Για το βιβλίο της Ursula K. Le Guin «Το κύμα μέσα στο μυαλό - Κείμενα για τη γραφή, την ανάγνωση και τη φαντασία» (μτφρ. Βικτώρια Αρδίτη & Νίκος Κούρκουλος, εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες).
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Ας μιλήσουμε λίγο για τη φαντασία, τη δημιουργική φαντασία: το primum mobile και τη Μεγάλη Πορεία που οδηγεί στη μοναδική άξια λόγου ουτοπία, εκείνη του έργου τέχνης. Η τέχνη, έχει πολλάκις ειπωθεί, δεν είναι αναπαράσταση, δεν είναι αναπαραγωγή του υπάρχοντος. Χρησιμοποιεί τα υλικά της εμπειρικής πραγματικότητας, τσαλαβουτάει στα ρηχά νερά της, αλλά αυτό που αναδύεται από εκεί είναι κάτι παντελώς διαφορετικό: είναι επινόηση, πάει να πει φαντασία.
Αν αναζητήσουμε ένα λογοτεχνικό παράδειγμα, το πλέον τρανταχτό είναι το τέρας του Φρανκενστάιν, όπως απεικονίζεται στο σπουδαίο έργο της Μέρι Σέλεϊ. Από τη μία πλευρά ο Δημιουργός και ο ρεαλιστικός κόσμος στον οποίο κατοικεί. Από την άλλη το Δημιούργημα, ένα πλάσμα τεχνητό, από αποδιαλέγια σωμάτων, ενδεδυμένο με κουρέλια, συρραφή, άρνηση του υπάρχοντος, ύβρις στην κατεστημένη πράξη πραγμάτων, τη θεϊκή μα και ανθρώπινη κυριαρχία. Κι αυτό που δίνει ζωή στην επινόηση, το ηλεκτρικό ρεύμα, ο σπινθήρας που ενώνει δια παντός τον Δημιουργό και το Δημιούργημα (και ως κατάληξη τους αναγνώστες) είναι η φαντασία.
Σκηνοθέτησε τη δράση, αναμόχλευσε τα πάθη, εμβολίασε με αντισώματα φαντασίας την παθογόνο πραγματικότητα, συγγράφοντας βιβλία και νουβέλες και διηγήματα που κοσμούν τη λογοτεχνία, μα όχι αποκλειστικά τη λογοτεχνία είδους (genre).
Η Ursula Le Guin (είχε προτίμηση στο Λε Γκουίν ως προφορά) υπήρξε συγγραφέας της fantasy, της science fiction, του φανταστικού, του παράδοξου. Η Λε Γκουίν δεν έκανε τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από εκείνο που έκαναν και κάνουν όλοι οι συγγραφείς από καταβολής: επινόησε χαρακτήρες, επινόησε τόπους και κόσμους για να τους τοποθετήσει εντός, και στη συνέχεια εμφύσησε πνοή (πάντα ο συγγραφέας σε ρόλο Frankenstein) για να τους δώσει ζωή. Σκηνοθέτησε τη δράση, αναμόχλευσε τα πάθη, εμβολίασε με αντισώματα φαντασίας την παθογόνο πραγματικότητα, συγγράφοντας βιβλία και νουβέλες και διηγήματα που κοσμούν τη λογοτεχνία, μα όχι αποκλειστικά τη λογοτεχνία είδους (genre). Το μαρτυρούν βέβαια τα βραβεία και οι πλείστες διακρίσεις, αλλά και κάτι σημαντικότερο: η διάρκεια, η επίδραση του έργου της τόσο σε ομοτέχνους της όσο και γενικότερα (θυμίζω δύο βασικά έργα: Ο αναρχικός των δύο κόσμων και Το αριστερό χέρι του σκότους).
Όλα αυτά θεωρούνται οικεία σε πολλούς. Σίγουρα, όμως, δεν είναι αποδεκτά από όλους. Η κοινότοπη αλήθεια είναι ότι ζούμε σε έναν κόσμο παρεξηγήσεων. Έναν κόσμο όπου ο «ρεαλισμός» στην τέχνη υμνείται, καθότι θωπεύει στοργικά το αίσθημα ανασφάλειας του αναγνώστη που είναι αναγκασμένος να ζει μια λειψή, πεπερασμένη ζωή σε έναν κόσμο ακατανόητο, μάταιο και μόνιμα ξένο στην αντίληψή του. Και η τέχνη ετούτου του κόσμου οφείλει να είναι στοργική, να υπενθυμίζει διαρκώς το οικείο, εξοβελίζοντας το αγνώστου ταυτότητος, επαναφέροντας στην τάξη το απείθαρχο, καθιστώντας το άρρητο. Η μοναχική φωνή που καλεί στα όπλα φοβίζει, είναι άναρχη και δυσήνια.
Επιπρόσθετα, ο κόσμος αυτός κατοικείται από όντα τα οποία έχουν διαφορετικές αντιλήψεις, φερ’ ειπείν, για τον ρόλο του φύλου όσον αφορά όχι μόνο την προσωπική/κοινωνική διάσταση της ύπαρξης, αλλά και τη δημιουργία (λογοτεχνίας, τέχνης εν γένει). Και εκεί το αλλότριο απωθείται, αν δεν εκπέσει σταδιακά σε μίμηση, παρωδία, σχετλιασμό, οπότε γίνεται ελεγχόμενο και ανενεργό. Μα οι παρεξηγήσεις δεν σταματούν στα προαναφερθέντα. Πώς θα μπορούσαν;
Ετούτο το βιβλίο, εσκεμμένα μακρηγορώ, είναι μια απάντηση ενάντια σε όλες αυτές τις παρεξηγήσεις. Όχι όμως με τη μορφή ενός ακόμα «Κατηγορώ». Η επιχειρηματολογία του δεν είναι αυστηρά πολεμική, εκείνη μιας έμπλεου οργής νεανικής γυναικείας φωνής που αναζητά στη μάχη το κλέος και την αυτοπραγμάτωση. Εδώ, στα κείμενα αυτά, ακούμε τη στεντόρεια και ταυτόχρονα πειστική φωνή της ηλικιωμένης συγγραφέως/γυναίκας, η οποία καταθέτει το απόσταγμα της σκέψης της. Δηκτική, ως όφειλε, απέναντι στα στερεότυπα (οι παρεξηγήσεις που προανέφερα), δεν χαρίζεται ούτε φυγομαχεί όποτε κρίνει ότι το απαιτεί η περίσταση (το κείμενο για τα τακούνια, τη γυναικεία ομορφιά, τα λογοτεχνικά βραβεία), επιχειρώντας στο κέντρο του προβλήματος. Με λόγο στιβαρό, αλλά όχι απολυταρχικό, ex cathedra διδασκαλία, αποφεύγει αφορισμούς θεμελιωμένους στις αναφορές σε αυθεντίες που υποδηλώνουν ανασφάλεια και έλλειψη προσωπικού ύφους.
Δηκτική, ως όφειλε, απέναντι στα στερεότυπα, δεν χαρίζεται ούτε φυγομαχεί όποτε κρίνει ότι το απαιτεί η περίσταση επιχειρώντας στο κέντρο του προβλήματος. Με λόγο στιβαρό, αλλά όχι απολυταρχικό, ex cathedra διδασκαλία, αποφεύγει αφορισμούς θεμελιωμένους στις αναφορές σε αυθεντίες που υποδηλώνουν ανασφάλεια και έλλειψη προσωπικού ύφους.
Η στόχευσή της Λε Γκουίν είναι ευρύτερη, διόλου περιοριστική. Η σιγουριά της ώριμης διανοούμενης ξεχειλίζει από κάθε κείμενο που περιέχεται στην όμορφη και προσεγμένη αυτή έκδοση (εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες). Συνομιλεί με ένα οικουμενικό κοινό, με το οποίο μοιράζεται τους προβληματισμούς της και τις απόψεις σχετικά με προσωπικές ανησυχίες, την τέχνη, τη συγγραφή και τα διαβάσματά της, μα και την ανθρωπολογία, την επιστήμη και το φύλο της. Μοιράζεται με εμάς, το κοινό της, τι συνιστά έργο τέχνης, ποιος είναι ο ρόλος του συγγραφέα, ποιες οι ανησυχίες του, τι τον καθιστά συγγραφέα (στο εξαιρετικό κεφάλαιο «Για τη γραφή»). Ταυτόχρονα στέκεται και στις προσδοκίες του αναγνώστη, τον ρόλο του, δεδομένου ότι πρόκειται περί σχέσης η οποία απαιτεί συμπόρευση, ανιδιοτέλεια, εμπιστοσύνη, ενός είδους αμφοτεροβαρούς συμβολαίου, προκειμένου να ευοδωθεί.
«Το διάβασμα είναι ένας τρόπος να αφουγκράζεσαι. Το διάβασμα δεν είναι τόσο παθητικό όσο το άκουσμα ή το κοίταγμα. Διαβάζεις με τον ρυθμό σου, με τη δική σου ταχύτητα, όχι με την αδιάκοπη, ασυνάρτητη, τρεχάτη, φωνακλάδικη φούρια των μίντια. Παίρνεις ό,τι μπορείς και ό,τι θέλεις να πάρεις και όχι ό,τι ξεφορτώνουν πάνω σου τόσο γρήγορα, τόσο απότομα και τόσο μεγαλόφωνα ώστε να πνίγεσαι».
Η Λε Γκουίν επιμένει και επανέρχεται πεισματικά στη μαγική λειτουργία της ανάγνωσης, στον τρόπο με τον οποίο το έργο τέχνης, το βιβλίο εν προκειμένω, λειτουργεί ως εμβρυουλκός της φαντασίας, ως έναρξη διαλόγου του αναγνώστη με τον συγγραφέα και την ίδια στιγμή με τον εαυτό του. Διακρίνει δε την ανάγνωση από τις άλλες τέχνες –επ’ ουδενί κατατάσσοντάς τη αξιολογικά– θεωρώντας τη την πλέον ενεργητική όλων. Δικαίως, διότι πειθαρχεί μεν το εν εγρηγόρσει πνεύμα που εστιάζεται στις ανάγκες του κειμένου (εμπρός-πίσω, επανάληψη της σελίδας), ταυτόχρονα δε απελευθερώνει τη φαντασία του αναγνώστη, ο οποίος αποσπάται εξολοκλήρου από την εργαλειακή διάσταση του παρόντος, απελευθερωμένος από τα δεσμά που συνιστά η πεπερασμένη του ύπαρξη. Στη λογική αυτή, η ενεργητική ανάγνωση είναι ίσως από τις ελάχιστες συνειδητές πράξεις, αν όχι της εφήμερης ζωής μας, τουλάχιστον της καθημερινότητάς μας.
Η θεματολογία ποικίλει, το ύφος όμως είναι εκείνο μιας εξαιρετικής τεχνίτριας του λόγου. Ούτε στιγμή η Λε Γκουίν δεν ξεχνά ότι είναι πρώτιστα συγγραφέας και τούτη η ομολογία διατρέχει όλη την έκταση του βιβλίου ετούτου, καθιστώντας το απολαυστικό στην ανάγνωσή του. Ακόμα κι όταν προτάσσει την αιχμή της, καθότι το απαιτεί το θέμα με το οποίο ασχολείται, το πράττει με καλλιτεχνικό τρόπο, οπότε το επιχείρημα στιλβώνεται λογοτεχνικά. Το αποτέλεσμα είναι αφενός ο αναγνώστης να προδιατίθεται θετικά στα διακυβευόμενα κι αφετέρου να ευφραίνεται αναγνωστικά. Όσοι διαβάζουν τακτικά βιβλία κριτικής, δοκιμιακού λόγου, γνωρίζουν (συχνά πικρή εμπειρία) πόσο σπάνιο γνώρισμα είναι αυτό, δεδομένου ότι ο γράφων/ουσα δεν είναι απαραιτήτως συγγραφέας.
Καίτοι ο τόμος αυτός έχει έκταση περίπου 400 σελίδες, ο αναγνώστης δεν νιώθει σχεδόν καμία στιγμή είτε ότι η συγγραφέας πλατειάζει είτε την παραμικρή κόπωση ακόμα και στα κείμενα εκείνα που δεν εμπίπτουν στα άμεσα ενδιαφέροντά του. Η Λε Γκουίν έχει… διαβρώσει λογοτεχνικά τις σελίδες, προσφέροντάς μας μια συλλογή που ενεργοποιεί αυτούς τους περίφημους κυματισμούς στο μυαλό (ο φερώνυμος τίτλος εκπορευόμενος από τη Βιρτζίνια Γουλφ).
Καταλήγοντας, ακόμα κι αν αυτό το «κύμα», όπως αδευτέρωτα το περιγράφει, αφορά τους συγγραφείς και τη δημιουργία έργων, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τα απόνερα της διαδικασίας αυτής συμπαρασύρουν τον αναγνώστη στη χώρα της φαντασίας όπου εξαίσια πλάσματα (όπως εκείνα της Λε Γκουίν) κατοικούν.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Η φαντασία μπορεί να με μεταμορφώσει τη σκοτεινή ουσία της ζωής. Και σε πολλά προσωπικά δοκίμια κι αυτοβιογραφίες, αυτό είναι που αρχίζω να επιθυμώ, να λαχταράω: η μεταμόρφωση. Δεν μου αρκεί να αναγνωρίζω την κοινή μας, οικεία αθλιότητα. Θέλω να αναγνωρίζω κάτι που δεν το είδα ποτέ. Θέλω το όραμα που ορμάει πάνω μου τρομερό και φλεγόμενο – τη φλόγα της μεταμορφωτικής φαντασίας. Θέλω τους αληθινούς δράκους».