
Για το φωτογραφικό λεύκωμα «Θεσσαλονίκη» και το ποιητικό έργο «Αρχιτεκτονική του ερέβους» του Ιπποκράτη Ταυλάριου (εκδ. Σαιξπηρικόν). Εικόνα: Λήψεις από τη «Θεσσαλονίκη».
Γράφει ο Γιώργος Αγγέλου
Η δημιουργική αναζήτηση του Ιπποκράτη Ταυλάριου ισορροπεί ανάμεσα στη φωτογραφία και τον γραπτό λόγο. Στο έργο του βλέπουμε πρόσωπα, αντικείμενα και πράξεις να τα αφήνει να περάσουν μέσα από το εργοστάσιο της μνήμης και να μετουσιώνονται σε μικρές ψηφίδες, η καθεμιά με το δικό της ιδιαίτερο σχήμα και μέγεθος. Ο Ταυλάριος παίρνει κάθε μία ψηφίδα, την επεξεργάζεται και την τοποθετεί προσεκτικά τη μία δίπλα στην άλλη, κατασκευάζοντας υπομονετικά ένα ψηφιδωτό πάνω στο οποίο συνεχίζει την πορεία του, επεκτείνοντάς την όσο αυτό του επιτρέπει. Οι εκδόσεις Σαιξπηρικόν τον έχουν βοηθήσει να δημοσιεύσει μέρος αυτού του ιδιαίτερου μωσαϊκού του, χαρίζοντας μας βιβλία υψηλών απαιτήσεων.
Φωτογραφικό λεύκωμα Θεσσαλονίκη
Ο μονολεκτικός τίτλος του δεύτερου φωτογραφικού λευκώματος του Ιπποκράτη Ταυλάριου αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το στίγμα του περιεχομένου του. Τα επιμέρους στοιχεία της Θεσσαλονίκης και της προσωπικής ζωής του φωτογράφου αποτυπώνονται, όχι μνημειακά ή ελεγειακά, αλλά ως θνησιγενείς αναμνήσεις που το κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής κατάφερε να περισώσει. Ο Δημήτρης Δημητριάδης στο εισαγωγικό του κείμενο συμπυκνώνει το ύφος και τον χαρακτήρα των ασπρόμαυρων φωτογραφιών.
«Πόρτες ανοιχτές και μισάνοιχτες επιτρέπουν την εμφάνιση λυγερών εφήβων, εφήμερων Καρυάτιδων μέσα από δαντελωτά κουρτινάκια, σε κοντινά πλάνα παραπλανητικής αιωνιότητας, προσωρινής αθανασίας, γειωμένης αφθαρσίας.
»Το εφήμερο μνειωμένο σε μορφή νυχτόβιου πλάσματος».
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του λευκώματος οι φωτογραφίες του Ταυλάριου προσλαμβάνονται ως εικόνες μιας ζωής περασμένης, όπου η σπουδαιότητα κάθε καταγεγραμμένης στιγμής αυξάνεται όσο περνά ο καιρός από πάνω της. Κάθε ασπρόμαυρη εικόνα δε θυμίζει αλλά είναι, δεν εξωραΐζει αλλά καταγράφει. Το ασπρόμαυρο των εικόνων εξυπηρετεί στο έπακρο την ισορροπημένη παρουσίαση προσώπων, αντικειμένων και όλων όσων τα περιβάλλουν. Τα πάντα «δανείζουν» την ύπαρξή τους στον φακό, ακόμη και όταν αυτά δεν είναι το κεντρικό θέμα της ασπρόμαυρης εικόνας. Όλα τα πρόσωπα παρουσιάζονται ισότιμα ως φωτογραφικές αναμνήσεις, ακόμη και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος συνέβαλε με τις συμβουλές του στην αξιολόγηση του φωτογραφικού υλικού, όταν το λεύκωμα βρισκόταν στα πρώτα του βήματα.
Προχωρώντας στο λεύκωμα, γίνεται φανερό πως ο Ταυλάριος αποτυπώνει μόνο όσα είναι άξια να αποτυπωθούν, αιτιολογώντας τα 25 χρόνια που χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί το φωτογραφικό λεύκωμα Θεσσαλονίκη. Το αστραπιαίο ανοιγοκλείσιμο του φωτογραφικού του κλείστρου, σε συνδυασμό με τη χρονική διάρκεια λήψης όλων των φωτογραφιών, δίνουν μια μοναδικότητα στο λεύκωμα, καταφέρνοντας να φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια της μνήμης και των γεγονότων.
Με αυτόν τον τρόπο ο θεατής του λευκώματος νιώθει πως ξεφυλλίζει ένα προσωπικό άλμπουμ φωτογραφιών, αναπτύσσοντας μια απροσδόκητη εγγύτητα με όσα βλέπει.
Οι εκδόσεις Σαιξπηρικόν από την πλευρά τους ανταποκρίθηκαν στο πολυετές και απαιτητικό έργο του Ιπποκράτη Ταυλάριου. Εκτός από την απαιτούμενη σκληρόδετη έκδοση και τη χρήση χαρτιού υψηλών προδιαγραφών προχώρησαν σε κάποια ακόμη ποιοτικά χαρακτηριστικά άξια αναφοράς. Κάθε σελίδα του λευκώματος, από την πρώτη μέχρι την τελευταία, αναπαύεται και ισορροπεί η μία πάνω στην άλλη, χωρίς να φεύγει από τη θέση της. Με αυτόν τον τρόπο ο θεατής του λευκώματος νιώθει πως ξεφυλλίζει ένα προσωπικό άλμπουμ φωτογραφιών, αναπτύσσοντας μια απροσδόκητη εγγύτητα με όσα βλέπει. Παράλληλα, η μαύρη κλωστή στο δέσιμο του λευκώματος είναι μία λεπτομέρεια υψηλής αισθητικής, που φανερώνει πως ακολουθήθηκε μία ολιστική ποιοτική προσέγγιση για την έκδοση του συγκεκριμένου φωτογραφικού λευκώματος.
Τελειώνοντας κάποιος το λεύκωμα, νιώθει πως δεn θέλει να το βάλει στη βιβλιοθήκη του μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία· αλλά να το προστατεύσει τοποθετώντας το σε ένα ξεχωριστό μέρος του σπιτιού του, μαζί με άλλα ιδιαίτερα προσωπικά αντικείμενα, στα οποία επιστρέφει μόνο όταν το νιώθει απαραίτητο. Το φωτογραφικό λεύκωμα του Ιπποκράτη Ταυλάριου όζει Θεσσαλονίκη, αναδύοντας μυρωδιές αποκρουστικές και εξαφανισμένες, μα αιώνιες στη μνήμη κάθε Σαλονικιού.
Αρχιτεκτονική του ερέβους
Ο τίτλος του βιβλίου φανερώνει και το περιεχόμενό του, όπου ο συγγραφέας του παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο και επιχειρεί κάτι πολύ ενδιαφέρον – να καταγράψει κάτι φαινομενικά αδύνατο. Δηλαδή το ακατάληπτο χάος και την προσπάθεια ενός προσώπου να επιβιώσει μέσα σε αυτό, τακτοποιώντας τα πρόσωπα και τα γεγονότα που υπάρχουν μέσα σε αυτό.
Στο πρώτο σκέλος του βιβλίου (Ι), το κείμενο ξεκινά με ορμή, μια καταβύθιση σε συμβάντα που δεν κατηγοριοποιούνται σε καλά και κακά, σε ωφέλιμα και βλαβερά, σε φωτεινά και σκοτεινά. Ο Ταυλάριος το καταφέρνει αυτό με έναν ιδιαίτερο τρόπο γραφής, αποτυπώνοντας με αμεσότητα, χωρίς συμβολισμούς και συναισθηματισμούς, την αλληλεπίδραση των προσώπων με όσα τα περιστοιχίζουν και τα αλλοιώνουν.
«Καταβασίες σε νεκρικούς τόπους της μνήμης. Νύχτα μόνος στο δωμάτιο. Ακινησία αέναη. Εικόνα μόνιμα εντυπωμένη μια κλειστή πόρτα».
Μέσα σε αυτό το παράδοξο σύμπαν που έχει πλάσει ο συγγραφέας, χώρος και χρόνος γίνονται ένα, χωρίς να χάσουν όμως τις αυτούσιες λειτουργίες τους. Η καταβύθιση συνεχίζεται, με εικόνες μακροσκοπικές και μικροσκοπικές, αποτυπωμένες άλλοτε ως πρόσφατες και άλλοτε ως πεπαλαιωμένες αναμνήσεις.
Στο δεύτερο σκέλος (ΙΙ) του βιβλίου, ο ζωντανός οργανισμός -χώρου και χρόνου- συναντά την ανθρώπινη ύπαρξη. Μία φράση στην πρώτη κιόλας σελίδα αυτού του σκέλους (η οποία αποτελεί μέρος του αποσπάσματος που επέλεξε ο Ταυλάριος Ιπποκράτης να διαβάσει στην 21η ΔΕΒΘ) κάνει το παραπάνω απόλυτα φανερό:
«Υπάρχεις και ορίζεις άλλες διαστάσεις. Εσύ, διέπεις τα αντίθετα, ενώνεις τα διεστώτα».
Μετά από αυτό το σημείο, η καταβύθιση στο ερεβώδες χάος που μας μεταφέρει ο συγγραφέας και η αλληλεπίδραση προσώπων και αντικειμένων εντείνεται, με ανεξίτηλες επιδράσεις πάνω τους. Η αφήγηση ξεκινά να μοιάζει με ένα διαρκές οριζόντιο zoom όπου όλα υπάρχουν πέριξ της αφήγησης και του αφηγητή. Ο χρόνος συστέλλεται καθώς όλα γίνονται εδώ και τώρα. Οι πράξεις, οι μνήμες και όσα αφήνουν πίσω τους καταγράφονται απνευστί, με τον συγγραφέα να τις ακολουθεί έχοντας γίνει ο ιχνηλάτης τους.
Στο τρίτο σκέλος (ΙΙΙ) ο οργανισμός (χώρος - χρόνος - πρόσωπο) ξεκινά να δρα και να κινείται, παίρνοντας ενεργό ρόλο στα τεκταινόμενα.
«Το μόνο που θυμάμαι από σας, ήταν αυτό το σας. Αυτό το σας, δημιουργεί την πιο όμορφη απόσταση ανάμεσα στο ιερό και τον ικέτη. Έτσι είστε εσείς οι ποιητές, λέτε ακριβώς όσα πρέπει να πείτε. Κινείστε ακριβώς όσο πρέπει να κινηθείτε. Όχι το ξέρω. Εσύ δεν είσαι έτσι. Εσύ όταν περπατείς, η γη παγώνει. Στέκεσαι, αλλά σαν να αιωρείσαι. Ο χρόνος, σταματά».
Ο Ιπποκράτης Ταυλάριος είναι φωτογράφος, συγγραφέας και θεολόγος. Στην προσωπική του αναζήτηση της αλήθειας και του αληθινού επιλέγει τη «στενή και τεθλιμμένη οδό».
Η αφήγηση πλέον γίνεται από έναν ικέτη και διώκτη όλων όσων έχει ανακαλύψει προσώρας, καθώς συνεχίζει να βυθίζεται στον άβυθο ωκεανό της ύπαρξής του. Η χρήση των ρημάτων σε αυτό το σημείο είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Η στανική χρήση τους, έπειτα η απότομη απουσία τους, αλλά και η απότομη επανεμφάνισή τους δίνουν στον αναγνώστη την αίσθηση πως ο συγγραφέας κολυμπά χωρίς σταματημό σε ένα ερεβώδες πέλαγος γεμάτο υποσχέσεις και απειλές.
Άλλο μην γράφεις. Αλλά εσύ ήρθες, χωρίς να έρθεις.
(…)
Που τα διαβάζεις εσύ. Αλλά τα λέω εγώ. Τα λέω εγώ. Και τα διαβάζεις εσύ.
Ο Ιπποκράτης Ταυλάριος είναι φωτογράφος, συγγραφέας και θεολόγος. Στην προσωπική του αναζήτηση της αλήθειας και του αληθινού επιλέγει τη «στενή και τεθλιμμένη οδό». Φαίνεται πως το ελάχιστο φως που ταξιδεύει μέσα από αυτήν τού είναι αρκετό για να αποτυπώσει με τη φωτογραφική του μηχανή ή με την πένα του μικρές στιγμές άξιες της αιωνιότητας.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ είναι αρχιτέκτονας και συνιδρυτής της BYNI (Build Your Next Idea) που ασχολείται με την κατασκευή παθητικών κτιρίων και με τη χρήση smart εφαρμογών. Η συλλογή διηγημάτων Βεκτιλέθ (εκδόσεις Ιωλκός, 2025) είναι το πρώτο του βιβλίο.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Ιπποκράτης Ταυλάριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αποφοίτησε από το τμήμα Μαθηματικών και μετέπειτα από το τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου αποπεράτωσε και μεταπτυχιακές σπουδές.

Είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ με ειδίκευση στην Παλαιά Διαθήκη. Εκτός από τα παραπάνω έργα, έχει εκδώσει το φωτογραφικό λεύκωμα Η Άγουσα (εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2012).
























