
Για το βιβλίο του Θανάση Κουτσογιάννη «Καθ’ εσπέραν θριαμβεύει – Το Θέατρο Σκιών στη Θεσσαλονίκη 1900-1940», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Γράφει η Ελευθερία Ράπτου
Το Θέατρο Σκιών και ειδικότερα το είδος του θεάτρου που ονομάζουμε «Καραγκιόζης» είναι οργανικά συνυφασμένο με τον ψυχισμό του νεοέλληνα. Ο «Καραγκιόζης» δεν είναι εύκολο είδος θεάτρου. Έχει τους δικούς του κανόνες, τους δικούς του χρόνους και τρόπους. Έχει παράδοση, παρόν αλλά και πολύ ενδιαφέρον μέλλον. Εκφράζει το συλλογικό νεοελληνικό θυμικό, αλλά είναι και αυστηρός κριτής του, μέσα από την υπονομευτική λειτουργία του γέλιου και την ανατρεπτικότητα που υποφώσκει στα σπλάγχνα των παραστάσεων και εκφράζεται με τις τυπολογίες των χαρακτήρων και την ανεξάντλητη θεματολογία.
Ο Καραγκιόζης είναι δημοκρατικός και αιρετικός, επαναστάτης αλλά και συμβιβασμένος, υπεραμύνεται της πολυφωνίας, της ταπεινότητας, του καθημερινού φαγητού στο τραπέζι, είναι ιδεαλιστής και πραγματιστής μαζί, αναγνωρίζοντας τα όρια της ύπαρξής του, αλλά όχι τα όρια των ονείρων του. Εκφράζει τον αισθητισμό του λιτού θεάματος. Ο Καραγκιόζης κατοικεί στις μικρές χωρικές κλίμακες χωρίς να είναι μικροπρεπής. Ευτυχεί στα χέρια ενός καλού δημιουργού, ευδοκιμεί η ιδιοσυγκρασία του, μεταλλάσσεται σε λαϊκό σχολείο. Ο Καραγκιόζης, παρά τις κατά καιρούς «αντιμαχίες» για την «ελληνικότητα» του αποτελεί συνεκτικό στοιχείο της πολιτισμικής, λαϊκής ταυτότητας που παραδόξως «αιμοδοτεί» τόσο τα ταπεινά όσο και τα μεγάλα θεάματα.
Παλαιότερες μελέτες για τον Καραγκιόζη
Ο Βάλτερ Πούχνερ, στα μελετήματά του για το θέατρο σκιών στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια περιγράφει τη βαθιά λαϊκή υπόσταση του Καραγκιόζη ως δύναμη καθαρής ζωής, «που οδηγεί στα ύψη του φαντασιακού και τα βάθη του αρχετυπικού». Στα κείμενα του, ο Τσαρούχης θεωρεί ότι ο Καραγκιόζης είναι «ποίηση θεατρική», αλλά και μέγας δάσκαλος πολλών ταλαντούχων Ελλήνων ηθοποιών. Ο Τσαρούχης, μάλιστα, χαρακτηρίζει τον Ευγένιο Σπαθάρη ως τον τελευταίο γνήσιο λαϊκό ζωγράφο. Ο Δημήτρης Μίμαρος, ο Μανωλόπουλος, ο Χαρίλαος Πετρόπουλος, γνωστός ως Χαρίλαος ο Θεσσαλονικιός, ο Χαρίδημος, ο Αντώνης Μόλλας, ο Θεοδωρέλλος, ο Σωτήρης Σπαθάρης και τόσοι άλλοι ονομαστοί ή σιωπηλοί σκηνοθέτες και λαϊκοί «λιμπρετίστες» του Καραγκιόζη, καθώς και πολλοί αξιόλογοι, σύγχρονοι δημιουργοί, συγκροτούν μια ιδιότυπη γενεαλογία του θεάτρου σκιών στη χώρα μας. Παράλληλα αφηγούνται την Ιστορία της νέας Ελλάδας με τρόπο θεατρικό, παραμυθιακό, εντέλει θεραπευτικά παραβολικό.
Ο Εγγονόπουλος αναλύει τον αγαπημένο ήρωα, χωρίς να παραγνωρίζει την προϊστορία του και την παράλληλη πορεία του θεάτρου σκιών σε άλλες κουλτούρες. Επισημαίνει μάλιστα την εκλεκτική του συγγένεια με την ιταλική Commedia dell'arte. O Γρηγόρης Μ. Σηφάκης στη δική του μελέτη, Η παραδοσιακή δραματουργία του Καραγκιόζη (εκδ. Στιγμή), προβαίνει στη διερεύνηση του θεματικού υλικού και στη δραματική μορφοποίησή του, στο θέατρο του Καραγκιόζη, όπως και στην ανάλυση των δραματουργικών συντεταγμένων, ενώ ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο δικό του μελέτημα με τον τίτλο Υπόκοσμος και Καραγκιόζης (εκδ. Νεφέλη), εστιάζει στη φιγούρα του Σταύρακα, ως αφετηρία για τη διερεύνηση της τυπολογίας της παρακμής, όπως αυτή εκφράζεται στο θέατρο σκιών. Ο Καραγκιόζης και το ελληνικό θέατρο σκιών εξακολουθεί να είναι μια ερευνητική περιοχή που δεν έχει εξαντληθεί, απεναντίας έχει ακόμα πολλά να προσφέρει.
Το βιβλίο του Κουτσογιάννη
Στην προσπάθεια χαρτογράφησης ενός πολύ ιδιαίτερου και πολιτισμικά ισχυρού πεδίου, εντάσσεται το βιβλίο του Θανάση Κουτσογιάννη με τον τίτλο Καθ’ εσπέραν θριαμβεύει – Το Θέατρο Σκιών στη Θεσσαλονίκη, 1900-1940, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, και το οποίο προλογίζει η Άννα Σταυρακοπούλου, Καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ. Ο Κουτσογιάννης επιχειρεί να ορίσει τους κόμβους της λαϊκής θεατρικής δημιουργίας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το θέατρο σκιών, στη Θεσσαλονίκη, κατά τις κρίσιμες δεκαετίες μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου τότε κυριολεκτικά πια αποδομείται ο πρότερος χαρακτήρας της με τον μαζικό εκτοπισμό και την εξόντωση του σημαντικού εβραϊκού πληθυσμού της στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, και μεταβάλλεται από δεύτερη Ιερουσαλήμ σε μια πόλη που συνεχίζει να αναζητά αγωνιωδώς και να αναδομεί πολυσθενώς την ταυτότητά της. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί πλούσιο κοίτασμα για τους ερευνητές του θεάτρου και των παραστατικών τεχνών. Η πόλη, στην οποία οι τρεις μεγάλες θρησκείες, η εβραϊκή, η χριστιανική, η μουσουλμανική, συγκατοίκησαν επί αιώνες, εκεί όπου οι εθνότητες συμπορεύθηκαν, συνυπήρξαν και αλληλόδρασαν παραγωγικά, αποτελεί το σύνθετο πολιτισμικό, κοινωνικό, πολιτικό, θρησκευτικό, οικονομικό, ανθρώπινο τοπίο, όπου οι σύγχρονοι ερευνητές συνεχώς ανακαλύπτουν και θα συνεχίσουν να ανακαλύπτουν κρίσιμα πολιτισμικά κοιτάσματα, με έμφαση στα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τον Β΄ ΠΠ.
Ο Κουτσογιάννης καταδύεται στην κατά Μαζάουερ «πόλη των φαντασμάτων» με θάρρος και ερευνητικό σθένος.
Ο Κουτσογιάννης καταδύεται στην κατά Μαζάουερ «πόλη των φαντασμάτων» με θάρρος και ερευνητικό σθένος. Η εργασία που καταθέτει δεν αποτελεί μια απλή ιστοριογραφική σάρωση, αλλά αντιθέτως πρόκειται για μια εμβριθή ανάλυση του τοπολογικού, κοινωνικού και δραματουργικού επιπέδου ενός φαινομένου που διασυνδέεται με τη νεωτερική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους ως χώρου και ως πολιτικοθεσμικού κρυσταλλώματος, και που σημαίνεται οπωσδήποτε από τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της σημαντικότερης πόλης των Βαλκανίων. Έτσι, ο ερευνητής αποφασίζει να δει το υλικό του πανοπτικά. Και τούτο αποτελεί σύγχρονη και παραγωγική ερευνητική απόφαση, καταδεικνύοντας την επικοινωνία των γνωστικών πεδίων, και τη σπουδαιότητα της θεατρολογικής έρευνας στην παραγωγή γνώσης και σκέψης που ενοφθαλμίζει ποικίλα ερευνητικά πλαίσια και στόχους.
Η μελέτη εκτείνεται σε έντεκα κεφάλαια, συνοδεύεται δε από τον πυκνό πρόλογο της Άννας Σταυρακοπούλου, το προλογικό σημείωμα του συγγραφέα, στο οποίο παρουσιάζονται οι προθέσεις και ο οδικός χάρτης της έρευνας, ενώ στο τέλος υπάρχουν το επιλογικό σημείωμα-συμπεράσματα, η εκτενής βιβλιογραφία, και τα παραρτήματα, στα οποία ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να πληροφορηθεί για το δραματολόγιο των καραγκιοζοπαιχτών της Θεσσαλονίκης, των χώρων παράστασης, την εργογραφία.
Επίσης ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει τεκμήρια από τον Τύπο της εποχής, τον οποίο ο συγγραφέας μελέτησε ενδελεχώς προκειμένου να εξάγει κρίσιμα στοιχεία για την έρευνά του.
Επίσης ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει τεκμήρια από τον Τύπο της εποχής, τον οποίο ο συγγραφέας μελέτησε ενδελεχώς προκειμένου να εξάγει κρίσιμα στοιχεία για την έρευνά του. Ο Κουτσογιάννης στήνει με αρχιτεκτονική επιμέλεια τον σκελετό και τον εξωσκελετό της έρευνάς του. Εστιάζει στο παραστασιακό και πολιτισμικό εντύπωμα του Καραγκιόζη στη Θεσσαλονίκη, κατά τα κρίσιμα χρόνια της μεταλλαγής της πόλης σε όλα τα επίπεδα. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, το Μακεδονικό ζήτημα, ο Εθνικός Διχασμός, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο και δεύτερο προσφυγικό ρεύμα και οι ανταλλαγές πληθυσμών, ο Μεσοπόλεμος και οι διεργασίες του, οι απαρχές του Δεύτερου ΠΠ κ.λπ. Η περίοδος διερεύνησης είναι μια εποχή αναβρασμού και οπωσδήποτε πολιτισμικού πλουραλισμού αλλά και ανακαθορισμού, όπου οι δράσεις μεταλλάσσουν τον χώρο της πόλης και τις συστατικές συνιστώσες του.
Η θέση του Καραγκιόζη στο θεατρικό και ιστορικο-κοινωνικό γίγνεσθαι
Το κομβικό σημείο είναι σαφώς η διερώτηση για τη θέση του Καραγκιόζη στο θεατρικό αλλά και γενικότερα ιστορικο-κοινωνικό γίγνεσθαι της πόλης. Τι χαρακτηρίζει το παραστασιακό ιδίωμα, ποια η σχέση του με το κοινό, ποια η υποδοχή του φαινομένου στον Τύπο, θέματα ταξικής αποδοχής και διασποράς, ποιοι οι καλλιτέχνες που το υπηρέτησαν. Στο πρώτο κεφάλαιο-εισαγωγή παρουσιάζεται η κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ταυτότητα της πόλης κατά την περίοδο διερεύνησης. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται ενδελεχώς η θέση του Καραγκιόζη στο ευρύτερο ψυχαγωγικό τοπίο της πόλης. Το ψυχαγωγικό προφίλ της πόλης παρουσιάζεται και αναλύεται με οικονομία και εγκυρότητα. Αναδεικνύεται η θεατρική ταυτότητα της πόλης. Τα καφέ, ο κινηματογράφος, η μουσική, το ελαφρύ μουσικό θέατρο, το κουκλοθέατρο, η παντομίμα, αλλά και τα ταξικά όρια κάθε ψυχαγωγικής επιλογής τίθενται επί χάρτου, δίνοντας την ευκαιρία στον αναγνώστη να «περιπλανηθεί» με ασφάλεια στο τοπίο, εντός του οποίου το θέατρο σκιών αποκτά τη δική του δυναμική.
Τον όψιμο οθωμανικό Καραγκιόζη στο λυκαυγές του 20ού αι., ακολουθούν τα πρώτα χρόνια του «ελληνικού» Καραγκιόζη (1912-1919), η περίοδος ακμής του είδους (1920-1928) και στη συνέχεια ο ερευνητής καταλήγει στην κατά την άποψη του, με βάση τα διαθέσιμα τεκμήρια, της περιόδου υποχώρησης του είδους (1929-1940).
Στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εστιάζει στους χώρους παράστασης του Καραγκιόζη. Χαρτογραφεί τους παραστασιακούς χώρους πολυσθενώς. Δεν είναι μόνο η γεωγραφική διασπορά τους στον χάρτη της πόλης που ενδιαφέρει αλλά και η κοινωνική ταυτότητα των χώρων. Ακολουθεί στο τέταρτο κεφάλαιο η περιοδολόγηση του θεάτρου σκιών στη Θεσσαλονίκη με προσεκτική ανάλυση της κάθε φάσης. Τον όψιμο οθωμανικό Καραγκιόζη στο λυκαυγές του 20ού αι., ακολουθούν τα πρώτα χρόνια του «ελληνικού» Καραγκιόζη (1912-1919), η περίοδος ακμής του είδους (1920-1928) και στη συνέχεια ο ερευνητής καταλήγει στην κατά την άποψη του, με βάση τα διαθέσιμα τεκμήρια, της περιόδου υποχώρησης του είδους (1929-1940). Στο πέμπτο κεφάλαιο το ερευνητικό βλέμμα του Κουτσογιάννη στρέφεται στο κοινό του Καραγκιόζη, τα χαρακτηριστικά του, την εσωτερική διάδραση, την εθνοτική και διαταξική, δια-ηλικιακή αλληλεπίδραση.
Ακολουθεί, στο έκτο κεφάλαιο, αφενός η σύντομη επισκόπηση του φαινομένου στον χώρο της Μακεδονίας και αφετέρου η εστίαση στους καραγκιοζοπαίχτες και το δραματολόγιό τους στη Θεσσαλονίκη. Στο επόμενο, έβδομο, κεφάλαιο γίνεται ειδική μνεία στη μουσική που συνοδεύει τις παραστάσεις του θεάτρου σκιών. Στο όγδοο κεφάλαιο ο συγγραφέας-ερευνητής επιχειρεί την εξέταση της φιγούρας του Εβραίου στο θέατρο σκιών της Θεσσαλονίκης, η οποία που έχει ονομασίες και χαρακτηρολογικές επενδύσεις.
Ο Κουτσογιάννης προβαίνει σε μια ενδιαφέρουσα καταγραφή των στοιχείων, με ατελώνιστη, αποκλειστικά επιστημονική, θεατρολογική ματιά.
Ο Κουτσογιάννης προβαίνει σε μια ενδιαφέρουσα καταγραφή των στοιχείων, με ατελώνιστη, αποκλειστικά επιστημονική, θεατρολογική ματιά. Βασίζεται στο υλικό που έχει στα χέρια του, χωρίς να κάνει αυθαίρετες υποθέσεις ή γενικεύσεις, καταδεικνύοντας εκτός των άλλων, την εκκρεμή στάση του ελληνικού στοιχείου της εποχής απέναντι στη βαθύτατη πολιτισμική επιρροή της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, της τόσο οργανικά δεμένης με την ταυτότητα της πόλης, που είναι εντέλει φυσικό να έχει παρουσία και στο λαϊκό θέατρο, κάτι που επισημαίνει και ο Τζούλιο Καΐμη στις δικές του σημαντικές μελέτες. Ακολουθεί το ένατο κεφάλαιο, όπου ο Κουτσογιάννης παρουσιάζει, τις ιδεολογικές ροπές και απόψεις που παρουσιάζονται μέσα από τα δημοσιεύματα στον Τύπο της Θεσσαλονίκης. Στο δέκατο κεφάλαιο, ο «κόσμος του μπερντέ» εξετάζεται ως μεταφορά του κόσμου της καθημερινότητας. Το αντικαθρέφτισμα, στον μπερντέ, μιας κοινωνίας σε συνεχή αναβρασμό και σε συνεχείς και ενίοτε επώδυνες μεταβάσεις, αποτελεί ενδεχομένως ένα μελέτημα από μόνο του, που εδώ για λόγους οικονομίας, σκιαγραφείται σχετικά αδρομερώς. Σίγουρα η περαιτέρω μελέτη αυτής της πτυχής θα έχει ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Στο ενδέκατο κεφάλαιο η κοινωνική και πολιτισμική σάτιρα στις παραστάσεις που αρδεύει από το κοινωνικό και πολιτικό «θέατρο» της καθημερινότητας, αποτελεί την κατά κάποιον τρόπο συνέχιση της διερώτησης του δέκατου κεφαλαίου.
Η προσέγγιση του θέματος δεν περιορίζεται σε μια μονοσήμαντη ανάλυση του υλικού, με αυστηρή θεατρολογική σύνταξη.
Τέλος στο επιλογικό σημείωμα, ο συγγραφέας, συγκεφαλαιώνει την ενδελεχή αναψηλάφηση που επιχειρήθηκε, αφήνοντας ανοικτή την ερευνητική διερώτηση, καθώς το θέατρο σκιών, ο Καραγκιόζης και γενικώς το λαϊκό θέαμα δεν σταματούν να εξελίσσονται και φυσικά δεν σταματούν να αφουγκράζονται και να μεταστοιχειώνουν τις σύγχρονες πλέον αγωνίες ενός κοινού και ενός τόπου, της Θεσσαλονίκης, που για ακόμα μια φορά τώρα, όπως και τότε, βρίσκεται στο σταυροδρόμι αλλαγών.
Το θεατρολογικό μελέτημα του Κουτσογιάννη θα εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για τον Καραγκιόζη. Η προσέγγιση του θέματος δεν περιορίζεται σε μια μονοσήμαντη ανάλυση του υλικού, με αυστηρή θεατρολογική σύνταξη. Εκκινεί από το θεατρολογικό ερώτημα, για να λειτουργήσει ως χρήσιμο εργαλείο και σε άλλα πεδία και κυρίως στη διερεύνηση της πόλης της Θεσσαλονίκης ως του ιδιαίτερου τόπου που σημασιοδοτείται από τις αλλεπάλληλες επιστρωματώσεις των ιχνών εκείνων που την κατοίκησαν. Το βιβλίο έτσι αποκτά και μια άλλη ιδιότητα, γίνεται πολεοδομικό και σκηνοθετικό εργαλείο για την εμπειρία της πόλης.
* Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ είναι θεατρολόγος-εκπαιδευτικός και κριτικός θεάτρου και βιβλίου.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Θανάσης Κουτσογιάννης γεννήθηκε στο Νεοχώρι Δομοκού και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική Γραφή και είναι διδάκτορας του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ.
Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στον τομέα των λαϊκών θεατρικών θεαμάτων (θέατρο σκιών, κουκλοθέατρο). Έχει πάρει μέρος ως εισηγητής σε συνέδρια και επιμορφωτικά σεμινάρια με σχετική θεματολογία καθώς επίσης και σχετικά με τη δημιουργική γραφή στην εκπαίδευση, τη διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά. Συνεργάστηκε με το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδας στο ερευνητικό πρόγραμμα για τη δημιουργία αρχείου/βάσης δεδομένων του ελληνικού θεάτρου σκιών. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.