
Για τη μελέτη του Χρήστου Κ. Τσαγγάλη «Τέχνη Ραψωδική: η απαγγελία της επικής ποίησης από την αρχαϊκή έως την αυτοκρατορική περίοδο» (εκδ. University Studio Press).
Της Αλεξάνδρας Λιανέρη
Τι γνωρίζουμε για την τέχνη των ραψωδών; Ποια η θέση τους στη μακρά πορεία διάχυσης της επικής ποίησης; Είναι συνδεδεμένοι μόνο με την ομηρική ποίηση ή αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της απαγγελίας επικής ποίησης συνολικά; Ποιες μαρτυρίες διαθέτουμε για αυτούς κατά την ελληνιστική και αυτοκρατορική περίοδο;
Η πολυσέλιδη μελέτη του Χρήστου Τσαγγάλη αποτελεί καρπό συστηματικής έρευνας, ώριμο δείγμα της δουλειάς ενός ομηριστή που μπορεί να παρακολουθεί την εξέλιξη της επικής ποίησης μέσα στους αιώνες και να τη μελετά στις ποικίλες εκφάνσεις της (φιλολογικές, επιγραφικές, ιστορικές, εικονογραφικές).
Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα ερωτήματα που διερευνά στο νέο του βιβλίο ο Χρήστος Τσαγγάλης, Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η πολυσέλιδη μελέτη του αποτελεί καρπό συστηματικής έρευνας, ώριμο δείγμα της δουλειάς ενός ομηριστή που μπορεί να παρακολουθεί την εξέλιξη της επικής ποίησης μέσα στους αιώνες και να τη μελετά στις ποικίλες εκφάνσεις της (φιλολογικές, επιγραφικές, ιστορικές, εικονογραφικές). Πρόκειται για μια συνθετική μονογραφία, που αφορά όλους όσοι ενδιαφέρονται για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και ειδικότερα για την αρχαία ελληνική ποίηση. Τη συστήνει με το βάρος του διεθνούς του κύρους ο εγκωμιαστικός πρόλογος ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιστορικούς της Αρχαίας Ελλάδας, του Άγγελου Χανιώτη, Καθηγητή στο Institute of Advanced Studies του Πρίνστον.
Στο πρώτο κεφάλαιο της μονογραφίας ο συγγραφέας εξετάζει τους όρους αοιδός και ραψωδός, επιχειρώντας να φωτίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη λειτουργία του πρώτου σε σχέση με τη συμβολή του στη διαδικασία διαμόρφωσης της επικής ποίησης. Μετά από τα όσα έχουν γραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία στο πλαίσιο μελετών που προσπαθούν να ανιχνεύσουν σε διάφορους πολιτισμούς (σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης) την προφορική σύνθεση της ποίησης, ο συγγραφέας μάς θυμίζει πόσο πλούσιες είναι οι μαρτυρίες που διαθέτουμε εσωτερικά, δηλαδή από αρχαίες ελληνικές πηγές. Βασική προϋπόθεση για την ερμηνεία τους είναι η συνδυαστική ικανότητα, η λελογισμένη αποτίμηση της αξιοπιστίας των επιμέρους πηγών, η ειδολογική συμφραστικοποίησή τους, όπως επίσης και η προσοχή στη λεπτομέρεια. Η εικόνα που αναδύεται αφορά αοιδούς που λειτουργούν αλληλεπιδραστικά με το ακροατήριό τους. Δέχονται παραγγελίες και ικανοποιούν τις απαιτήσεις των ακροατών, καθώς γνωρίζουν πλήθος ασμάτων από μια μεγάλη επική δεξαμενή, τα οποία αναπαράγουν με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εισάγουν και καινοτομίες σε έναν βασικό πυρήνα στοιχείων που διατηρείται αναλλοίωτος. Έχοντας τιθασεύσει την επική διάλεκτο και τον δακτυλικό εξάμετρο, μπορούν να τροποποιούν το υλικό τους σε φρασεολογικό επίπεδο, έτσι ώστε να μεγαλώνουν και να μικραίνουν το μέγεθος του άσματος που θα τραγουδήσουν, ανάλογα με τον διαθέσιμο χρόνο και τις συνθήκες. Το μεγαλύτερο κέρδος από την ανάγνωση του σχετικού κεφαλαίου είναι η κατανόηση του ότι η σύνθεση και η απαγγελία της επικής ποίησης από τους αοιδούς αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας και της αυτής διαδικασίας διαμόρφωσης της επικής ποίησης κατά την αρχαϊκή περίοδο.
Μελετώντας τους τρόπους με τους οποίους η ραψωδική απαγγελία και το επάγγελμα του ραψωδού μετασχηματίζονται στο πέρασμα του χρόνου, καθώς τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα σταδιακά αλλάζουν και το ιστορικό πλαίσιο μεταβάλλεται εντυπωσιακά, ο συγγραφέας μελετά κυρίως τις δημόσιες εορτές στο αγωνιστικό πρόγραμμα των οποίων περιλαμβάνεται η ραψωδική απαγγελία επικής ποίησης.
Τα κεφάλαια 2-4 αφορούν τη ραψωδική απαγγελία επικής ποίησης κατά την αρχαϊκή και κλασική (2), ελληνιστική (3) και αυτοκρατορική περίοδο (4). Ο Χρήστος Τσαγγάλης χαρτογραφεί το πολυδιάστατο πανόραμα των ραψωδικών απαγγελιών που καλύπτουν ένα ευρύ χρονικό άνυσμα. Μελετώντας τους τρόπους με τους οποίους η ραψωδική απαγγελία και το επάγγελμα του ραψωδού μετασχηματίζονται στο πέρασμα του χρόνου, καθώς τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα σταδιακά αλλάζουν και το ιστορικό πλαίσιο μεταβάλλεται εντυπωσιακά, ο συγγραφέας μελετά κυρίως τις δημόσιες εορτές στο αγωνιστικό πρόγραμμα των οποίων περιλαμβάνεται η ραψωδική απαγγελία επικής ποίησης, παλαιάς (ομηρικής, ησιόδειας κλπ.) και νέας. Εξετάζει επίσης την προοδευτική γεωγραφική συρρίκνωση των ραψωδικών απαγγελιών: από ένα ευρύ γεωγραφικό άνυσμα που καλύπτει όλο σχεδόν τον ελληνόφωνο κόσμο (Μικρά Ασία, Aττική, Aιγαίο, Κύπρος, κεντρική και βόρεια Ελλάδα, Πελοπόννησος, Συρακούσες) κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο περνάμε σε ραψωδικούς αγώνες στο πλαίσιο δημόσιων εορτών που λαμβάνουν χώρα κυρίως στη νότια Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου (στη Βοιωτία, τη Δήλο, τους Δελφούς, την Εύβοια, την Κέα και τη Ρόδο) κατά την ελληνιστική εποχή. Η πρωτοκαθεδρία της Βοιωτίας στα ελληνιστικά χρόνια θα μετατραπεί σε αποκλειστικότητα κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου, ενώ η επαγγελματική εξέλιξη της ραψωδικής απαγγελίας που έχει σαφώς συντελεστεί στους αιώνες μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου (με τους ραψωδούς να εντάσσονται σε συντεχνίες καλλιτεχνών επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη κινητικότητα) ακολουθείται από μια πτωτική πορεία στα χρόνια που η Ελλάδα γίνεται τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν το κύρος του ραψωδού και της επικής ποίησης υποχωρεί αισθητά. Σε αυτό το τελευταίο στάδιο παρατηρείται αυξητική τάση για σύνθεση νέας επικής ποίησης σε σχέση με τη ραψωδική απαγγελία παλαιότερου έπους. Η αθλοθέτηση ξεχωριστού βραβείου για τον επικό ποιητή που συνθέτει νέο ποίημα επιβεβαιώνει αυτή την τάση αλλά δυστυχώς δεν συνοδεύεται από αναγέννηση της επικής ποίησης, η οποία ολοκληρώνει πια την ιστορική της πορεία.
Ειδικοί πίνακες με όλα τα σχετικά στοιχεία, εικονογραφικές παραστάσεις, εξειδικευμένη βιβλιογραφία και δύο ευρετήρια συμπληρώνουν την άρτια αυτή έκδοση και επικουρούν τον αναγνώστη στην πληρέστερη προσπέλαση του σχετικού υλικού.
Συνεχίζοντας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μια σημαντική ερευνητική παράδοση στις ομηρικές σπουδές, όπως την καθιέρωσαν λαμπροί φιλόλογοι του βεληνεκούς του Ιωάννη Κακριδή, της αισθαντικότητας του Δημήτρη Μαρωνίτη, και επιστημονικού πραγματισμού του Αντώνη Ρεγκάκου, ο Χρήστος Τσαγγάλης διακονεί επάξια και με αυτή του τη μελέτη την ελληνική ομηρολογία στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.
* Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΙΑΝΕΡΗ είναι επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ Κ. ΤΣΑΓΓΑΛΗ