Δύο αυτοβιογραφίες σπουδαίων μουσικών –Μπρους Σπρίνγκστιν και Ντέιβ Γκρολ– και ένα βιβλίο με απίθανες trivia ιστορίες απ' όλο το φάσμα της ιστορίας της σύγχρονης μουσικής. Διαβάζονται δυνατά!
Γράφει η Χίλντα Παπαδημητρίου
Born to run, του Μπρους Σπρίνγκστιν [Bruce Springsteen], μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Key Books
Είχα γράψει κάποτε, με αφορμή μια συναυλία του Ντύλαν: «γιατί πηγαίνουμε σε συναυλίες; Γιατί δεν καθόμαστε άνετα στον καναπέ μας, μ' ένα ποτό στο χέρι, να απολαύσουμε τον "κρυστάλλινο ήχο" του cd μας; Ή γιατί δεν νοικιάζουμε/αγοράζουμε ένα DVD με τον αγαπημένο μας καλλιτέχνη, για να τον δούμε στην 50΄ οθόνη μας με Dolby surround; Την απάντηση έδωσε εδώ και πολλά χρόνια ο μεγάλος Lester Bangs: “Η ιδεολογία του rock'n'roll λέει ότι ένα σωρό παιδιά (και μεγάλοι, και ακόμα μεγαλύτεροι...) γουστάρουν να γίνουν βίδες μέσα στο πιο άγριο στριμωξίδι (ή και χωρίς στριμωξίδι), για μια νύχτα που θα υποκριθούν ότι είναι όλη η υπόλοιπη ζωή τους, έστω κι αν την επομένη θα επιστρέψουν στο υπαλληλίκι (στη μετάφραση ή στο φαρμακείο τους), στη βαρεμάρα της ανεργίας ή στην τηλεόραση της πατρικής και μητρικής τραπεζαρίας... Τίποτε δεν μπορεί να ακυρώσει την πραγματικότητα εκείνης της νύχτας, τις αναζωογονητικές φλόγες της που για μια βραδιά σε ξετίναξαν από τον εαυτό σου και τη μονοτονία που καθορίζει τις ζωές των περισσότερων παντού και πάντα – τότε που δείπνησες με αστραπές και τίποτα σ' αυτό ή τον άλλο κόσμο δεν είχε πια καμιά σημασία”». [τα εντός παρενθέσεων italics είναι δικά μου σχόλια.]
Το απόσπασμα αυτό εξηγεί την εμμονή εκατομμυρίων ανθρώπων με τον Σπρίνγκστιν, που είναι ο τελευταίος μεγάλος μουσικός του arena rock, του ροκ που ακούγεται καλύτερα σε τεράστια στάδια, μέσα από τερατώδη ηχεία, παρέα με χιλιάδες άλλους παλαβούς που τραγουδάνε, πίνουν, αγκαλιάζονται και κλαίνε. (Και ναι, εξίσου μεγάλος ή ίσως μεγαλύτερος είναι ο Νιλ Γιάνγκ αλλά το 2016 στη Ρώμη ο Μπρους είχε μαζέψει 80.000 άτομα στο Circo Massimo, ενώ ο Νιλ σκάρτες 10.000 στο Therme di Caracalla).
Επιπλέον, αν θέλει κανείς να κατανοήσει τις ΗΠΑ και τις αντιφατικές πολιτικές, αισθητικές, ιδεολογικές διαστρωματώσεις τους, αφού διαβάσει Ντος Πάσος, Φόκνερ και Στάινμπεκ, καλό θα είναι να ακούσει Μπρους Σπρίνγκστιν.
Επιπλέον, αν θέλει κανείς να κατανοήσει τις ΗΠΑ και τις αντιφατικές πολιτικές, αισθητικές, ιδεολογικές διαστρωματώσεις τους, αφού διαβάσει Ντος Πάσος, Φόκνερ και Στάινμπεκ, καλό θα είναι να ακούσει Μπρους Σπρίνγκστιν. Γιατί ο Ντύλαν είναι πολύ διανοούμενος για τα γούστα του μέσου Αμερικανού, ενώ ο σπουδαίος Γούντι Γκάθρυ δεν πρόλαβε τη μετά-rock’n’roll εποχή, ούτε είχε τη στόφα του σούπερ σταρ. (Και ο Νιλ Γιάνγκ είναι Καναδός). Και τώρα που κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του Μπρους Σπρίνγκστιν, μπορεί να ανιχνεύσει τη μεταπολεμική πορεία της αμερικάνικης εργατικής τάξης και την αγωνιώδη προσκόλληση στο Αμερικάνικο Όνειρο.
Η αφήγηση του Σπρίνγκστιν είναι γραμμένη με απλά λόγια, όπως οι στίχοι των τραγουδιών του, και περιέχει τα πάντα: τη φτώχεια, την καθολική ανατροφή, τον αλκοολισμό του πατέρα, τις μέρες ραδιοφώνου και την επανάσταση στη μουσική και τα ήθη που έφερε η εμφάνιση του Elvis στην τηλεόραση. Το όνειρο μιας άλλης ζωής με διαβατήριο τη μουσική, τις αποτυχημένες εμφανίσεις σε μικρά κλαμπ, τον κίνδυνο να στρατευθεί και να βρεθεί στο Βιετνάμ. Και τη στιγμή που ο ως άνω Jon Landau έγραψε το 1974 μετά από την εμφάνιση του Σπρίνγκστιν με την E Street Band, στο Κέιμπριτζ: «Είδα το μέλλον του rock’n’roll και είχε το όνομα του Μπρους Σπρίνγκστιν». The rest is history, όπως λένε, κι αυτή την ιστορία διηγείται με κάθε λεπτομέρεια ο Μπρους, χωρίς να παραλείπει τον κυριότερο, σχεδόν μόνιμο εχθρό του: την κατάθλιψη. Από την οποία τον σώζει η μουσική και οι τετράωρες εμφανίσεις του στις αρένες του κόσμου. Τα υπόλοιπα θα τα διαβάσετε αναλυτικά στην αυτοβιογραφία του Born to run, στην οποία αφηγείται τα πάνω-κάτω της ζωής του με τεράστια δόση χιούμορ και αυτοσαρκασμού· για παράδειγμα, γελάει με τον εαυτό του που έγραφε τραγούδια για αυτοκινητάδες πριν μάθει να οδηγεί ή πώς το τραγούδι «Born to run», που θεωρείται το σήμα-κατατεθέν του, μιλάει για διαρκή περιπλάνηση, ενώ ο ίδιος εδώ και πάρα πολλά χρόνια ζει σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το πατρικό του σπίτι.
Το Born to run είναι 570 σελίδες γεμάτες μουσική, δάκρυα, ματαιώσεις κι επιτυχίες, που δίνουν ίσως την απάντηση: γιατί τον λατρεύει φανατικά τόσο πολύς και αντιφατικός κόσμος.
Συλλέκτης στιγμών, του Ντέιβ Γκρολ [Dave Grohl], μτφρ. Πάνος Τομαράς, εκδ. Οξύ
Με δεδομένο ότι το grunge είναι ίσως το τελευταίο μαζικής αποδοχής μουσικό παρακλάδι του rock'n'roll, και οι Νιρβάνα η μπάντα που βρέθηκε στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή, η αυτοβιογραφία του ντράμερ τους, Ντέιβ Γκρολ, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όποιον θέλει να εντρυφήσει σε μια άλλη πλευρά της rock'n'roll μυθολογίας. Γιατί υπάρχουν και οι τύποι σαν τον Ντέιβ Γκρολ που ζουν μια κανονική ζωή, κάνουν παιδιά και γερνάνε χαρούμενοι και ικανοποιημένοι από τη ζωή τους.
Ο Γκρολ διηγείται ιστορίες για τους Νιρβάνα και τον περίγυρό τους σε ίσες δόσεις με αφηγήσεις για το πώς γεννήθηκαν οι κόρες του. Χωρίς να αποφεύγει τη rock'n'roll μυθολογία, δεν νιώθει την ανάγκη να προσποιηθεί τον καταραμένο ντράμερ των Νιρβάνα και των Φου Φάιτερς. Αντιθέτως, περιγράφει με παιδικό δέος τις συναντήσεις του με διάσημους, όπως η Μαντλίν Ολμπράιτ! Αλλά δεν χαραμίζει ούτε μία λέξη για την Κόρτνεϊ Λαβ, τη σύντροφο του αδικοχαμένου Κερτ Κομπέιν.
Χωρίς να αποφεύγει τη rock'n'roll μυθολογία, δεν νιώθει την ανάγκη να προσποιηθεί τον καταραμένο ντράμερ των Νιρβάνα και των Φου Φάιτερς.
Το βιβλίο κυλάει πολύ πιο ευχάριστα από τα άλμπουμ των Φου Φάιτερς (προσωπική άποψη, φυσικά), και αφήνει μια ευχάριστη επίγευση. Ξεχωρίζω, για τους δικούς μου λόγους, την πρόσκληση του Γκρολ σ’ ένα μπάρμπεκιου στο αγρόκτημα του Νιλ Γιάνγκ, όπου για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι μια παιδική κούνια μπορεί να συνυπάρξει μ’ ένα τραπέζι γεμάτο μπύρες και Jägermeister. Όπως επίσης, την απίστευτη έξοδο για φαγητό με τους AC/DC, τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ και τα μέλη της Preservation Hall Jazz Band, στη Νέα Ορλεάνη φυσικά.
ΥΓ. Ο Ντέιβ Γκρολ είναι ίσως ο μοναδικός σούπερ σταρ που ο χειρότερος εθισμός του ήταν η καφεΐνη. Κατά την αυτοβιογραφία του, τουλάχιστον.
Mixtape, ένα μουσικό κόμικ, Κείμενο: Κωνσταντίνος Τσάβαλος, Σχέδιο: Αντώνης Βαβαγιάννης, εκδ. Μεταίχμιο
Αν κάτι χαρακτηρίζει τους μουσικόφιλους από καταβολής κόσμου είναι η εμμονή τους με τα trivia, τις ασήμαντες λεπτομέρειες που αφορούν τους ήρωές τους. Χρησιμοποιώντας το φορμά μιας κασέτας –τις θυμάστε τις κασέτες; Έχουν γίνει η καινούργια μανία των χίπστερ και των νοσταλγών του προηγούμενου αιώνα– ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος επιλέγει μερικές από τις αμέτρητες απίθανες ιστορίες που κυκλοφορούν στις τάξεις των «νοσταλγών του rock'n'roll», άλλες ξεκαρδιστικές, και άλλες ανατριχιαστικά συγκινητικές, τις οποίες έχει εικονογραφήσει με σχέδιά του ο Αντώνης Βαβαγιάννης, γνωστός και ως Κουραφέλκυθος.
Ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση, σε πρώτης ποιότητας χαρτί που αναδεικνύει τα σκίτσα και σε κάνει να πιάνεις τον εαυτό σου να χαζεύει τις λεπτομέρειές τους, όπως τότε που διάβαζες μικυμάου και Αστερίξ. Παράδειγμα ξεκαρδιστικής ιστορίας: η παραλίγο δολοφονία του Τζόνυ Κας από μια στρουθοκάμηλο. Παράδειγμα συγκινητικής: η έμπνευση του Sound of silence.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Τελευταίο της βιβλίο το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» (εκδ. Μεταίχμιο).