Ένα μυθιστόρημα για τον ρατσισμό κατά των μαύρων και τις διακρίσεις κατά των γυναικών, το οποίο εντάσσεται στην αφροαμερικανική λογοτεχνία σχετικά με τη δουλεία στον Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι το «Κορετζιντόρα» (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Κλειδάριθμος).
Της Λεύκης Σαραντινού
Πρόκειται για το βιβλίο της 73χρονης σήμερα Γκέιλ Τζόουνς (Gayl Jones) από το Κεντάκι των Ηνωμένων Πολιτειών, ένα βιβλίο που θεωρήθηκε λογοτεχνικό διαμάντι και το οποίο υπόσχεται -σύμφωνα με ένα σχόλιο της Τόνι Μόρισον- ότι θα μας κάνει να δούμε με άλλα μάτια τις μαύρες ηρωίδες της λογοτεχνίας, κοινώς με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι συνηθίζαμε να τις αντιμετωπίζουμε.
«Η προγιαγιά μου καθόταν στην πολυθρόνα. Εγώ στα πόδια της. Μου επαναλάμβανε την ίδια ιστορία ξανά και ξανά. Είχε περάσει τα χέρια της γύρω από τη μέση μου κι εγώ είχα την πλάτη μου προς εκείνη. Ενόσω μιλούσε, κοίταζα τις παλάμες της. Τις δίπλωνε και τις ξεδίπλωνε. Δεν χρειαζόταν να με κρατάει για να μείνω στα πόδια της, και κάποιες φορές έβλεπα τον ιδρώτα στις παλάμες της. Ήταν η σκουρότερη γυναίκα του σπιτιού, με δέρμα σαν τους κόκκους του καφέ. Τα χέρια της ήταν καλυμμένα από χαρακιές. Ήταν σαν οι λέξεις να τη βοηθούσαν, σαν οι λέξεις, έτσι όπως επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά, να μπορούσαν να γίνουν ένα υποκατάστατο της μνήμης, σαν να γίνονταν κάτι περισσότερο από τη μνήμη. Λες και μόνο οι λέξεις μπορούσαν να διατηρήσουν τον θυμό της».
Όσα παίρνει ο άνεμος, Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά, Πορφυρό χρώμα, Αόρατος Άνθρωπος, Ο ξένος στο χώμα, Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια και άλλα πολλά. Όλα τα παραπάνω είναι πασίγνωστα λογοτεχνικά έργα που διαδραματίζονται στον αμερικανικό Νότο και ασχολούνται με το ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων. Κανένα όμως από τα παραπάνω δε διαθέτει μία μαύρη ως κεντρική ηρωίδα του βιβλίου που να δεσπόζει με τρόπο τόσο «εγωκεντρικό» στις σελίδες του βιβλίου. Και κανένα δεν διεισδύει τόσο βαθιά στην ψυχή και τον τρόπο σκέψης μιας μαύρης γυναίκας, η οποία γνωρίζει ότι ο μοναδικός σκοπός της ύπαρξής της είναι να χρησιμοποιηθεί ως τεκνοποιητική μηχανή ή μηχανή του σεξ.
H Γκέιλ Τζόουνς γεννήθηκε το 1949 στο Κεντάκι. Με το μυθιστόρημά της Corregidora (1975), που το έγραψε στα 25 της χρόνια, θεωρείται ότι άλλαξε για πάντα τη λογοτεχνία που γράφεται από μαύρους συγγραφείς. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Eva's Man (1976), The Healing (1998) και Mosquito (1999), με το τελευταίο να ήταν υποψήφιο για το National Book Award. Έπειτα από την αυτοκτονία του συζύγου της το 1998 αποσύρθηκε από τα κοινά, για να επιστρέψει μόλις πέρυσι με το μυθιστόρημα Palmares (2021) που ήταν υποψήφιο για Πούλιτζερ λογοτεχνίας. Το σκίτσο, από πρόσφατο δημοσίευμα των New York Times με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αλλάξε τη μαύρη λογοτεχνία για πάντα. Και μετά εξαφανίστηκε». |
Μνήμες από τα χρόνια της σκλαβιάς
Η Ούρσα είναι μία τραγουδίστρια των μπλουζ η οποία ταλαιπωρείται από βίαιους και ζηλιάρηδες συζύγους. Όταν δε από ατύχημα θα χάσει και την ικανότητα τεκνοποίησης, τότε θα αισθανθεί να απειλείται η γυναικεία της υπόσταση.
Ακόμη περισσότερο, όμως, την ταλαιπωρούν τα φαντάσματα του παρελθόντος και, πιο συγκεκριμένα, η σκιά του αδίστακτου, μισογύνη και ρατσιστή ιδιοκτήτη σκλάβων, του Πορτογάλου Κορετζιντόρα, ο οποίος καταδυνάστευε τη μητέρα και τη γιαγιά της.
Η Ούρσα παλεύει να απαλλαγεί από τις αναμνήσεις, χωρίς όμως να τα καταφέρνει, καθώς αυτές επανέρχονται διαρκώς εμβόλιμες στο παρόν, καθώς εξελίσσεται η υπόθεση.
Η αθυροστομία της συγγραφέως στους πολυπληθείς διαλόγους του βιβλίου θα σοκάρει ίσως τον αναγνώστη, εξυπηρετεί όμως άριστα τον σκοπό της, που δεν είναι άλλος από το να προκαλέσει σοκ για τη μεταχείριση που είχαν οι μαύρες γυναίκες του Νότου από τους ιδιοκτήτες τους.
Η αδυναμία της Ούρσας να τεκνοποιήσει επανέρχεται διαρκώς, όπως και η «εμμονή» της σχετικά με το χρώμα του δέρματος των γυναικών της οικογένειάς της:
«Ήμουν μεν κόρη τους, αλλά ήμουν διαφορετική. Ίσως λιγότερο Κορετζιντόρα από εκείνες. Δεν ξέρω. Αλλά όταν είδα εκείνη τη φωτογραφία, κατάλαβα ότι το είχα κι εγώ. Αυτό που είχαν η μητέρα μου και η μητέρα της μητέρας μου. Οι μούλες. Η προγιαγιά μου είχε το χρώμα των κόκκων του καφέ, αλλά εμείς οι υπόλοιπες... Ναι, αλλά τώρα είμαι διαφορετική, σκεφτόμουν. Έχω ό,τι είχαν κι αυτές, αλλά όχι τους απογόνους. Και ακόμη κι αν είχα τη μήτρα μου, ακόμη κι αν είχε έρθει το πρώτο μωρό - τι θα είχα κάνει τότε; Θα το είχα κρατήσει; Θα ήμουν σαν εκείνη, ή σαν εκείνες;»
Μοναδική διέξοδός της σε όλη αυτή την καταπίεση είναι το τραγούδι. Έχει άραγε η Ούρσα δικαίωμα στην ευτυχία;
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφοσκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).