η ζωή δέκα γυναικών διακυβευόταν για να σωθεί ο Φύρερ. Παρά τις έντονα σαρκαστικές δηλώσεις της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας, εκείνη δείχνει να ευθυγραμμίζεται με όσα, ενδόμυχα, αντιμάχεται και τελικά να συνηθίζει τη διττή φρίκη (την αναμέτρηση με τον κίνδυνο της δηλητηρίασης και την υπεράσπιση της ζωής του Χίτλερ), ενώ με οδυνηρή επίγνωση δηλώνει: «η ικανότητα προσαρμογής είναι ο μέγιστος πόρος που διαθέτουν τα ανθρώπινα πλάσματα, αλλά όσο περισσότερο προσαρμοζόμουν τόσο λιγότερος άνθρωπος ένιωθα».
Η προσαρμογή σχετιζόταν με το αίσθημα ενοχής σε πολιτικό και αργότερα σε ερωτικό πλαίσιο, συνυπολογίζοντας και τον υπο-δηλωτικό τίτλο «Στο τραπέζι του λύκου» (η πρωτότυπη ιταλική έκδοση τιτλοφορείται «Le assaggiatrici», δηλαδή: «Oι δοκιμάστριες»). Η τιτλοδότηση μπορεί να εμπεριέχει σαφή εννοιολογικό χρωματισμό, με τον Χίτλερ να οικειοποιείται το προσωνύμιο Λύκος, αλλά μπορούν να διευρυνθούν οι σημασιολογικές διαστάσεις που μπορεί να εκλάβει, διότι ο λύκος μπορεί να συνδεθεί και με την αποπλάνηση. Η ερωτική σχέση που συνάπτει η Ρόζα με έναν υπολοχαγό των Ες Ες, εκτός του ότι εγείρει ηθικούς ενδοιασμούς, ισχυροποιεί την πρόσδεσή της στο άρμα του ναζισμού. Είναι, πάντως, αυτονόητη αλλά σημαντική η παραδοχή πως μέσα από την επίταση των απάνθρωπων (πολεμικών) συνθηκών, η καταξίωση της ζωής, της χαράς και του έρωτα, αναδύεται δυνατότερη. Ακόμη κι αν το τίμημα είναι ισοπεδωτικό.
Μπορεί η συγγραφέας να διαχειρίζεται αμήχανα κάποιες χωροχρονικές μεταβάσεις, και να εκλείπει η απολύτως εύστοχη έκφραση, το σημασιολογικό, ωστόσο, φορτίο του δραματικού κειμένου είναι εκείνο που εγγράφεται ως ιδιαίτερης αξίας και που χαρίζει στη δοκιμάστρια την αθανασία.
Αποδίδεται ρεαλιστικά η ιστορική στιγμή και ο τρόπος που επενεργεί η συναισθηματική φόρτιση της αφηγήτριας συνιστά μια ουσιώδη παράμετρο για τη συγκρότηση του νοήματος. Μπορεί η συγγραφέας να διαχειρίζεται αμήχανα κάποιες χωροχρονικές μεταβάσεις, και να εκλείπει η απολύτως εύστοχη έκφραση, το σημασιολογικό, ωστόσο, φορτίο του δραματικού κειμένου είναι εκείνο που εγγράφεται ως ιδιαίτερης αξίας και που χαρίζει στη δοκιμάστρια την αθανασία. Αποτελεί μια λογοτεχνική φιγούρα που εντυπώνεται βαθιά, καθώς η τραυματική ιστορική συγκυρία αποτελεί έναν ιδιόμορφο αρωγό προσωπικής μεταμόρφωσης και εξέλιξης. Τα ανεπούλωτα βιώματα σηματοδοτούν την αφετηρία μιας πορείας κλιμακωτά αναστοχαστικής, κατά την οποία η Ρόζα αποκτά κοινωνικοπολιτική συνείδηση, γεγονός που κατακυρώνεται από τον μετέπειτα δρόμο που ακολούθησε.
Κυρίως, όμως, αποτελεί αντιπροσωπευτικό μάρτυρα του αισθήματος της συλλογικής ευθύνης για τον τρόπο βίωσης της ανόδου, της καμπής και της πτώσης του ναζιστικού καθεστώτος. Ευθύνης και ενοχής μιας ολόκληρης γενιάς για τα εγκλήματα που πρόκρινε με τη συναίνεσή της, υπό τη σκέπη ενός νοσηρού αισθήματος υπεροχής. Η συνταρακτική ιστορία επαφίεται σε σελίδες που επικαλούνται την ειρωνεία, την περιφρόνηση, την παντοτινή διερώτηση, και που κάποτε παραστέκονται τρυφερά σε όσους υποτάχθηκαν στην ανασχετική δράση των ψυχικών ελλειμμάτων, χωρίς να υποκρύπτεται πρόθεση εξωραϊστική για τις επιζήμιες επιλογές του παρελθόντος.
* Η ΑΘΗΝΑ ΝΤΙΝΟΥ είναι απόφοιτη Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.