
Για τη συλλογή διηγημάτων του Ρέιμοντ Κάρβερ «Ελέφαντας» (μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Τον ανακαλύψαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, χάρη στον ποιητή Γιάννη Τζώρτζη που μιλούσε με ενθουσιασμό για το «πιο καλοκρυμμένο μυστικό της αμερικανικής πεζογραφίας». Είχαν εκδώσει βιβλία του οι οίκοι Οδυσσέας και Απόπειρα. Μας συνεπαίρνει ακόμη –και ίσως τώρα, στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, μας παρασύρει περισσότερο στον κόσμο του– το ότι απλώνει σ’ ένα παλιό μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι βρόμικες πολαρόιντ και τις εξευγενίζει τονίζοντας τις πτυχές της βαθιάς ανθρωπινότητας που κρύβονται μες στη δυστυχία, στη δυσανεξία, στη δυσφορία των ροζιασμένων εικοσιτετράωρων. Οι ήρωές του είναι στριμωγμένοι, μουντοί, κουρασμένοι, βαριεστημένοι, μπλεγμένοι, αλλά πάντα, σε μιαν αναπάντεχη στιγμή, φανερώνεται ένα δάκρυ ή ένα χαμόγελο και η ζωή αποκτά νόημα. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη κουβαλάει τον Απρίλιο βιβλία του βρόμικου ρεαλισμού, του Μπουκόβσκι τις προάλλες, του Κάρβερ σήμερα.
Εκεί που ξεδιπλώνεται μια ζόρικη, πικρή ιστορία, διαισθάνεσαι μέσα από τα εσκεμμένα της κενά, τις ευφυώς διευθετημένες σιωπές της, το ενίοτε απότομο τέλος της, τον συναισθηματικό/συγκινησιακό πλούτο του συγγραφέα και την απόφασή του να αφήσει τον αναγνώστη να συμπληρώσει ό,τι δεν καταγράφεται και, συνεπώς, να στοχαστεί τι μας κάνει πιο ανθρώπινους όταν συναντιόμαστε, όταν συνυπάρχουμε, όταν συμπράττουμε.
Εφτά διηγήματα, όλα κι όλα, στον τόμο Ελέφαντας, αλλά τόσο περιεκτικά που συγκροτούν σύμπαν: ιδίως το τελευταίο, το «Θέλημα», κύκνειο άσμα του συγγραφέα και ποιητή που έζησε πέντε δεκαετίες, όπως και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, και το πάλεψε γερά, όπως ο Τσαρλς Μπουκόβσκι. Το «Θέλημα», γραμμένο έτσι ώστε να αποτελεί τη λογοτεχνική διαθήκη του Κάρβερ, την πύκνωση της κοσμοθεώρησής του, το απόσταγμα της ψυχοσύνθεσής του, δημοσιεύεται στο New Yorker τον Ιούνιο του 1987. Έναν χρόνο μετά, στις 2 Αυγούστου του 1988, ο Κάρβερ, γεννημένος στις 25 Μαΐου του 1938, αφήνει την τελευταία του πνοή. Στο «Θέλημα» μιλάει για την τελευταία πνοή του συγγραφέα που αγάπησε ίσως περισσότερο από κάθε άλλον, και που χρησιμοποίησε δημιουργικά σαν παρτιτούρα τα πυκνά και βαθύτατα ανθρώπινα διηγήματά του, του Άντον Τσέχοφ.
Ο τρόπος του συγγραφέα μας είναι συνάμα σκληρά ρεαλιστικός και λειαντικά/στιλβωτικά ελλειπτικός. Ό,τι κι αν λένε οι κακές γλώσσες, σίγουρα ο τρόπος αυτό οφείλει πολλά στον μάστορα επιμελητή Γκόρντον Λις και στην ποιήτρια, και σύζυγο του Κάρβερ, Τες Γκάλαχερ. Εκεί που ξεδιπλώνεται μια ζόρικη, πικρή ιστορία, διαισθάνεσαι μέσα από τα εσκεμμένα της κενά, τις ευφυώς διευθετημένες σιωπές της, το ενίοτε απότομο τέλος της, τον συναισθηματικό/συγκινησιακό πλούτο του συγγραφέα και την απόφασή του να αφήσει τον αναγνώστη να συμπληρώσει ό,τι δεν καταγράφεται και, συνεπώς, να στοχαστεί τι μας κάνει πιο ανθρώπινους όταν συναντιόμαστε, όταν συνυπάρχουμε, όταν συμπράττουμε εκείνες ακριβώς τις στιγμές που η χρεία κουρταλεί τη χρεία και ο ζόφος περνάει από το κατώφλι μας.
Ο Ελέφαντας κυκλοφόρησε μόλις μία μέρα μετά τον θάνατο του Κάρβερ. Η αντιμαχία με την απώλεια είναι παρούσα και στα εφτά διηγήματα. Ο θάνατος, ο χωρισμός, η απόσταση, η μοναξιά, οι κατακερματισμένες σχέσεις, η ασυνεννοησία, παντού. Μολαταύτα, επίσης παντού, αχνοφέγγει η αλληλεγγύη, η κατανόηση (έστω η επίμοχθη προσπάθεια για κατανόηση), μια τσαλακωμένη τρυφερότητα για τους τσαλακωμένους της ζωής, η καλοσύνη, η ελπίδα. Στο διήγημα που φέρει τον τίτλο του τόμου, ο ανώνυμος αφηγητής, δόλιος δουλευτής που τον ξεζουμίζουν οι πάντες (η τέως σύζυγος, ο αδελφός του, η μάνα του, η θυγατέρα του, ο γιος του), πάνω που φτάνει στη στροφή-φουρκέτα της απόγνωσης, σχεδόν ρημαγμένος πια, κοιμάται αποκαμωμένος, βλέπει ένα διπλό όνειρο, ξυπνάει, και αφυπνίζεται ψυχικά, θαρρείς και το όνειρο να του αποκάλυψε το νόημα της ζωής, να τον μπόλιασε με σθένος. Και τι όνειρο! Τίποτα σπουδαίο, απλό, καθημερινό όνειρο, όπως τα πάντα είναι απλά, καθημερινά στο σύμπαν του Κάρβερ: είναι παιδί, στο όνειρο, ο πατέρας του τον ανεβάζει στους ώμους του, το αγόρι απλώνει τα χέρια κάποια στιγμή, χαλαρώνει, αφήνεται, τα χέρια του πατέρα κρατάνε τους αστραγάλους του, το αγόρι κάνει ότι τάχα ο πατέρας είναι ελέφαντας, έχει εμπιστοσύνη, αντλεί παιγνιώδη αυτοπεποίθηση: «Δεν ξέρω πού πηγαίναμε. Μπορεί να πηγαίναμε στο μπακάλικο, μπορεί στο πάρκο για να με κάνει κούνια». Κι όταν ξυπνάει, φτιάχνει καφέ, ετοιμάζει το κολατσιό, παίρνει το θερμός, ξεκινάει για το μαγγανοπήδαγο, το μεροδούλι-μεροφάι, και τα βλέπει όλα αλλιώς, όλα απαλλαγμένα από το άχθος κι από το άγχος. Η μέρα είναι ωραία, ένας συνάδελφος περνάει με το αμάξι, πάνε μαζί στη δουλειά, χρεωμένοι και οι δύο, και ο Τζορτζ, ο συνάδελφος, και ο αφυπνισμένος αφηγητής. «Φύγαμε!» λέει ο αφηγητής στον Τζορτζ. Και ο Τζορτζ βάζει μπροστά. «Και τότε, μα την αλήθεια, απογειωθήκαμε. Ο αέρας ούρλιαζε έξω από τα παράθυρα. Το ’χε σανιδώσει και τρέχαμε με χίλια. Σκίζαμε σαν αστραπή τον δρόμο με αυτό το τεράστιο αυτοκίνητο που ο Τζορτζ το ’χε ακόμα χρεωμένο». Άρση του ζόφου, έστω εφήμερη υπέρβαση της πίεσης, ένα αεράκι ελευθερίας, και ξεγνοιασιάς ακόμα, μες στην ομίχλη και τη βαρύτητα της μουντής καθημερινότητας.
Οι ήρωες του Κάρβερ είναι σάρκινοι, είναι τρισδιάστατοι, είναι πολύπλευροι. Καίτοι, πάντα, καθημερινοί. Ζορισμένοι οικονομικά, λαβωμένοι από αναποδιές, ενίοτε μπερδεμένοι, πάντα όμως αξιοπρεπείς.
Η Κοτσυφόπιτα είναι το πιο (τάχατες) μυστηριώδες διήγημα του Κάρβερ. Θέμα, όπως σε πολλές ιστορίες του, ο χωρισμός, η διάσταση αντιλήψεων/κόσμων ύστερα από το αλλοτινό, χαμένο σε βάλτους χρόνου, σμίξιμο. Η ατμόσφαιρα θυμίζει πειραγμένο νουάρ, νιώθεις στους χώρους της κατοικίας του αφηγητή τις μεγάλες σκιές του Μπόρχες (μια ειρωνική, καρβερική ηχώ από τον περιλάλητο «Ειρηναίο Φούνες») και του Κάφκα (μια οργανωμένη, ενδεχομένως απειλητική απροσδιοριστία), ενώ ένα δυσοίωνο χιούμορ απλώνεται στις σελίδες κάνοντας ολοένα πιο μίζερο και φουκαρά τον εμβρόντητο αφηγητή που τον εγκαταλείπει η σύζυγός του.
Το χιούμορ δεν λείπει ούτε από το Menudo, μια ιστορία απιστίας υπό πίεσιν και ένα κλείσιμο του ματιού στο θάλπος της φιλίας. Η ανακούφιση και η γιατρειά που θα πρόσφερε ένα καλομαγειρεμένο από έναν μερακλή φίλο του αφηγητή menudo (πικάντικη μεξικανική σούπα με πατσά, κρεμμύδια, ντομάτα, και πολέντα) δεν έρχονται ποτέ: ο αφηγητής μεθοκοπάει, καθώς το στερεοφωνικό παίζει απανωτούς δίσκους στη διαπασών, και το menudo το καταβροχθίζουν οι άλλοι καλεσμένοι παλιόφιλοι του Αλφρέντο. Ο μεσόκοπος ερωτοχτυπημένος μοιχός της ιστορίας μένει πεινασμένος και μετέωρος.
Οι ήρωες του Κάρβερ είναι σάρκινοι, είναι τρισδιάστατοι, είναι πολύπλευροι. Καίτοι, πάντα, καθημερινοί. Ζορισμένοι οικονομικά, λαβωμένοι από αναποδιές, ενίοτε μπερδεμένοι, πάντα όμως αξιοπρεπείς. Θα ήθελες, διαβάζοντας τις σελίδες του Κάρβερ, να βρεθείς με τους ήρωές του, να πιεις ένα ποτήρι μαζί τους, να σκοτώσεις μερικές ώρες, ν’ ακούσεις τις ιστορίες τους σε μια μπάρα ενώ από πάνω θα παίζει η τηλεόραση ένα ματς ράγκμπι ή μια δευτεροκλασάτη νουάρ ταινία.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι ιστορικοί θα έπρεπε να χρησιμοποιούν περισσότερες ηχοποιητικές λέξεις όπως “του, του”, “μπιπ, μπιπ” – ειδικά σε σοβαρές περιπτώσεις όπως έπειτα από κάποια σφαγή ή όταν κάποιο τρομερό συμβάν απειλεί το μέλλον μιας ολόκληρης χώρας. Τότε είναι που λέξεις όπως “του, του” δεν είναι απλώς χρήσιμες: είναι πολύτιμες».