Για τον τόμο του Γιώργου Πεφάνη «Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν – Καμπανελλικά ανάλεκτα» (εκδ. Κάπα Εκδοτική).
Της Κυριακής Πετράκου
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011) είναι γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας πρωτίστως, στιχουργός, σεναριογράφος, δημοσιογράφος. Υπήρξε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος διδάκτωρ τριών πανεπιστημίων, επίτιμος δημότης πολλών δήμων, συνεπώς δεν χρειάζεται συστάσεις. Ακόμα και μη θιασώτες των παραστατικών τεχνών τον γνωρίζουν έστω και μόνο από το Μαουτχάουζεν, έστω και μόνο με τη βοήθεια των τεσσάρων πασίγνωστων τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη με τους στίχους του Καμπανέλλη.
Στον θεατρικό κόσμο χαρακτηρίζεται –δίχως αντιρρήσεις από οποιανδήποτε κατεύθυνση– ως ο «πατριάρχης» του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου, ενώ αρκετοί θεατρολόγοι θεωρούν το 1957, όταν παραστάθηκε η θρυλική πλέον Αυλή των θαυμάτων του από το Θέατρο Τέχνης, ως terminus post quem της νεότερης (μεταπολεμικής) δραματουργίας μας. Ακόμα είναι από τους όχι δυστυχώς πολλούς συγγραφείς μας με έντονη διεθνή παρουσία (παρότι θα έπρεπε και θα μπορούσε να ήταν εντονότερη) μέσω μεταφράσεων και παραστάσεων.
Το πλούσιο και πολυσχιδές έργο του έχει εμπνεύσει ήδη τρεις θεατρολογικές μονογραφίες, με πρώτη σε εμφάνιση του ίδιου του Γιώργου Πεφάνη (Ιάκωβος Καμπανέλλης – Ανιχνεύσεις και προσεγγίσεις στο θεατρικό του έργο, εκδ. Κέδρος), μια τεράστια σφαιρική μονογραφία του Βάλτερ Πούχνερ (Τοπία ψυχής και μύθοι πολιτείας – Το θεατρικό σύμπαν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, εκδ. Παπαζήσης), και μια ειδικότερη του Δημήτρη Τσατσούλη (Ιψενικά διακείμενα στη δραματουργία του Ιάκωβου Καμπανέλλη, εκδ. Μεταίχμιο). Ακόμα έχουν γίνει δύο θεατρολογικά συνέδρια αφιερωμένα στο έργο του, ένα από Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών και ένα από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Φυσικά το πλούσιο και πολυεπίπεδο έργο του είναι αυτό που εμπνέει τους κριτικούς και μελετητές να ασχοληθούν, αλλά δεν έπαιξε μικρό ρόλο και η σύνθετη προσωπικότητα του συγγραφέα, με την θετικότητα και την οξυδέρκεια που τον χαρακτήριζε ώστε να αποδέχεται, και μάλιστα με ευχαριστίες, τις απόψεις και αναλύσεις που ενδεχομένως να μην τον εύρισκαν και σύμφωνο, αλλά εκτιμούσε την προσπάθεια και χάριζε απλόχερα τη φιλία του και το υλικό του αρχείου του.
Ο Πεφάνης, πλην της εν λόγω μονογραφίας, έχει επανειλημμένα ασχοληθεί με τον Καμπανέλλη, δημοσίευσε τα πρώτα έργα του που λάνθαναν τρόπον τινά στο αρχείο του συγγραφέα...
Ο Πεφάνης, πλην της εν λόγω μονογραφίας, έχει επανειλημμένα ασχοληθεί με τον Καμπανέλλη, δημοσίευσε τα πρώτα έργα του που λάνθαναν τρόπον τινά στο αρχείο του συγγραφέα, και είναι άλλωστε και ο ίδιος πολυγραφότατος όπως εκείνος. Δεν είναι παράξενο που τους συνέδεε στενή φιλία και εμπιστοσύνη. Με δόκιμη ακαδημαϊκή πρακτική, στον εδώ παρουσιαζόμενο τόμο, τα μελετήματα αυτά, επικαιροποιημένα και εκ νέου επεξεργασμένα, συνθέτουν μια δεύτερη οιονεί μονογραφία για τον αγαπημένο συγγραφέα.
Η μελέτη αυτή διαιρείται σε δέκα κεφάλαια, ορισμένης θεματολογίας έκαστο και σε υποκεφάλαια, με μεθοδολογία που συνδυάζει τα στοιχεία, την ιστορία και τη θεωρία θεάτρου, την οποία ο Πεφάνης κατέχει πολύ καλά σε βαθμό ειδικότητας. Στα δύο πρώτα κεφάλαια διερευνά τις καταβολές της καμπανελλικής δραματουργίας από τον γενέθλιο τόπο και τη συγκλονιστική εμπειρία του στρατοπέδου, που τον στιγμάτισε οδυνηρά αλλά και θετικά, απομυθοποιώντας τις ψευδαισθήσεις και βαθαίνοντας την ανθρωπιά του. Ακολουθεί ένα σύνθετο κεφάλαιο για τις επιγραμματικές τρόπον τινά αποφάνσεις του συγγραφέα, τους περιεκτικούς στοχασμούς του και τους σύντομους συλλογισμούς του, οργανικά ενταγμένους μέσα στα έργα ως ρήσεις των δραματικών προσώπων. Είναι εντυπωσιακοί και μπορούν να αποτελέσουν οδηγό του βίου, αν και ο Καμπανέλλης δεν αποκρύπτει ούτε και υποβάλλει την εγκυρότητά τους, παρά μόνο στη σχετικότητά τους, ότι εκφράζουν ένα ορισμένο θεατρικό πρόσωπο με ορισμένη στάση ζωής. Ο Πεφάνης αναλύει πολλές από αυτές, με αναλύσεις που τις φωτίζουν από απροσδόκητες οπτικές, π.χ. την εναλλαξιμότητα του προφέροντος τη φιλοσοφική ρήση προσώπου. Πρόκειται για μια άλλοτε κάπως υπερβατική και συνηθέστερα μια βιοτική φιλοσοφία, την οποία ο μελετητής κατανοεί σε βάθος και λόγω των φιλοσοφικών γνώσεών του, γενικώς, αλλά και της εφαρμογής τους στο θέατρο τόσο στο δράμα όσο και στη θεατρική πράξη (έχει επινοήσει και τον όρο θεατροφιλοσοφία, που τείνει να επιβληθεί) [1].
Οι συχνές αναφορές του Καμπανέλλη στο ίδιο το θέατρο και τα «μεταθεατρικά» έργα του, του ταιριάζουν εξαιρετικά και είναι σε θέση να τις κατανοήσει πλήρως. Οι καμπανελλικές αποφάνσεις, που μπορούν να χαρακτηρισθούν και ως αποφθέγματα (αρκετές από αυτές τουλάχιστον), θα έπρεπε να συλλεχθούν και να αναρτηθούν στο youtube, όπως άλλες παρόμοιες ρήσεις και αποφθέγματα σοφών. Του Καμπανέλλη επιπροσθέτως διαθέτουν και ποιητικότητα μέσα στην πρόζα τους. Δεν είναι όλες σύντομες: και πιο εκτεταμένα αποσπάσματα περιέχουν συμπυκνωμένα νοήματα και είναι αποκαλυπτικές καταστάσεων και πραγμάτων. Το ίδιο αποκαλυπτικές είναι οι σε βάθος αναλύσεις του Πεφάνη, βοηθώντας την εκτίμηση του καμπανελλικού κειμένου από τον αναγνώστη/θεατή αλλά και προωθώντας την προσωπική του συλλογιστική στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας σε πιο στοχαστική και κριτική κατεύθυνση.
Στα δύο πρώτα κεφάλαια διερευνά τις καταβολές της καμπανελλικής δραματουργίας από τον γενέθλιο τόπο και τη συγκλονιστική εμπειρία του στρατοπέδου, που τον στιγμάτισε οδυνηρά αλλά και θετικά, απομυθοποιώντας τις ψευδαισθήσεις και βαθαίνοντας την ανθρωπιά του.
Στο επόμενο κεφάλαιο (4) διερευνάται η «εκλεκτική συγγένεια» της δραματουργίας του Καμπανέλλη με τα έργα του Luigi Pirandello, τόσο θεματικά όσο και φιλοσοφικά. Βέβαια ο Pirandello άσκησε τεράστια επίδραση όχι μόνο στο επιγονικό θέατρο, αλλά και σε όλη τη δυτική σκέψη. Αν ήταν ή είναι (δεν έχει διόλου ξεθωριάσει) άμεση, διακειμενική ή παραπλήσια ανταπόκριση στο πνεύμα της μεσοπολεμικής εποχής και εφεξής, είναι άδηλο και εν πολλοίς αδιάφορο. Ο Πεφάνης, βαθύς γνώστης του έργου αμφότερων των συγγραφέων, επιδίδεται σε συγκρίσεις αξόνων και μοτίβων αλλά και των ιδεών και ερμηνειών του κόσμου που υποκρύπτονται μέσα στα θεατρικά κείμενα, αποκαλύπτοντας τις συνάφειες αλλά και τις αποκλίσεις μεταξύ τους. Οι αναλύσεις του αυτές αναδεικνύουν και κινούν το ενδιαφέρον για όλα, και του μεσοπολεμικού Ιταλού και του μεταπολεμικού Έλληνα συγγραφέα, που εντούτοις ευτύχησε να μακροημερεύσει, ενώ ουδέποτε σταμάτησε να πειραματίζεται τόσο με τη φόρμα, όσο και με το περιεχόμενο από έργο σε έργο του και να εμπνέει αναλύσεις και μελέτες – όπως άλλωστε και το πιραντελλικό.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έξω από το Εθνικό θέατρο. |
Ακολουθεί μια ενότητα για τα πολιτικά έργα του Καμπανέλλη –αν και όλα τα έργα του είναι πολιτικά, και κατά την άποψη του Πεφάνη– αλλά αυτά είναι πιο πολιτικά, καθόσον τα δύο γράφτηκαν και παραστάθηκαν στη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας, και το τρίτο, Ο εχθρός λαός αμέσως μετά (1975). Είναι όλα γραμμένα σε ανοιχτή φόρμα των μικρών σκηνών, για να αντικαθίστανται σκηνές που απαγόρευε η λογοκρισία, διαθέτουν κρυπτικούς συμβολισμούς και διακωμωδούν υπαρκτά πρόσωπα και πράγματα. Όλα ανέβηκαν αρχικά από τον θίασο Καρέζη – Καζάκου, ενώ το Κουκί και το ρεβύθι δεν έχει εκδοθεί και μελετήθηκε από το χειρόγραφο του αρχείου του θιάσου.
Τα επαναξιολογεί με βαθύτερη οπτική, υπερασπίζοντάς τα τόσο απέναντι στην κριτική που στάθηκε άδικα αρνητική απέναντί τους, όσο και σε ετεροχρονισμένες θεατρολογικές ερμηνείες που βασίστηκαν στις παραστασιακές κριτικές.
Ο Πεφάνης επιδίδεται σε αποκρυπτογράφηση των σημαινομένων προσώπων και γεγονότων, αφού μελέτησε λεπτομερώς τα ιστορικά γεγονότα της μεταπολεμικής εποχής, και κατόπιν, όπως είναι η μεθοδολογία του σχεδόν απαρεγκλίτως, τα ερμηνεύει με θεωρητικά εργαλεία, τόσο δομικά όσο και νοηματικά. Εν κατακλείδι τα επαναξιολογεί με βαθύτερη οπτική, υπερασπίζοντάς τα τόσο απέναντι στην κριτική που στάθηκε άδικα αρνητική απέναντί τους, όσο και σε ετεροχρονισμένες θεατρολογικές ερμηνείες που βασίστηκαν στις παραστασιακές κριτικές.
O Iάκωβος Καμπανέλλης έγραψε υπέροχους στίχους τραγουδιών κυρίως για τις παραστάσεις των έργων του αλλά και άλλους. Μελοποιήθηκαν από ταλαντούχους και δημοφιλείς συνθέτες, τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος κ.ά.) και τόσο τα τραγούδια όσο οι στίχοι τους ειδικά, είναι γνωστοί και πολυτραγουδισμένοι, έστω και αν δεν είναι τόσο γνωστός ο στιχουργός, όπως παραπονέθηκε ο Κώστας Βίρβος, αλλά και άλλοι ομότεχνοί του. Ο Πεφάνης έγραψε ένα εκτεταμένο μελέτημα γι’ αυτά, συνδέοντας με τη θεατρική δράση του εκάστοτε έργου, αναλύοντας το περιεχόμενο και τις υποδηλώσεις του, αλλά και μετρικά και μουσικολογικά, ενώ συμβουλεύθηκε και ειδικούς, μουσικολόγους και φιλόλογους γνώστες της μετρικής. Ένα ασυνήθιστο και ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης.
Ο Πεφάνης δεν παρέλειψε και την καθαρά ερευνητική δραστηριότητα. Ανακάλυψε και δημοσίευσε τα πρωτόλεια του συγγραφέα Άνθρωποι και ημέρες (1946-1947) και Ο κρυφός ήλιος (1951), που λάνθαναν στο αρχείο του.
Στον καπιταλισμό γενικά και τον ελληνικό ειδικά μέσα από τις οικογενειακές δομές του, που τον καθορίζουν και τις καθορίζει αναφέρεται το έργο Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού (1978). Ο Πεφάνης το αναλύει με άξονα το θέμα του χρήματος (προοριζόταν για έναν τόμο αφιερωμένο στον παντοδύναμο αυτόν μοχλό όπως παρουσιάζεται στην νεοελληνική λογοτεχνία) με ιδιαίτερα διεισδυτικό τρόπο, καθόσον εξετάζει εκτός από τη λειτουργία του στον μακρόκοσμο, και αυτήν στον μικρόκοσμο, δηλαδή στον ψυχισμό του ατόμου και στις διαπροσωπικές σχέσεις, όπου δημιουργεί στην πραγματικότητα μελαγχολία αντί για ευφορία στους έχοντες και κατέχοντες, όπως δηλώνει και ο τίτλος «Από την οικονομία της μελαγχολίας στη μελαγχολία της οικονομίας…».
Ακολουθούν σκηνοθετικά ζητήματα στην παραστασιμότητα ορισμένων έργων (Γράμμα στον Ορέστη, Πάροδος Θηβών, Ο δείπνος, Στη χώρα Ίψεν, Μια κωμωδία, Μια παράσταση κάπου αλλού) της περιόδου 1993-1997, όλα πλην του τελευταίου «μεταθεατρικά». Ανιχνεύει τη βαθύτερη σχέση μεταξύ τους, το σχόλιο του συγγραφέα σε παλαιότερα κείμενα και εποχές και ολοκληρώνει με δικά του σχόλια φιλοσοφικής υφής. Ο Πεφάνης δεν παρέλειψε και την καθαρά ερευνητική δραστηριότητα. Ανακάλυψε και δημοσίευσε τα πρωτόλεια του συγγραφέα Άνθρωποι και ημέρες (1946-1947) και Ο κρυφός ήλιος (1951), που λάνθαναν στο αρχείο του. Είναι εμπνευσμένα από την συγκλονιστική εμπειρία του στο Μαουτχάουζεν. Φυσικά πρόκειται για κριτικές δημοσιεύσεις, με εκτενείς και σε βάθος αναλύσεις στις εισαγωγές και αποκρυπτογράφηση της δραματουργικής τεχνικής. Εδώ δεν δημοσιεύονται βέβαια τα κείμενα αλλά οι μελέτες, που είναι αρκετά ενδιαφέρουσες ώστε να ωθήσουν τον αναγνώστη να αναζητήσει και τα ίδια τα κείμενα και, αν είναι άνθρωπος του θεάτρου, ενδεχομένως να επιδιώξει να παρασταθούν, έστω και in memoriam είτε του συγγραφέα είτε του τρομερού ιστορικού μορφώματος, που δυστυχώς δεν αποτελεί μόνο παρελθόν.
Είναι συνήθης ακαδημαϊκή μέθοδος, οι πανεπιστημιακοί να γράφουν για συναφή θέματα μεμονωμένα (για συνέδρια ή δημοσιεύσεις) και όταν μαζέψουν έναν ικανό αριθμό άρθρων και μελετημάτων να τα επεξεργάζονται (ή και όχι) για να αποτελέσουν ένα είδος μονογραφίας για κάποιο θέμα. Φυσικά τέτοιοι τόμοι δεν παύουν να είναι ενδιαφέροντες και χρήσιμοι, καθόσον δεν είναι πάντα εύκολα προσβάσιμες οι αρχικές δημοσιεύσεις σε ισάριθμα βιβλία ή άλλα έντυπα (περιοδικά, επιστημονικά και μη) ή είναι και συντομευμένες. Η καθαυτό μονογραφία, ως γνωστόν, απαιτεί χρόνια εργασίας στο δοσμένο θέμα και πολύ κόπο. Ο Πεφάνης δεν έχει ανάγκη την μέθοδο αυτή για να προσθέσει ένα ακόμα βιβλίο στην εργογραφία του (άλλωστε έχει ήδη την προαναφερθείσα μονογραφία για τον Καμπανέλλη στην εργογραφία του συν αρκετές άλλες). Ήδη έχει προχωρήσει στην μελέτη του Καμπανέλλη με νέα αναλυτικά εργαλεία, όπως π.χ. τη φιλοσοφία του Emmanuel Levinas, που ανέπτυξε (προς το παρόν προφορικά) σε κάποια εισήγηση. Μπορούμε να είμαστε ευτυχείς που η Ελλάδα διαθέτει συγγραφείς του μεγέθους του Καμπανέλλη και επιστήμονες του είδους του Πεφάνη.
[1] Βλ. τα έργα του Θιασώτες και φιλόσοφοι. Σκιαγράφηση μιας θεατροφιλοσοφίας, Παπαζήσης, Αθήνα 2016 και το Η φιλοσοφία επί σκηνής, (επιμ.), Παπαζήσης, Αθήνα 2019.
* Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΤΡΑΚΟΥ είναι Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών στο ΕΚΠΑ. Τελευταίο της βιβλίο η μελέτη «Η εικόνα της γυναίκας στο νεοελληνικό θέατρο» (εκδ. Αιγόκερως).