Για την ποιητική συλλογή της Ελένης Σαμπάνη «Η σκόνη που βαραίνει τα ράφια μας» (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Αλισάνογλου
«Αυτούς που δεν προλάβαμε να τους φροντίσουμε κουβαλάμε πάντοτε μαζί μας». Στίχος κλειδί της πρώτης ποιητικής συλλογής της νεαρής ποιήτριας Ελένης Σαμπάνη, μιας και συνειρμικά με παραπέμπει πίσω στο αγαπημένο ποίημα του Καβάφη «Ιδανικές Φωνές». Έτσι λοιπόν, αυτές οι «ιδανικές φωνές» της Ελένης Σαμπάνη είναι όλοι όσοι δεν προλάβαμε (ή δεν θα προλάβουμε) να φροντίσουμε, είναι η ίδια η γεωγραφία του αντικειμενικού μας χρόνου. Ευτυχώς, υπάρχει ο χώρος της λογοτεχνίας και της ποίησης που διαμορφώνουν έναν άλλο, υποκειμενικό/φαντασιακό χρόνο, όπου εκεί η σκόνη που βαραίνει τα ράφια μας –ή και τις πλάτες μας, θα συμπλήρωνα εγώ– μπορεί κάλλιστα να μεταμορφωθεί σε αστερόσκονη, αγγελόσκονη, όμως και σε σκόνη της πόλης, σκόνη κιμωλίας που σχεδιάζει περίγραμμα κορμιού.
Η σκόνη που βαραίνει τα ράφια μας μας υποδέχεται με ένα χαρακτηριστικό ποίημα του σημαντικού Αργεντινού ποιητή Roberto Juarroz, ορίζοντας ίσως και ένα από τα καταβολικά σημάδια της ποιήτριας. Ποίηση (συν)ομιλίας με το Άλλο και τον Άλλον, με κάποιο πρόσωπο πολύ προσφιλές αλλά ταυτόχρονα άγνωστο, αθέατο και σε σημεία φθαρτό και απόκοσμο. Ποίηση ερωτική, οντολογική και υπαρξιακή, όμως κυρίως ποίηση που αντλεί από τη λήθη, τη μνήμη, δηλαδή το δίπολο που ορίζει την υπαρξιακή μας αγωνία απέναντι στον χρόνο. Το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται αλλά και απευθύνει τον λόγο η ποιήτρια λειτουργεί ως καταλύτης για να ανακαλύψει το δικό της αληθινό πρόσωπο, μέσα από αφηγήσεις πολλαπλών μεταμορφώσεων – σε δρόμους διασταυρωμένους πάνω από το χώμα, σε σκοτεινά δωμάτια, σε τοίχους που ορθώνονται πλάι στις πληγές μιας μητρόπολης που δείχνει να σφύζει από καθημερινότητα και ζωή, μα την ίδια στιγμή να μοιάζει παραδομένη σε μια αίσθηση εγκατάλειψης, ανοίκειων σωμάτων, και ουτοπίας.
Η άλλοτε τραχιά κι άλλοτε τρυφερή αισθαντικότητα της Ελένης Σαμπάνη φτιάχνει ένα ποιητικό πλέγμα με λέξεις που αναζητούν και που εντέλει οδηγούν το ποιητικό υποκείμενο προς την αυτογνωσία και τη συνεχή μεταμόρφωση. Με τρόπο λεπτουργικό όσο και λεπταίσθητο, περνάει υποδόρια σε όλο το εύρος του βιβλίου μια αρχετυπική/αρχαία αγωνία που λειτουργεί ως απόηχος μιας άλλης, παλιάς (ή μελλοντικής) πραγματικότητας, της μνήμης, του θανάτου, της φθοράς, του παράλογου, καταφέρνοντας να την ενσωματώσει με επιτυχία στις σημερινές καθημερινές αγωνίες, τις δικές της και του αναγνώστη.
Η ποιήτρια στίχο στίχο πλέκει το υφαντό ενός ανυπότακτου κόσμου, ξηλώνοντας στίχο στίχο τον ίδιο της τον εαυτό, για να τον ξαναβρεί –όμως πάλι για λίγο– κάπου παρακάτω, σε μια συνεχόμενη περιδίνηση/αναζήτηση της εσωτερικής λειτουργίας του ποιητικού υποκειμένου, χρησιμοποιώντας τις λέξεις της ως ψυχαναλυτικά/ψυχοδυναμικά μέσα έκφρασης/λύτρωσης, με τον μαγικό τρόπο που κατέχει η καλή χρήση της γλώσσας να μεταγράφει το ατομικό σε συλλογικό, ή το συγκεκριμένο σε αφηρημένο, κατασκευάζοντας την ψυχολογία του χρόνου και τη γεωγραφία του χώρου, το εδώ και το αλλού, το έξω και το μέσα, άλλοτε με ποιήματα αμιγώς ερωτικά, άλλοτε υπαρξιακά και άλλοτε με ποιήματα «ποιητικής».
Μιλάμε λοιπόν για μια ποίηση διαστάσεων, με την έννοια της δημιουργίας χώρου και χρόνου, ηδονής και οδύνης, εσωτερικών και εξωτερικών τόπων, έντονης εικονοποιίας – μια ποίηση που συνομιλεί αλλά και δημιουργεί μύθο μέσα από το καθημερινό, με σωστές αναλογίες λυρισμού, στοχασμού, πύκνωσης, μεταφορών, υπαινιγμού· κυρίως όμως, μια ποίηση που ξέρει να αφηγείται σε έναν τόπο και σε μια εποχή όπου πολλές φορές «η γλώσσα είναι ένας έρημος τόπος». Χαρακτηριστική είναι η φόρμα ορισμένων ποιημάτων με την τυπογραφία να κατευθύνει και να οδηγεί την ίδια τη γλώσσα πάνω στη λευκή σελίδα, σύμφωνα με τη διάθεση της ποιήτριας, όπως στο ποίημα «Το σώμα σου στηρίζει μια κάθετη θάλασσα».
Θεωρώ ότι η συλλογή Η σκόνη που βαραίνει τα ράφια μας συνιστά μια πολύ δυνατή ποιητική κατάθεση για τη γενιά της, μια γενιά που διακατέχεται από την ποίηση της «πολυφωνίας» και της διαφορετικότητας. Μια γενιά που δεν συνιστά ούτε έχει ανάγκη το κλειστό πλαίσιο ένταξης σε «γενιά», εξού και η διαφορετικότητα όσον αφορά τα εκφραστικά μέσα, τη φόρμα, τη χρήση της γλώσσας και του ύφους. Η Ελένη Σαμπάνη ζει και δημιουργεί μέσα και παράλληλα με τους σύγχρονους ομότεχνούς της, με γλώσσα καινούργια, καθαρή, με νοήματα απογυμνωμένα από περιττές φιοριτούρες και στολίδια, έχοντας καλά αφομοιωμένη την παράδοση και τις αγαπημένες της ποιητικές φωνές, συνομιλώντας εντέλει πολύ ώριμα και συνειδητοποιημένα μαζί τους. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές της στον Μπερξόν, στον Μουνχ, στον Μπέικον και στον Ρόθκο, αλλά και στον Αναγνωστάκη, τον Σκαρβέλη και το ρεμπέτικο τραγούδι.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ είναι ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Παιχνιδότοπος – Τραύμα για 9 μήνες και 3 εποχές» (εκδ. Κίχλη).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία του © Jeff Watts.