Για τη μελέτη της Δήμητρας Δήμου «Η καντιανή ηθική στον σύγχρονο κινηματογράφο – Ανάδειξη παραδειγμάτων κατηγορικής προσταγής σε σύγχρονες κινηματογραφικές αναπαραστάσεις» (εκδ. Βακχικόν).
Γράφει ο Θόδωρος Σούμας
Το βιβλίο της Δήμητρας Δήμου επικεντρώνεται στην ανάδειξη παραδειγμάτων της καντιανής «κατηγορικής προσταγής» σε σύγχρονες κινηματογραφικές αναπαραστάσεις ταινιών. Πρόκειται για ένα σύγγραμμα για την ηθική φιλοσοφία στο σινεμά.
Η συγγραφέας του συγκεκριμένου πονήματος, Δήμητρα Δήμου, σπούδασε στο ΕΚΠΑ, έγραψε διδακτορικό στις πολιτισμικές και κινηματογραφικές σπουδές και ασχολήθηκε με την φιλοσοφία του κινηματογράφου. Σε αυτά τα πλαίσια την απασχόλησε το αν η φιλοσοφία μπορεί να εκφραστεί μέσω του κινηματογράφου κι αν το σινεμά μπορεί να μπει στην υπηρεσία της φιλοσοφίας. Προχωρώντας παραπέρα, η Δήμητρα Δήμου επέλεξε να ασχοληθεί με ζητήματα της ηθικής φιλοσοφίας στο σινεμά [1]. Πιο συγκεκριμένα για το πώς τίθενται και πώς μπορούν να αναγνωστούν στις ταινίες τα ηθικά ζητήματα, στο πλαίσιο της ηθικής φιλοσοφίας του Ιμμάνουελ Καντ. Πιο ειδικά την ενδιαφέρει το πώς μπορούν να συσχετιστούν τα φιλμ ή μέρη τους, με τη φιλοσοφική, ηθική ιδέα του Καντ, της «κατηγορικής προσταγής». Θα το επιχειρήσει μέσω της επιλογής παραδειγμάτων ταινιών και σκηνών από το αμερικάνικο και χολιγουντιανό σινεμά, μιας που είναι ευρύτερης διάδοσης και αποδοχής.
Παλιότερα, ή και διαχρονικά, οι φιλόσοφοι θεωρούσαν πως η χρήση –κινούμενων ή μη– εικόνων αποτελούσε δείγμα πρωτόγονης, απλοϊκής και σχηματικής μορφής σκέψης. Στην άποψή τους συνέβαλε η σύλληψη του Πλάτωνα περί της θεωρίας του του σπηλαίου, όπου οι αδαείς φυλακισμένοι εκλαμβάνουν ως πραγματικές τις προβαλλόμενες στον τοίχο ψευδαισθητικές σκιές, μηχανισμός που μοιάζει με το σινεμά των κατασκευασμένων κινούμενων στην οθόνη, σκιών. Ο κοινός μηχανισμός των δύο αυτών μέσων υποτίθεται πως αποδεικνύει τη μειωμένη σημασία και βαρύτητα των ψευδαισθητικών κινηματογραφικών εικόνων που παραπλανούν τη σκέψη και την στρέφουν σε λογής λογής φενάκες. Οι φιλόσοφοι θεωρούσαν, δηλαδή, παλιότερα, πως το σινεμά ήταν πεδίο διαφυγής, χάριν της ψυχαγωγίας, από τη βαθιά, φιλοσοφική σκέψη και την ίδια την πραγματικότητα, που η φιλοσοφική σκέψη προσπαθεί να αναλύσει και να στοχαστεί.
Βέβαια, πολλές ταινίες σημαντικών δημιουργών, οι οποίες διακρίνονται για τον στοχασμό τους και την εμβάθυνση στα δεδομένα και στον κόσμο που αναπαριστούν ή πλάθουν δημιουργικά, διαψεύδουν την παραπάνω θεώρηση. Τέτοιοι σημαντικοί δημιουργοί που διαλογίζονται, φιλοσοφούν, μελετούν, στοχάζονται και εντρυφούν στη ζωή, στις ιδέες και στον κόσμο είναι ο Μπέργκμαν, ο Ντράγερ, ο Ταρκόφσκι, ο Κισλόφσκι, ο Ζανούσι, ο Μπρεσόν, ο Γκοντάρ, ο Ρομέρ, ο Ροσελίνι, ο Φελίνι, οι αδελφοί Ταβιάνι, ο Μπερτολούτσι, ο Μπουνιουέλ, ο Τ. Μάλικ, ο Κιούμπρικ, ο Ο. Ουέλς, ο Σκορσέζε, ο Αρονόφσκι, ο Λινκλέιτερ, ο Όζου, ο Μιζογκούσι, ο Κουροσάουα, ο Απιτσατπόνγκ Βεερασεθάκουλ και άλλοι ασιάτες ή δυτικοί σκηνοθέτες.
Υπάρχει, λοιπόν, και άλλη ανάγνωση του πλατωνικού μύθου του σπηλαίου, η οποία αναδεικνύει αυτή την οπτική μεταφορά ως ένα μέσο προσέγγισης και μελέτης διαμέσου των εικόνων, των φιλοσοφικών θεμάτων. Άλλωστε, ο Καντ χρησιμοποίησε εικόνες για να εξετάσει τις δικές του ή άλλες θεωρίες. Η φιλοσοφία του κινηματογράφου είναι ένας τομέας της μάθησης που αναπτύχθηκε πολύ (από τον Gilles Deleuze έως τους Robert Stam, Noël Carroll και Berys Gaut).
Όμως αυτό που ενδιαφέρει το βιβλίο «Η καντιανή ηθική στον σύγχρονο κινηματογράφο» δεν είναι ο ρόλος της εικόνας στη φιλοσοφία και στη φιλοσοφική σκέψη, μα το εάν είναι δυνατόν μέσω των εικόνων να διατυπωθούν φιλοσοφικοί στοχασμοί, εάν η φιλοσοφία μπορεί να υπάρξει και να εκφραστεί διαμέσου των εικόνων· το εάν οι κινηματογραφικές εικόνες μπορούν να προβάλλουν και να αναδείξουν φιλοσοφικές θεωρίες, ιδέες, θέσεις και διδασκαλίες.
Ο φιλμικός κόσμος των ιδεών, των συναισθημάτων, των αξιών, των χαρακτήρων και των συμπεριφορών αποτελεί ένα βαθύτερο επίπεδο ύπαρξης του σινεμά ως μορφή τέχνης, μετά το αναπαραστατικό-αφηγηματικό επίπεδο, μας λέει η Δήμητρα Δήμου.
Άλλο συναφές ζήτημα που θέτει το βιβλίο είναι πως το σινεμά έχει τα μέσα και μπορεί να αναπαραστήσει καταστάσεις, χαρακτήρες και γεγονότα που ανοίγουν τον δρόμο για φιλοσοφικούς στοχασμούς με αφετηρία αυτά τα φαινόμενα. Ο φιλμικός κόσμος των ιδεών, των συναισθημάτων, των αξιών, των χαρακτήρων και των συμπεριφορών αποτελεί ένα βαθύτερο επίπεδο ύπαρξης του σινεμά ως μορφή τέχνης, μετά το αναπαραστατικό-αφηγηματικό επίπεδο, μας λέει η Δήμητρα Δήμου. Το πόνημά της προσεγγίζει το φιλμ ως αντανάκλαση ή και παραγωγή φιλοσοφικών θεωριών. Τα κινηματογραφικά έργα δεν αποτελούν μόνο φορείς μετάδοσης φιλοσοφικής σκέψης, δεν αποτελούν απλά όχημα φιλοσοφικών ιδεών, αλλά πιθανά παράγουν καθαυτά φιλοσοφικό στοχασμό (βλέπε ορισμένες ταινίες των προαναφερόμενων στοχαζόμενων και προβληματισμένων σκηνοθετών). Πιθανά το σινεμά και το φιλμ διαδίδουν ή παράγουν βασικές ή και σύνθετες, φιλοσοφικές ιδέες και αρχές, υποκείμενα σε σημειολογικές, στρουκτουραλιστικές, φαινομενολογικές, ψυχαναλυτικές, ανθρωπολογικές, κοινωνιολογικές ή φιλοσοφικές και κοσμοθεωρητικές αναγνώσεις και ερμηνείες.
Η Δήμητρα Δήμου μας παρουσιάζει τις βασικές αρχές της καντιανής αισθητικής. Ο Καντ ταύτιζε το συναίσθημα του υψηλού με το συναίσθημα του αγαθού και της αρετής. Μα οι αισθητές μορφές δεν περικλείουν το υψηλό, γιατί μόνο οι ιδέες του Λόγου μπορούν να αποτελέσουν τη βάση του υψηλού.
Η Δήμου μας εκθέτει επίσης τις βασικές αρχές της καντιανής ηθικής. Η καθαρή ηθική αξιώνει ως δεδομένα τα θεμελιακά της μέρη και άρα υπάρχει το a priori της ηθικότητας, απαγκιστρωμένης από κάθε αισθητηριακό συναίσθημα. Η ηθική θεωρία του Καντ έρχεται σε ρήξη με την ευδαιμονιστική και την ωφελιμιστική ηθική. Η επιδιωκόμενη καθολικότητα αφορά την ατομική ελεύθερη βούληση που δέχεται να υπακούει σε έναν καθολικό παγκόσμιο νόμο. Η θεμελιώδης αρχή της κριτικής ηθικής του Καντ είναι η κατηγορική προσταγή, μια αυθύπαρκτη ηθική αξίωση. Το άτομο πρέπει πάντα να πράττει βάσει μιας τέτοιας αρχής που να θέλει να την καταστήσει καθολικό, παγκόσμιο νόμο. Κατά συνέπεια το άτομο να διαχειρίζεται τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα και σαν μέσο και σαν σκοπό, ταυτόχρονα· δηλαδή πάντα ως σκοπό και ποτέ μόνο ως μέσο. Η βασική αρχή ύπαρξης της κατηγορικής προσταγής είναι η ελεύθερη βούληση, η ελευθερία ως είδος της αιτιότητας: Η ιδιότητα της βούλησης να είναι νόμος για τον εαυτό της. Βούληση και πράξη είναι ανελεύθερες εάν καθορίζονται από ένα αντικείμενο του πόθου, από ένα υλικό ερέθισμα. Μόνο η αγνή, καθαρή βούληση καθιστά εφικτή την ανθρώπινη ελευθερία, την ελεύθερη πράξη του ανθρώπου ως ηθικού υποκειμένου.
Στη συνέχεια, η Δήμητρα Δήμου εξετάζει στο κεφάλαιο «η αμφισβήτηση της ηθικής ως ανθρώπινου προνομίου στον κινηματογράφο», την εφαρμογή, την ύπαρξη και τη λειτουργία των παραπάνω καντιανών ηθικών ιδεών και αρχών σε ορισμένα κινηματογραφικά φιλμ. Αρχίζει με δύο ταινίες του Star Trek, χωρίς μεγάλη ευστοχία και συναρμογή των ιδεών της περί καντιανής ηθικής με τις συγκεκριμένης ταινίες. Τα πράγματα κι οι αναλύσεις της καλυτερεύουν και ταιριάζουν περισσότερο με τα φιλμ Blade Runner (1982) του Ρίντλεϊ Σκοτ, την Οδύσσεια του διαστήματος (1968) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και το I Robot (2004) του Αλεξ Πρόγιας, στις οποίες διερευνά κατά πόσο είναι δυνατόν ένα μη ανθρώπινο, έλλογο ον να κατακτήσει μια θέση στο ηθικό στερέωμα. Τα ανδροειδή του Blade Runner διαθέτουν κριτική ικανότητα, λειτουργία και ικανότητα του Λόγου και ενσυναίσθηση, άρα η προσωπικότητά τους μπορεί να αναγνωριστεί ως τέτοια. Οι ρέπλικες δείχνουν να έχουν ηθική υπόσταση και να δικαιούνται ανθρώπινα δικαιώματα και δικαίωμα σε ένα ανοιχτό μέλλον.
Στην Οδύσσεια του διαστήματος διαπιστώνουμε πως «δεν υπάρχει θεμελιώδης κι οντολογικός διαχωρισμός στην επίσημη γνώση μας για τη μηχανή και τον οργανισμό, για το τεχνικό και το οργανικό», γράφει η Δήμου. Στην κινηματογραφική επιστημονική φαντασία, η καντιανή επιταγή για αναγνώριση της ηθικής προσωπικότητας στα έλλογα όντα εκπληρώνεται, σε ορισμένες περιπτώσεις η ανθρώπινη αξιοπρέπεια παραχωρείται σε όλα τα έλλογα όντα, ακόμη και στα πολύ εξελιγμένα ρομπότ και στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, στα cyborgs και τα ανθρωποειδή, ενώ όμως αυτά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον άνθρωπο με το θυμικό, τις επιθυμίες, τις ορμές, τον πλούτο των συναισθημάτων και τα πάθη που έχει…
Στο κεφάλαιο «Η ανάδειξη της ηθικής συμπεριφοράς στον κινηματογράφο» η Δήμητρα Δήμου μας λέει πως σε ορισμένα ολοκληρωμένα νοηματικώς, φιλμ, η ωφελιμιστική και τελεολογική θεώρηση αμφισβητούνται. Και πως αυτά φέρνουν τον θεατή σε επαφή με την αξιωματική ηθική θεώρηση του Καντ. Οι καντιανές κατηγορικές προσταγές στα φιλμ αυτά είναι ένα φιλοσοφικοηθικό εργαλείο αξιολόγησης της ηθικής συμπεριφοράς των προσώπων, στα πλαίσια συγκεκριμένων ηθικών συμπεριφορών και καταστάσεων. Ο σπουδαίος Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης Γούντι Άλεν καταπιάνεται με τέτοια φιλοσοφικοηθικά ζητήματα, επιμένοντας στα ηθικά διλήμματα και προβλήματα των ηρώων του, ειδικότερα στο φιλμ του Crimes and Misdemeanors (ελλην. τίτλος «Απιστίες κι αμαρτίες», 1989), αλλά και στο Match Point (2005), στο «Όνειρο της Κασσάνδρας» (2007), στο «Γυρίσματα της τύχης» (Coup de chance, 2023), στο «Wonder Wheel» (2017), στο «Παντρεμένα ζευγάρια» (Husbands and Wifes, 1992), στο «Μυστηριώδεις φόνοι στο Μανχάταν» (1993), στο «Παράλογος άνθρωπος» (2015), στο Whatever Works («Κι αν σου κάτσει;», 2009), στο «Θα συναντήσεις έναν ψηλό μελαχρινό άντρα» (2010), στο «Scoop» (2006), στο «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» (Mighty Aphrodite, 1995) και σε άλλα, μιας και το θέμα των ηθικών αδιεξόδων, βαλτωμάτων και επιλογών των ανθρώπων έχουν απασχολήσει πολύ τον Γούντι Άλεν, είτε μέσα από μια σοβαρή, εγκληματολογική μυθοπλασία crime, είτε μέσα από το σκωπτικό, ειρωνικό βλέμμα του. Η Δήμητρα Δήμου κάνει την ηθική ανάλυσή της μόνο στην πρώτη ταινία της λίστας, αν και το έργο του Αμερικανού σκηνοθέτη είναι πολύ πρόσφορο.
Αλλά ας μην παραβλέψουμε πως υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί σκηνοθέτες που έχουν ασχοληθεί σοβαρά κι εμπεριστατωμένα με ηθικά φιλοσοφικά ζητήματα και διλήμματα, όπως ο Ερίκ Ρομέρ στους «ηθικούς μύθους» του, πρώτος και καλύτερος, ο Ζανούσι, ο Κισλόφσκι στις εξαιρετικές τηλεταινίες του πάνω στις 10 εντολές της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μπέργκμαν, ο Ντράγερ, ο Μπρεσόν και ο Ροσελίνι, ο Όζου και οι σκηνοθέτες του κλασικού αμερικάνικου, χολιγουντιανού σινεμά, Φορντ, Καζάν, Χιούστον, Φριτς Λανγκ, Ρίτσαρντ Μπρουκς, Νίκολας Ρέι, Χάουαρντ Χοκς, Όττο Πρέμινγκερ, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ και ο Μπίλι Γουάιλντερ, οι παλαιότεροι Ερνστ Λιούμπιτς και Στροχάιμ, μα κι ο μεταγενέστερος Σκορσέζε, καθώς και άλλοι καταξιωμένοι, συγκροτημένοι, στοχαζόμενοι κινηματογραφιστές. Η συγγραφέας, λοιπόν, θα μπορούσε ως προς ορισμένα ηθικοφιλοσοφικά θέματα που την ενδιαφέρουν, να προσεγγίσει και άλλες αξιόλογες ταινίες που προσφέρονται σχετικά με αυτές τις προβληματικές.
Η Δήμου περνά κατόπιν στο έκτο κεφάλαιό της, στην «ωφελιμιστική προσέγγιση», συνεχίζοντας με το φιλμ Crimes and Misdemeanors και προεκτείνοντας την ωφελιμιστική και συνεπειοκρατική ηθικολογική ανάλυσή της στο πολύ καλό αντιπολεμικό φιλμ Saving Private Ryan («Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», 1998) του πολύ σημαντικού Στίβεν Σπίλμπεργκ. Για το τελευταίο φιλμ, μας δείχνει σε αυτό και στο επόμενο κεφάλαιο «η αποχώρηση από τη συνεπειοκρατική αντίληψη», πως η καντιανή, κατηγορική ηθική προσταγή υπερισχύει της ωφελιμιστικής και συνεπειοκρατικής ηθικής στη συμπεριφορά και στη δράση της στρατιωτικής μονάδας υπό τις διαταγές του τίμιου λοχαγού Μίλερ (Τομ Χανκς). Ο λοχαγός έχει κρίνει την επιχείρηση της διάσωσης και έχει αποφανθεί λογικά πως είναι, καντιανά σκεπτόμενοι, ηθική, ασχέτως του αποτελέσματος και των συνεπειών της (απώλειες άλλων μαχητών στρατιωτών). Η πράξη της διάσωσης έχει γνώμονα και κίνητρο a priori ηθικό και δεν βάζει ωφελιμιστικά τον γνώμονά της στην υπηρεσία ενός στόχου και σκοπού.
Υπάρχουν και φιλμ που ο γνώμονας της πράξης δεν είναι ξεκάθαρος και διαφανής. Στην αστυνομική ταινία μυστηρίου Gone, Baby, Gone («Χωρίς ίχνη», 2007), του Μπεν Άφλεκ, το κίνητρο και η ποιότητα της πράξης της εξαφάνισης ή απαγωγής, δεν είναι καθόλου εμφανή εξαρχής, όπως στη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν». Κατά τον Καντ, μόνο ο ουσιαστικός σεβασμός για τον κοινωνικό νόμο ο οποίος θεσπίζει το καθήκον (και όχι η τυπική εκπλήρωση του καθήκοντός μας) προσδίδει στην πράξη γνήσια, εγγενή, εσωτερική κι εμφυή ηθική αξία. Ο ντετέκτιβ Πάτρικ (Κέισι Άφλεκ) μπορεί να ξεχωρίσει το καλό ως συμφέρον από το καλό ως ηθικό και πράττει το δεύτερο (η καντιανή κατηγορική προσταγή μπορεί να είναι στην εφαρμογή της, δυσάρεστη ή ακατανόητη ως προς τις συνέπειες).
Κατόπιν η Δήμου επιχειρεί να εφαρμόσει την φιλοσοφική ερμηνεία της της ηθικής σε μια κωμωδία, στη «Μέρα της μαρμότας» (Groundhog Day, 1993), του Χάρολντ Ράμις. Το τελικό συμπέρασμα είναι πως η ηθική μας δεν αντιμάχεται το συμφέρον μας, μα μια ψευδή, στενή αντίληψη περί συμφέροντος. Το άτομο, εδώ ο ήρωας που υποδύεται έξοχα ο Μπιλ Μάρεϊ, δεν πρέπει να αποτελεί έρμαιο των τυραννικών απαιτήσεων των επιθυμιών του γιατί έτσι δεν υπηρετείται καν το καλώς εννοούμενο συμφέρον του, επειδή περιπίπτει στη σύγχυση, στην αγωνία και στο χάος, στον κυκεώνα των ανεξέλεγκτων, αξεδίψαστων πόθων του. Ο ήρωας μετατρέπεται σε καλό και ηθικό άνθρωπο μέσα από τη λαίλαπα των αέναα επαναλαμβανόμενων ημερών, ωρών και ανθρώπινων ενεργειών που εάν δεν βελτιώνονταν, θα τον έκαναν να χάσει πλήρως την ψυχική ισορροπία και τη σχέση του με την πραγματικότητα, κάτι που θα ίσχυε και για τα άλλα, αιωνίως και βασανιστικά στροβιλιζόμενα πρόσωπα του δράματος (σε κατάσταση αιώνιας επιστροφής).
Κατά τον Καντ, σημειώνει η Δήμου, ο έλλογος νους γίνεται ο καθολικός νομοθέτης, χωρίς την ανάγκη μιας εξωτερικής μορφής ηθικής. Η βάση του ηθικού οικοδομήματος της σωστής συμπεριφοράς είναι η έλλογη σκέψη. Οι ηθικοί κανόνες ταυτίζονται με τους λογικούς κανόνες. Η ηθική δεν εγγυάται την ευτυχία, μα αναγορεύει το ηθικό υποκείμενο, το άτομο, ως άξιο να διεκδικήσει την ευτυχία δια της εκπλήρωσης του ηθικού και του καλού.
Στην ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές» (High Noon), του 1952, η κατευθείαν ανταπόκριση του ήρωα (Γκάρι Κούπερ) στο καλό και στο ηθικό καθήκον της αντιμετώπισης των ληστών είναι το ζητούμενο, ανεξαρτήτως των δυσμενών ατομικών συνεπειών. Μια πράξη συγκαταλέγεται, κατά τον Καντ, στις ηθικές πράξεις εάν δεν είναι συμφεροντολογική-ωφελιμιστική ενέργεια και δεν γίνεται για την ικανοποίηση ενός πόθου ή μιας προσωπικής επιθυμίας. Τα έλλογα όντα-άνθρωποι υπακούουν στους νόμους που θέσπισαν οι ίδιοι διαμέσου της διανοίας τους και τα καθήκοντά τους δεν τους έχουν άρα επιβληθεί από εξωτερικούς παράγοντες.
Ύστερα η Δήμου μελετά το «Κουρδιστό πορτοκάλι» (Clockwork Orange, 1971) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Παρατηρεί ότι η αυθαίρετη κι αυταρχική, ψυχολογική και ηθική «αναμόρφωση» του βίαιου κι ατίθασου νεαρού ήρωα (Μάλκομ ΜακΝτάουελ) τού επιβάλλεται καταστρατηγώντας την αναγκαία για την τέλεση ηθικών πράξεων, προϋπόθεση του έλλογου νου. Η βίαιη, ψυχική θεραπεία αποστροφής προς το κακό, που του επιβλήθηκε, είχε ως αποτέλεσμα οι πράξεις του να γίνονται ενστικτωδώς και όχι αυτόνομα, δηλαδή μέσω της ελεύθερης βούλησής του, μας λέει η συγγραφέας. Άρα «οι πράξεις του ετεροκατευθύνονται προς την ηθική πλευρά» και ο γνώμονας της επιλογής τους «δεν εδράζεται στην ελευθερία της βούλησης και δεν είναι ενδεικτικός της αυτόνομης φύσης του», άρα δεν είναι ηθικός.
Η Δήμητρα Δήμου εστιάζει, κατόπιν, για παρεμφερή ζητήματα βιοηθικής, στο φιλμ «Ο άνθρωπος ελέφαντας» (1980) του Ντέιβιντ Λιντς.
Τέλος, στο «Ο Άγγλος ασθενής» (1996) του Άντονι Μιγκέλα, η πρωταγωνίστρια Χάνα (Ζυλιέτ Μπινός) αποφασίζει να οδηγήσει στον θάνατο τον αγαπημένο της κόμη Λάζλο (Ρέιφ Φάινς) γιατί αυτός υποφέρει αφάνταστα, πολύ φθαρμένος και άρρωστος, μέσω μιας καθαρά τελεολογικού κινήτρου και χαρακτήρα πράξης, μέσω της ευθανασίας, που κρίνεται εκ του αποτελέσματος λόγω των ωφελειών που παράγει (οριστικό τέλος στους πόνους του Άγγλου ασθενούς) και άρα δεν συγκαταλέγεται στις καντιανού τύπου ηθικές πράξεις, μας εξηγεί η Δήμου.
Στο επίμετρό της, η διδάκτωρ Δήμου, επισημαίνει πως ο κινηματογράφος έχει μια «πολυφωνική, πολυσημαντική και πολυεπίπεδη δομή» και πως στα φιλμ βρίσκουμε μια διάκριση της επιφάνειας και της ουσίας. Ενυπάρχουν δύο (ή περισσότερα) επίπεδα, αυτό της φιλμικής «πραγματικότητας» όπως την περιγράφει η κάμερα και ο φιλμικός αναπαραστατικός μηχανισμός και δεύτερον, η «πραγματικότητα» όπως την αντιλαμβάνεται ο κεντρικός ήρωας. Ο θεατής καλείται να παράγει τη δική του συνάρθρωση και ανάγνωση των επιπέδων και κατά συνέπεια συμπεραίνουμε πως «ο κινηματογράφος αποτελεί έναν παιδαγωγικό μηχανισμό» για τον θεατή, ακόμη και ο εμπορικός, που μπορεί να τον παρακινήσει να ερμηνεύσει τις πληροφορίες των διαφόρων επιπέδων, να σκεφτεί φιλοσοφικά και να βρει το πώς θα εξάγει τη στοχαστική ανάγνωση, την ερμηνεία από τα διαπλεκόμενα επίπεδα…
[1]. Ο Μπέργκμαν έλεγε: «Στην εποχή μας λέμε ότι η τέχνη είναι πολιτική. Αλλά εγώ θα έλεγα ότι η τέχνη συνολικά έχει να κάνει με την ηθική. Η οποία εντέλει συνίσταται στο ίδιο πράγμα. Είναι απλώς ζήτημα προσέγγισης».
*Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, η αναθεωρημένη έκδοση του «Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες» (εκδ. Αιγόκερως).